Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, μνημόσυνο
Γιά νά πᾶμε στήν παλιά μας τἠν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, πού βρισκόταν "ἀποπέρα", στό Κάτω Χωριό δηλαδή, ἔπρεπε ν᾿ ἀκολουθήσουμε ἕνα περίεργο, μά πολύ ψυχωφελές δρομολόγιο.
Ἀρχικά ἔπρεπε νά κατεβοῦμε τό πέτρινο τό καλτερίμι πού ὁδηγεῖ στό Ρέμα κι ὕστερα, ἀφοῦ περπατήσουμε τό λιγοστό τό ἴσωμα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβοῦμε τό ἄλλο τό καλτερίμι πού ὁδηγοῦσε στό Κάτω Χωριό -ἀλήθεια, γιατί τό ὀνόμασαν ἔτσι, ἀφοῦ ἤταν χτισμένο στήν ἴδια εὐθεῖα μέ τό Ἐπάνω Χωριό;- ὅπου ἦταν ἡ παλιά μας ἡ ἐκκλησιά.
Ἡ διαδρομή αὐτή διαρκοῦσε γύρω στά δεκαπέντε λεπτά, ἴσως καί λιγότερο γιά μᾶς τά παιδιά, ἤ καί περισσότερο ὅταν συνέβαινε κάποιο γεγονός στό χωριό, ὅπως κηδεία, γάμος ἤ βάπτιση.
Ὅμως ποιό ἦταν τό βασικό χαρακτηριστικό ὅλης αὐτῆς τῆς πρός Ἐκκλησιασμόν, κατά τόν μακαριστό Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη διαδρομῆς, ἡ ὁποία ἐξάπαντος εἶχε καί τή σημειολογία της;
Ἀρχικά, ὅπως ἀνάφερα, ἔπρεπε νά κατεβεῖς πρός τό Ρέμα παρατηρώντας τά σπίτια ν᾿ ἀραιώνουν, ὅσο πλησίαζες πιό σιμά στή ρεματιά, ὅπου ὑπὴρχαν οἱ καλλιάγριες (τά ἐλαιοτριβεῖα) τῶν Κληματιανῶν, ἀλλά καί ἡ παλιά βρύση πού τή χρησιμοποιοῦσαν γιά τό πλύσιμο τῶν ρούχων. Στή περιοχή αὐτή μάλιστα ὑπῆρχαν καί τά μποστανάκια, γιατί τό νερό ἦταν ἄφθονο καί τό ἔδαφος κατάλληλο γιά τέτοιου εἴδους καλλιέργειες.
Στή μνήμη ἀπομένει ἐκεῖνο τό σμίξιμο ἀπό διάφορες μυρωδιές, πού εἰσέρχονταν μέσα μου, ὅταν βάδιζα τά λίγα μέτρα τοῦ μονοπατιοῦ, μέχρι νά φτάσω στό καλτερίμι πού ἀνέβαινε γιά τήν ἐκκλησιά.
Πρώτη καί βασική ἦταν ἡ μοσχοβολιά τοῦ νοτισμένου χώματος ἀναμιγμένη μέ διάφορες ἄλλες μυρωδιὲς - ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή. Ἔτσι, ἀπό τό φθινόπωρο μέχρι τό τέλος τοῦ χειμώνα μοσχομύριζε φρέσκο λάδι, καψαλισμένο ψωμί, πορτοκάλι καί καμμένο ξύλο. Τἠν ἄνοιξη πάλι οἱ εὐωδίες ἀπό τούς πορτοκαλανθούς καί τά μαγιάτικα τά τριαντάφυλλα, ἦταν μιά εὐλογημένη παρένθεση μέσα στό κλῖμα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἐνῶ τό καλοκαίρι μοσχομύριζε τό ξερό χορτάρι καί τό λιασμένο ἤ τὸ ψημένο δαμάσκηνο. Ἀπό τή ρεματιά δέ ἀνέβαινε τό χειμῶνα, ἀλλά καί τά θερινά τά πρωϊνά, ἡ πάχνη, λές κι ἦταν ἡ ἀνάσα τῆς γῆς....
Πολλές φορές, ὅταν σκεφτῶ αὐτό τό κατηφόρισμα πρός Ρέμα, νοιώθω πώς αὐτή ἡ κατάβαση ἦταν παράλληλα καί μιά μαθητεία, μιά σπουδή πάνω σέ ἕνα περίεργο μήνυμα. Ἔνοιωθα, δηλαδή, ἐκεῖ, καθώς μοσχομύριζε ἔντονα τό νοτισμένο χῶμα, τή φθαρτότητα καί τό πεπερασμένο τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί βιοτῆς. Γιατί σκεφτόμουν πάντα ἐκεῖνον τόν πρῶτο λόγο πού ἄκουσα τήν ὥρα πού ἔθαβαν τή "μανού μου", τήν προγιαγιά καθὼς λέγεται στὰ μέρη μας. "Ἡ μανού πάει στά χουματάκια" μέ πληροφόρησαν. Κι ἐγώ, σχεδόν νήπιο, 4-5 χρονῶν, θυμᾶμαι αὐτή τή φράση-βίωμα, ποὺ ἀσυνείδητα τήν ταύτισα μέ τό Ρέμα: ἴσως γιατί ἐκεῖ καθόταν ἡ μανού, ἐκεῖ τελειώθηκε...
Ὅμως στό Ρέμα ζοῦσα κάθε φθινόπωρο καί κατι ἄλλο. Ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἦχος ὁ περίεργος, πού θρυμμάτιζε τήν πρωϊνή σιωπή, τῶν χλωμῶν πεσμένων φύλλων τῆς μεγάλης τῆς μουριᾶς, τά ὁποῖα πατοῦσα περνώντας τό στενό τό δρομάκι μέχρι νά φτάσω στήν ἀνηφοριά. Νόμιζα τότε πώς πατοῦσα πάνω σέ σπαρμένα ξερὰ ὀστᾶ, τέτοιος ἦταν ὁ ἦχος πού ἄφηναν τά ξερά τά φύλλα... Καί συνέχιζα τό δρόμο μου μ᾿ ἀνατριχίλα καί δέος.
Ἡ ἀνηφοριά μέ τό λιτό μά καλοδουλεμένο πέτρινο καλτερίμι ἦταν μιά ἀποκάλυψη. Ἀνεβαίνοντας, λοιπόν, ἔβλεπα σιγά-σιγά νά ἀνοίγεται μπροστά μου τό θέαμα πού πραγματικά ἦταν τόσο μαγευτικό! Γιατί ἀπό τή μιά ἄρχισε νά φαίνεται τό Πάνω Χωριό· κι ὅσο σίμωνα στήν ἐκκλησία, ὅλο τό τοπίο ἀναδύονταν μέσ᾿ ἀπό τήν πρωϊνή τή δροσιά ντυμένο, ἀνάλογα τόν καιρό, τίς πρῶτες ἠλιαχτίδες ἤ τό γκρίζο καφτάνι. Παράλληλα φαίνονταν καί τά πρῶτα σπίτια τοῦ Κάτω Χωριοῦ...
Μέ τό τέλος τῆς ἀνηφοριᾶς ἄρχιζε ἔνα στενό δρομάκι, πού ὁδηγοῦσε στήν πλατεία τῆς ἐκκλησίας καί περνοῦσε πάνω ἀπό τό Κοιμητήριο. Αὐτό τό κομμάτι χωματόδρομου -εἶναι δέκα-δώδεκα μέτρα ὅλο κι ὅλο- ἔχει ἕνα περίεργο στρωσίδι ἀπό χαλίκι πολύ ψιλό, ἀλλά φυσικό. Ὅταν τό περπατᾶς, λοιπὸν, ἀφήνει ἕνα περίεργο ἦχο, ἦχο κοφτό, ξερακιανό, πού ἀνεβαίνει μέσα σου ὅπως ὅταν περπατᾶς στήν θαλασσινή τή χοντρή τήν ἄμμο. Ἴσως σ᾿ αὐτό νά συνέτεινε καί τό τοιχίο πού ἔχει κτιστεῖ, ὤστε νά ξεχωρίζει τό Κοιμητήριο.
Στή μνήμη ἔχουν ἀπομείνει κάποιες παλιὲς στιγμές, ὅταν περνοῦσε ἠ κηδεία ἀπ᾿ αὐτό τό δρομάκι καί ἀκούγονταν μόνο τά κουρασμένα βήματα τῶν ὅσων τήν ἀκολουθοῦσαν, μ᾿ ἕναν ἦχο παράξενο, ποὺ ἔμοιαζε σά νά μάζευες βιαστικά τσαλακωμένα χαρτιά. Τίποτες ἄλλο. Γι᾿ αὐτό κι ὅταν πήγαινα στήν ἐκκλησιά πρόσεχα ὅταν περνοῦσα αὐτό τό κομμάτι δρόμου νά τό περπατῶ ὅσο γίνεται πιό σιγά, γιατί νόμιζα ὅτι τάραζα τή σιωπή τῶν κεκοιμημένων. Μιά σιωπή πού τή θυμᾶμαι νά θρυμματίζεται μέ ἀβάσταχτο θρῆνο τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1964, ὄταν μετά τόν καταστροφικό σεισμό τῆς προηγούμενης μέρας, πού ράγισε ἐπικίνδυνα τήν ἐκκλησία, ἀποφάσισαν οἱ ἐπίτροποι, ὁ παπᾶς κι ὁ Πρόεδρος νά χρησιμοποιηθεῖ τό Δημοτικό Σχολεῖο γιά πρόχειρος λατρευτικός χῶρος, ὥστε νά κάμουν Ἐπιτάφιο καί Πάσχα οἱ Κληματιανοί.
Ἤταν ἐκεῖ κοντά στό μεσημέρι, θυμᾶμαι, ὅταν ἐτοιμάστηκε νά ξεκινήσει ἀπό τήν πληγωμένη ἐκκλησιά ἐκείνη ἡ βουβή καί συγκινητική λιτανεία. Μιά λιτανεία ἀποχαιρετισμοῦ, ἕνα ἰδιότυπο ξερίζωμα ἀπό τόν ἐνοριακό ἐκεῖνο χῶρο, ὅπου οἱ πίκρες ἀντάμωναν μέ τίς χαρές, οἱ γιορτές μέ τίς καθημερινές, ἡ ἴδια ἠ ζωή νοστίμιζε, καθώς ἡ κάθε ἐποχή μέ τή γιορτή, τό πανηγύρι της, ἄνοιγε δρόμους στήν αίσιοδοξία, στό ἀγαντάρισμα, ὥστε νά ξεπεραστοῦν τά μύρια δεινά.
Ξεκίνησαν λοιπόν ἀπό τήν ἐκκλησιά ὁ παπᾶς μέ τό Εὐαγγέλιο στά χέρια καί τό Δισκοπότηρο, οἱ ἐπίτροποι μέ τήν εἰκόνα βιβλία κι ἄλλα πράγματα, πού τά κρατοῦσαν μέ προσοχή.
Ἔξω, ἕνας ἥλιος ἀνοιξιάτικος φώτιζε τό πληγωμένο Κάτω Χωριό, ὅπως καί τό Ἐπάνω. Ἄλλοτε οἱ μέρες αὐτές εἶχαν μιά ζωντάνια, μιά αἰσιοδοξία καί ἕνα χαμόγελο, καθώς τά σπίτια συγυρίζονταν γιά τό Πάσχα, ἀσβεστώνονταν τά πεζούλια καί οἱ τοῖχοι, ἀκόμα κι οἰ γλάστρες μέ τίς γαρυφαλιές, τίς ματζουράνες, τίς τριανταφυλλιές, τίς μαργαρίτες...
Ἡ θλίψη ὄλων μας κορυφώθηκε καθώς περνούσαμε ἀπό τό δρόμο πού εἶναι πάνω ἀπό τό Κοιμητήριο, τό ὁποῖο βρίσκεται μέχρι σήμερα σχεδόν δίπλα ἀπό τήν ἐκκλησιά. Γιατί φάνηκε τότε, πώς ἀκούστηκε ὁ ἄλλος ὁ βουβός ὁ θρῆνος, τῶν κεκοιμημένων ὁ θρῆνος, πού ἀναπαύονταν στά στολισμένα μέ ἀνοιξιάτικες μαργαρίτες καί παπαροῦνες μνημεῖα τους. Μᾶς φάνηκε δὲ, πώς ἀναθάρρεψαν μέσ' ἀπό τή γῆ πού ἀναπαύονταν, γιατί αἰστάνθηκαν τή μ ο ν α ξ ι ά ν' ἁπλώνεται, ὅπως ἡ ἐπιδημία, στό Κάτω Χωριό. Κι αὐτό, ἐπειδή γνώρισαν ὅλ᾿ αὐτά τά χρόνια τήν ἀνθρώπινη παρουσία, καθώς τίς Κυριακές, τίς γιορτές, ἀλλά περισσότερο, τή Μεγαλοβδομάδα, εἶχαν συχνές ἐπισκέψεις συγγενῶν, φίλων, γνωστῶν. Τώρα ὄλα ἐρήμωναν...
Ἀνεβαίναμε τό καλτερίμι ἀπό τό Ρέμα πρός τήν πλατεία τοῦ χωριοῦ σιωπηλοί, συγκινημένοι καί μέ τή θλίψη ν᾿ ἀνεβαίνει, ὅπως ὁ ἱδρῶτας στό μέτωπο. Ὅμως ὅλη τήν ἀτμόσφαιρα τή φόρτιζε πιό πολύ ἡ παρουσία τῶν Κληματιανῶν, πού ἄφωνοι καί βουρκωμένοι στέκονταν στή ἄκρη τοῦ δρόμου καί σταυροκοπιοῦνταν, καθώς ἔβλεπαν νά περνάει αὐτή ἡ λιτανεία, ἀλλά καί κι ἀναλογίζονταν, πώς ἀπό ἐφέτος καί στό ἑξῆς δέν θά ξαναβγεῖ Ἐπιτάφιος ἀπό τή θύρα τῆς παλιᾶς τους Ἐκκλησιᾶς, μήτε στό μικρό προαύλιο θ᾿ ἀκουστεῖ τὀ Χριστός Ἀνέστη...
Ἀρχικά ἔπρεπε νά κατεβοῦμε τό πέτρινο τό καλτερίμι πού ὁδηγεῖ στό Ρέμα κι ὕστερα, ἀφοῦ περπατήσουμε τό λιγοστό τό ἴσωμα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνεβοῦμε τό ἄλλο τό καλτερίμι πού ὁδηγοῦσε στό Κάτω Χωριό -ἀλήθεια, γιατί τό ὀνόμασαν ἔτσι, ἀφοῦ ἤταν χτισμένο στήν ἴδια εὐθεῖα μέ τό Ἐπάνω Χωριό;- ὅπου ἦταν ἡ παλιά μας ἡ ἐκκλησιά.
Ἡ διαδρομή αὐτή διαρκοῦσε γύρω στά δεκαπέντε λεπτά, ἴσως καί λιγότερο γιά μᾶς τά παιδιά, ἤ καί περισσότερο ὅταν συνέβαινε κάποιο γεγονός στό χωριό, ὅπως κηδεία, γάμος ἤ βάπτιση.
Ὅμως ποιό ἦταν τό βασικό χαρακτηριστικό ὅλης αὐτῆς τῆς πρός Ἐκκλησιασμόν, κατά τόν μακαριστό Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη διαδρομῆς, ἡ ὁποία ἐξάπαντος εἶχε καί τή σημειολογία της;
Ἀρχικά, ὅπως ἀνάφερα, ἔπρεπε νά κατεβεῖς πρός τό Ρέμα παρατηρώντας τά σπίτια ν᾿ ἀραιώνουν, ὅσο πλησίαζες πιό σιμά στή ρεματιά, ὅπου ὑπὴρχαν οἱ καλλιάγριες (τά ἐλαιοτριβεῖα) τῶν Κληματιανῶν, ἀλλά καί ἡ παλιά βρύση πού τή χρησιμοποιοῦσαν γιά τό πλύσιμο τῶν ρούχων. Στή περιοχή αὐτή μάλιστα ὑπῆρχαν καί τά μποστανάκια, γιατί τό νερό ἦταν ἄφθονο καί τό ἔδαφος κατάλληλο γιά τέτοιου εἴδους καλλιέργειες.
Στή μνήμη ἀπομένει ἐκεῖνο τό σμίξιμο ἀπό διάφορες μυρωδιές, πού εἰσέρχονταν μέσα μου, ὅταν βάδιζα τά λίγα μέτρα τοῦ μονοπατιοῦ, μέχρι νά φτάσω στό καλτερίμι πού ἀνέβαινε γιά τήν ἐκκλησιά.
Πρώτη καί βασική ἦταν ἡ μοσχοβολιά τοῦ νοτισμένου χώματος ἀναμιγμένη μέ διάφορες ἄλλες μυρωδιὲς - ἀνάλογα μέ τήν ἐποχή. Ἔτσι, ἀπό τό φθινόπωρο μέχρι τό τέλος τοῦ χειμώνα μοσχομύριζε φρέσκο λάδι, καψαλισμένο ψωμί, πορτοκάλι καί καμμένο ξύλο. Τἠν ἄνοιξη πάλι οἱ εὐωδίες ἀπό τούς πορτοκαλανθούς καί τά μαγιάτικα τά τριαντάφυλλα, ἦταν μιά εὐλογημένη παρένθεση μέσα στό κλῖμα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἐνῶ τό καλοκαίρι μοσχομύριζε τό ξερό χορτάρι καί τό λιασμένο ἤ τὸ ψημένο δαμάσκηνο. Ἀπό τή ρεματιά δέ ἀνέβαινε τό χειμῶνα, ἀλλά καί τά θερινά τά πρωϊνά, ἡ πάχνη, λές κι ἦταν ἡ ἀνάσα τῆς γῆς....
Πολλές φορές, ὅταν σκεφτῶ αὐτό τό κατηφόρισμα πρός Ρέμα, νοιώθω πώς αὐτή ἡ κατάβαση ἦταν παράλληλα καί μιά μαθητεία, μιά σπουδή πάνω σέ ἕνα περίεργο μήνυμα. Ἔνοιωθα, δηλαδή, ἐκεῖ, καθώς μοσχομύριζε ἔντονα τό νοτισμένο χῶμα, τή φθαρτότητα καί τό πεπερασμένο τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί βιοτῆς. Γιατί σκεφτόμουν πάντα ἐκεῖνον τόν πρῶτο λόγο πού ἄκουσα τήν ὥρα πού ἔθαβαν τή "μανού μου", τήν προγιαγιά καθὼς λέγεται στὰ μέρη μας. "Ἡ μανού πάει στά χουματάκια" μέ πληροφόρησαν. Κι ἐγώ, σχεδόν νήπιο, 4-5 χρονῶν, θυμᾶμαι αὐτή τή φράση-βίωμα, ποὺ ἀσυνείδητα τήν ταύτισα μέ τό Ρέμα: ἴσως γιατί ἐκεῖ καθόταν ἡ μανού, ἐκεῖ τελειώθηκε...
Ὅμως στό Ρέμα ζοῦσα κάθε φθινόπωρο καί κατι ἄλλο. Ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἦχος ὁ περίεργος, πού θρυμμάτιζε τήν πρωϊνή σιωπή, τῶν χλωμῶν πεσμένων φύλλων τῆς μεγάλης τῆς μουριᾶς, τά ὁποῖα πατοῦσα περνώντας τό στενό τό δρομάκι μέχρι νά φτάσω στήν ἀνηφοριά. Νόμιζα τότε πώς πατοῦσα πάνω σέ σπαρμένα ξερὰ ὀστᾶ, τέτοιος ἦταν ὁ ἦχος πού ἄφηναν τά ξερά τά φύλλα... Καί συνέχιζα τό δρόμο μου μ᾿ ἀνατριχίλα καί δέος.
Ἡ ἀνηφοριά μέ τό λιτό μά καλοδουλεμένο πέτρινο καλτερίμι ἦταν μιά ἀποκάλυψη. Ἀνεβαίνοντας, λοιπόν, ἔβλεπα σιγά-σιγά νά ἀνοίγεται μπροστά μου τό θέαμα πού πραγματικά ἦταν τόσο μαγευτικό! Γιατί ἀπό τή μιά ἄρχισε νά φαίνεται τό Πάνω Χωριό· κι ὅσο σίμωνα στήν ἐκκλησία, ὅλο τό τοπίο ἀναδύονταν μέσ᾿ ἀπό τήν πρωϊνή τή δροσιά ντυμένο, ἀνάλογα τόν καιρό, τίς πρῶτες ἠλιαχτίδες ἤ τό γκρίζο καφτάνι. Παράλληλα φαίνονταν καί τά πρῶτα σπίτια τοῦ Κάτω Χωριοῦ...
Μέ τό τέλος τῆς ἀνηφοριᾶς ἄρχιζε ἔνα στενό δρομάκι, πού ὁδηγοῦσε στήν πλατεία τῆς ἐκκλησίας καί περνοῦσε πάνω ἀπό τό Κοιμητήριο. Αὐτό τό κομμάτι χωματόδρομου -εἶναι δέκα-δώδεκα μέτρα ὅλο κι ὅλο- ἔχει ἕνα περίεργο στρωσίδι ἀπό χαλίκι πολύ ψιλό, ἀλλά φυσικό. Ὅταν τό περπατᾶς, λοιπὸν, ἀφήνει ἕνα περίεργο ἦχο, ἦχο κοφτό, ξερακιανό, πού ἀνεβαίνει μέσα σου ὅπως ὅταν περπατᾶς στήν θαλασσινή τή χοντρή τήν ἄμμο. Ἴσως σ᾿ αὐτό νά συνέτεινε καί τό τοιχίο πού ἔχει κτιστεῖ, ὤστε νά ξεχωρίζει τό Κοιμητήριο.
Στή μνήμη ἔχουν ἀπομείνει κάποιες παλιὲς στιγμές, ὅταν περνοῦσε ἠ κηδεία ἀπ᾿ αὐτό τό δρομάκι καί ἀκούγονταν μόνο τά κουρασμένα βήματα τῶν ὅσων τήν ἀκολουθοῦσαν, μ᾿ ἕναν ἦχο παράξενο, ποὺ ἔμοιαζε σά νά μάζευες βιαστικά τσαλακωμένα χαρτιά. Τίποτες ἄλλο. Γι᾿ αὐτό κι ὅταν πήγαινα στήν ἐκκλησιά πρόσεχα ὅταν περνοῦσα αὐτό τό κομμάτι δρόμου νά τό περπατῶ ὅσο γίνεται πιό σιγά, γιατί νόμιζα ὅτι τάραζα τή σιωπή τῶν κεκοιμημένων. Μιά σιωπή πού τή θυμᾶμαι νά θρυμματίζεται μέ ἀβάσταχτο θρῆνο τή Μεγάλη Πέμπτη τοῦ 1964, ὄταν μετά τόν καταστροφικό σεισμό τῆς προηγούμενης μέρας, πού ράγισε ἐπικίνδυνα τήν ἐκκλησία, ἀποφάσισαν οἱ ἐπίτροποι, ὁ παπᾶς κι ὁ Πρόεδρος νά χρησιμοποιηθεῖ τό Δημοτικό Σχολεῖο γιά πρόχειρος λατρευτικός χῶρος, ὥστε νά κάμουν Ἐπιτάφιο καί Πάσχα οἱ Κληματιανοί.
Ἤταν ἐκεῖ κοντά στό μεσημέρι, θυμᾶμαι, ὅταν ἐτοιμάστηκε νά ξεκινήσει ἀπό τήν πληγωμένη ἐκκλησιά ἐκείνη ἡ βουβή καί συγκινητική λιτανεία. Μιά λιτανεία ἀποχαιρετισμοῦ, ἕνα ἰδιότυπο ξερίζωμα ἀπό τόν ἐνοριακό ἐκεῖνο χῶρο, ὅπου οἱ πίκρες ἀντάμωναν μέ τίς χαρές, οἱ γιορτές μέ τίς καθημερινές, ἡ ἴδια ἠ ζωή νοστίμιζε, καθώς ἡ κάθε ἐποχή μέ τή γιορτή, τό πανηγύρι της, ἄνοιγε δρόμους στήν αίσιοδοξία, στό ἀγαντάρισμα, ὥστε νά ξεπεραστοῦν τά μύρια δεινά.
Ξεκίνησαν λοιπόν ἀπό τήν ἐκκλησιά ὁ παπᾶς μέ τό Εὐαγγέλιο στά χέρια καί τό Δισκοπότηρο, οἱ ἐπίτροποι μέ τήν εἰκόνα βιβλία κι ἄλλα πράγματα, πού τά κρατοῦσαν μέ προσοχή.
Ἔξω, ἕνας ἥλιος ἀνοιξιάτικος φώτιζε τό πληγωμένο Κάτω Χωριό, ὅπως καί τό Ἐπάνω. Ἄλλοτε οἱ μέρες αὐτές εἶχαν μιά ζωντάνια, μιά αἰσιοδοξία καί ἕνα χαμόγελο, καθώς τά σπίτια συγυρίζονταν γιά τό Πάσχα, ἀσβεστώνονταν τά πεζούλια καί οἱ τοῖχοι, ἀκόμα κι οἰ γλάστρες μέ τίς γαρυφαλιές, τίς ματζουράνες, τίς τριανταφυλλιές, τίς μαργαρίτες...
Ἡ θλίψη ὄλων μας κορυφώθηκε καθώς περνούσαμε ἀπό τό δρόμο πού εἶναι πάνω ἀπό τό Κοιμητήριο, τό ὁποῖο βρίσκεται μέχρι σήμερα σχεδόν δίπλα ἀπό τήν ἐκκλησιά. Γιατί φάνηκε τότε, πώς ἀκούστηκε ὁ ἄλλος ὁ βουβός ὁ θρῆνος, τῶν κεκοιμημένων ὁ θρῆνος, πού ἀναπαύονταν στά στολισμένα μέ ἀνοιξιάτικες μαργαρίτες καί παπαροῦνες μνημεῖα τους. Μᾶς φάνηκε δὲ, πώς ἀναθάρρεψαν μέσ' ἀπό τή γῆ πού ἀναπαύονταν, γιατί αἰστάνθηκαν τή μ ο ν α ξ ι ά ν' ἁπλώνεται, ὅπως ἡ ἐπιδημία, στό Κάτω Χωριό. Κι αὐτό, ἐπειδή γνώρισαν ὅλ᾿ αὐτά τά χρόνια τήν ἀνθρώπινη παρουσία, καθώς τίς Κυριακές, τίς γιορτές, ἀλλά περισσότερο, τή Μεγαλοβδομάδα, εἶχαν συχνές ἐπισκέψεις συγγενῶν, φίλων, γνωστῶν. Τώρα ὄλα ἐρήμωναν...
Ἀνεβαίναμε τό καλτερίμι ἀπό τό Ρέμα πρός τήν πλατεία τοῦ χωριοῦ σιωπηλοί, συγκινημένοι καί μέ τή θλίψη ν᾿ ἀνεβαίνει, ὅπως ὁ ἱδρῶτας στό μέτωπο. Ὅμως ὅλη τήν ἀτμόσφαιρα τή φόρτιζε πιό πολύ ἡ παρουσία τῶν Κληματιανῶν, πού ἄφωνοι καί βουρκωμένοι στέκονταν στή ἄκρη τοῦ δρόμου καί σταυροκοπιοῦνταν, καθώς ἔβλεπαν νά περνάει αὐτή ἡ λιτανεία, ἀλλά καί κι ἀναλογίζονταν, πώς ἀπό ἐφέτος καί στό ἑξῆς δέν θά ξαναβγεῖ Ἐπιτάφιος ἀπό τή θύρα τῆς παλιᾶς τους Ἐκκλησιᾶς, μήτε στό μικρό προαύλιο θ᾿ ἀκουστεῖ τὀ Χριστός Ἀνέστη...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment