Monday 18 July 2011

Ἡ πλατεία καὶ οἱ ἄνθρωποι, κάποτε...

Στὸν Π.Β. Πάσχο, τὸν ἔντιμο Δάσκαλο καὶ φίλο

Γυρεύεις ἀκόμα τὸ δρόμο ποὺ ἀνέβαινε σιωπηλὸς στὴν πλατεία. Τὴν εὐρύχωρη, πλακοστρωμένη καὶ ἀρχοντικὴ πλατεία, ποὺ τὴν ἔδεναν δέντρα, ἄνθρωποι καὶ σπίτια, λὲς κι ἥθελαν ὅλοι αὐτοὶ νὰ τὴν κρατήσουν ζωντανὴ, δικιά τους ἐντελῶς, κάτι σὰν προέκταση τῆς ζωῆς τους, νὰ ποῦμε, καὶ τῆς κατοικίας τους.

Κι ἐκεῖ σιμὰ τὸ μικρὸ τὸ πάρκο, μὲ τὶς μουριὲς νὰ σκιάζουν τὶς κούνιες τῶν παιδιῶν καὶ τὶς τραμπάλες- βλέπεις, εἶχε πιὰ ξημερώσει καλοκαίρι. Καλοκαίρι, λoιπόν, κι ἡ πλατεία χωνεμένη μέσα τὸ θερινὸ τὸ φῶς, ἄνθιζε ζωή μιὰ καὶ κάθονταν στὰ ξύλινα τὰ παγκάκια, τὰ γδαρμένα ἀπ᾿ τὸν ἥλιο καὶ τὴ βροχὴ, ὅλοι σχεδὸν οἱ γείτονες καὶ οἱ φίλοι, νὰ ποῦν δυὸ λόγια, νὰ ρεμβάσουν, νὰ πιοῦν τὴ λεμονάδα ἤ τὸν καφὲ ἀπ᾿ τ᾿ ἀπέναντι καφενεῖο, νὰ χαροῦν τὴν πλατεία τους. Νὰ τὴ χαροῦν, τώρα ποὺ καλοκαίριασε, ἰδίως τ᾿ ἀπόβραδα, ἐκεῖνα τὰ δροσερὰ καὶ τρυφερὰ ἀπόβραδα, ὄταν μάλιστα ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνει σιωπηλὸ τὸ φεγγάρι καὶ ν᾿ ἀνταγωνίζεται τὰ ἡλεκτρικὰ τὰ φῶτα ποὺ κύκλωναν τὸν τόπο.

Μόνο ποὺ αὐτὲς οἱ στιγμὲς ἔρχεται καιρὸς νὰ παλιώσουν, ὅπως παλιώνουν τὰ ροῦχα, τὰ ἔπιπλα, τὰ βιβλία, ἀκόμα κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οί ἄνθρωποι. Ἔτσι βεβαιώνεται τὸ κάθε τέλος, συντάσσεται ἡ ληξιαρχικὴ, ἄς ποῦμε, πράξη θανάτου τῆς κάθε, δίχως ἐπιστροφή, ὀμορφιᾶς καὶ ἀνθρώπινης κοινωνίας, ποὺ δὲν τὸ ἐπιδιώκουν οἱ ἴδιοι οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ ἥσυχοι ἄνθρωποι τοῦ μόχθου καὶ τῆς καθημερινότητας: κάποιοι ἄλλοι τὸ ἐπιβάλλουν καὶ μάλιστα μὲ βάναυσο, διακατοχικὸ τρόπο, λὲς κι εἶναι δικό τους χωράφι αὐτὸ ποὺ ἔχουν κατὰ νοῦ νὰ ἀλώσουν, νὰ χαντακώσουν, νὰ τοῦ ἀφανίσουν τὸ ἀνθρώπινο περίγραμμα, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ τὰ κρατάει σὲ ἀρμονία καὶ φιλοτιμία μὲ τὸν πολίτη / κάτοικο αὐτῆς τῆς κοινότητας τῶν ἀνθρώπων. Γιατὶ κάποια μέρα, ὄταν ὅλοι ἐκεῖ ζοῦσαν μὲ τοὺς νόμους τῆς καθημερινότητας ἐκείνης τῆς κοινωνίας, ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται οἱ μηχανές, αὐτοὶ οἱ ψυχροὶ δεῖχτες τῆς κατάλυσης κάθε προοπτικῆς γιὰ εἰρηνικὴ συνύπαρξη. Οἱ μηχανὲς ποὺ μαρσάρανε ξερνώντας χνῶτο θανάτου καὶ ἄγριες οἰμωγὲς θρασύτητας. Καὶ πάνω τους νέα παιδιὰ δίχως ὄραμα, δίχως καλωσύνη, μονάχα μὲ ψεύτικο ἐνθουσιασμὸ καὶ μιὰ μαγκιὰ ποὺ τὴ χόρταιναν τόσο! Γιατὶ προκαλοῦσαν μὲ τὸ θόρυβο ποὺ κάνανε, γιατὶ γίνονταν μέρα τὴ μέρα οἱ «οἰκιστὲς» ἑνὸς χώρου ποὺ ἀνήκει σὲ ὅλους, ἀρκεῖ μονάχα νὰ μὴν ἀνακατώνεται ἡ ἐλευθερία μὲ τὴν ἀσυδοσία. Τὴν ἀσυδοσία ποὺ ἔδειχναν αὐτὰ τὰ παιδιά. Δυστυχῶς...

Μέχρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀγανάκτησαν, χάθηκε σιγὰ-σιγὰ ἡ εὐλογία τῆς συνάντησης στὴν πλατεία, πέτρωσε ἡ ἀναμονὴ τοῦ καφὲ ἤ τῆς λεμονάδας στοὺς ἠλικιωμένους, ποὺ παραμυθητικὰ τὰ ἀνάμεναν, κι ὕστερα βυθίστηκαν ὅλα μέσα σὲ μιὰ θάλασσα. Τρικυμισμένη θάλασσα, δίχως λιμάνι γι᾿ ἀπάγκιασμα, δίχως ἐλπίδα γι᾿ ἀγκυροβόλημα. Κι ἡ πλατεία ἀλώθηκε....

Τὰ μικρὰ παιδιὰ κλείστηκαν ἀκόμα περισσότερο στὶς κούνιες τους, ὁ φωτισμένος δρόμος παραγέμισε ἀνησυχία καὶ ἡ φωτεινὴ μορφὴ τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ ἐπισκέπτονταν κι αὐτὰ τὰ κονάκια, ἐξορίστηκε στὸ παραμύθι ἤ στὴ βιαστικὴ διήγηση τοῦ κάθε κουρασμένου κι ἀποκαμωμένου γονιοῦ. Μόνο ἠ πλατεία ἀπομένει...

Κι ὄταν βρέχει κι ἡσυχάζει ὁ τόπος, στέκει κι ἀναπολεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς νοσταλγοὺς αὐτῆς τῆς γειτονιᾶς, αὐτῆς τῆς κοινότητας ἀνθρώπων, μέρες ἀρχαῖες μὲ ἱστορία, γνήσια ἀνθρώπινη παρουσία καὶ ἀκόμη γνησιότερη ἑλληνικότητα...

π. Κων. Ν. Καλλιανός

No comments:

Post a Comment