Monday 25 July 2011

Τῆς ξενιτιᾶς οἱ μνῆμες κι οἱ καημοί

(Βιώματα προσωπικά κοιταγμένα μέ ποιμαντική προοπτική)

Γεννήθηκα καί μεγάλωσα σ᾿ ἔνα μικρό νησιωτικό χωριό, πού βρίσκεται ἀρκετά μακριά ἀπό τή θάλασσα. Οἱ λιγοστοί κάτοικοί του ἦταν κυρίως ἀγρότες καί ἐλάχιστοι ἀπ᾿ αὐτούς ναυτικοί.

Ἐπειδή ἡ φτώχεια καί ἡ ἀνέχεια ἦταν μεγάλη καί μέ δυσκολία ζοῦσαν τότε οἱ ἄνθρωποι, γι᾿ αὐτό σιγά-σιγά οἱ ἄντρες ἄρχισαν νά ἐγκαταλείπουν τό χωριό καί νά ξενιτεύονται, πηγαίνοντας οἱ περισσότεροι στήν Ἀμερική, κάποιοι στήν Αὐστραλία καί ἀρκετοί νά ἐργάζονται στά ποντοπόρα πλοῖα.

Ἔτσι τά πράγματα στό χωριό ἄρχισαν σιγά-σιγά νά διαμορφώνονται σύμφωνα μέ τίς νέες συνθῆκες πού ἐπέβαλλε ἡ ἀπουσία τῶν ἀντρῶν. Οἰ γυναῖκες λοιπόν ἀνέλαβαν τή φροντίδα τοῦ σπιτιοῦ καί τήν καλλιέργεια τῶν κτημάτων, ἀλλά καί τό μεγάλωμα τῶν παιδιῶν. Εἶναι δέ βέβαιο, πώς πολλές ἀπ᾿ αὐτές στάθηκαν, σέ χρόνια δύσκολα, ὅρθιες στίς ἐπάλξεις τοῦ καθήκοντος καί μέ ἰδιαίτερη προσοχή, γιατί στίς μικρές τίς κοινωνίες, ἰδιαίτερα στίς κοινωνίες τῶν ἀρχῶν τοῦ 20ου αἰώνα, μέχρι καί τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ἦταν φοβερά ἐπώδυνο νά εἶναι μιά νέα γυναῖκα μόνη. Γι᾿ αὐτό στίς περιπτώσεις αὐτές, μεγάλο στήριγμα σ᾿ ἐκεῖνες τίς γυναῖκες τῶν ξενιτεμένων στάθηκαν οἱ γονεῖς τους, οἱ ὁποῖοι ὡστόσο ὕψωναν γύρω τους κάποια τείχη, γιατί πάντοτε ὑπῆρχε τό ἐνδεχόμενο νά σταλοῦν στόν μετανάστη σύζυγο πληροφορίες ὄχι καί τόσο εὐχάριστες. Ἔτσι, ποτέ δέν πήγαιναν σέ κοινωνικές ἐκδηλώσεις, γάμους, βαφτίσεις, ἀρραβῶνες, γιορτές, μόνες τους, ἀλλά συνοδευμένες καί γιά ἐλάχιστο χρονικό διάστημα, μέ τή δέουσα προσοχή καί συστολή, γιατί οἱ κακές οἱ γλῶσσες ἄλλο πού δέ περίμεναν.

Οἱ γυναῖκες αὐτές λοιπόν ἔβγαιναν ἀπό τήν ἀπομόνωσή τους, ὅταν στά πέντε, στά ἐφτά χρόνια ἐρχότανε ὁ ἄντρας τους ἀπό τά ξένα, ὁπότε εἴχανε τή δυνατότητα νά πᾶνε σέ κάποιες ἐκδηλώσεις, πάντα ὅμως μέ τήν ίδια συστολή καί προσοχή, γιατί τυχόν ἀλλαγή τῆς συμπεριφορᾶς τους μποροῦσε νά ἐκληφθεῖ ὡς ἔκφραση τοῦ μή σεβασμοῦ στό πρόσωπο τοῦ ξενιτεμένου, μέ ὅλα τά ἑπόμενα...

Γι᾿ αὐτό κάθε ἀναχώρηση ἀπό τή μικρή τήν κοινωνία τοῦ χωριοῦ γιά τήν ξενιτιά ἦταν συνοδευμένη μέ τήν κατήφεια, τή θλίψη, τόν πόνο καί τά δάκρυα. Ἐπειδή κάθε ἀναχώρηση ἦταν μιά ἀπουσία, πού στήν πιό τραγική της διάσταση θύμιζε κάτι ἀπό τό θάνατο. Γιατί μέσα στό περιβάλλον πού ζοῦσε ὁ μέλλων μετανάστης ὅλα πιά ἄλλαζαν, ἐνῶ κανείς δέ γνώριζε, ἄν τό ἴδιο αὐτό πρόσωπο θά μποροῦσε νά προσαρμοστεῖ στά νέα δεδομένα, ἤ θά χαθεῖ μέσα στή βαθειά χοάνη τῆς πικρῆς τῆς ξενιτιᾶς, πού θυμίζει τόν βύθιο δράκοντα τῶν μεταβυζαντινῶν τοιχογραφιῶν. Κι ἐδῶ θυμᾶμαι, πώς ἀρκετά πρόσωπα ἄφησαν τή στερνή τους πνοή στή ξένη γῆς καί τό μόνο πού ἔφτασε στούς οἰκείους του ἦταν τό θλιβερό μαντάτο, κάποια ροῦχα του κι ἴσως κάποιες στερνές φωτογραφίες ἀπό τή νεκρώσιμη τελετή. Προσωπικά ἔζησα στό Λουτράκι, τό ἐπίνειο τῶν χωριῶν Γλῶσσα καί Κλῆμα, ἀρκετούς ἀποχωρισμούς δικῶν μου προσώπων, σέ χρόνια πολύ δύσκολα, γιατί οἱ συγκοινωνίες ἦταν ἀραιές καί ἡ ἀπουσία ἄλλου μέσου, ἐκτός ἀπό τήν ἀλληλογραφία, γιά νά λάβουν εἰδήσεις τοῦ ξενιτεμένου, δέν ὑπῆρχε. Κι αὐτή ἐρχόταν ἀραιά καί ποῦ. Γι᾿ αὐτό κι ἀπόμεινε ἡ εὐχή "καλές εἰδήσεις" τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα μέσα στίς μικρές συνάξεις τῶν γυναικῶν τῆς γειτονιᾶς. Κι ἄς μήν ἔφταναν, κάποτε, ποτέ αὐτές οἱ καλές εἰδήσεις...

Πάντως μέ τή φυγή τῶν ὄσων ἐπρόκειτο νά ξενιτευτοῦν ἔχουν μείνει δεμένα ἀρρηκτα στήν ψυχή κάποια ἀπό τά τραγούδια τῆς ἐποχῆς, ὅπως ἐκεῖνο τό πολύ συγκινητικό "Πέλαγο θά σκίσω μακρυνό / θάλασσα θά βλέπω κι οὐρανό / ...πάντα ὁ νοῦς μου θἄναι στό νησί", ἤ τό "Θά φύγω μανούλα μήν κλάψεις γιά μένα...", "Μή μέ στέλνεις μάνα στήν Ἀμερική / γιατί θά μαραζώσω καί θά πεθάνω ἐκεῖ", "Τό πλοῖο θά σαλπάρει γιά λιμάνια ξένα / μαζί του θά σέ πάρει ἀγάπη μου καί σένα, μακριά ἀπό μένα..." κ.ἄ. Τραγούδια πού οἱ λέξεις τους δέν εἶναι ἁπλῶς κάποιοι στίχοι πού εἰπώθηκαν γιά νά "γυρίσουν" τό δίσκο, ἀλλά γίνανε βιώματα, μαρτυρίες ἀδιάψευστες στεναγμῶν ἀλαλήτων, ἐκφράσεις τῶν βαθύτερων καϋμῶν τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων. Ὅσοι δέ ἔχουμε γευτεῖ αὐτό τό μαρτύριο τῆς ξενιτιᾶς, γνωρίζουμε πόσο εὐεργετικό ἦταν νά ξεσπάει ἡ κάθε μάνα, ἡ κάθε γυναῖκα, ἡ κάθε ἀδελφή, τήν ἀναμονή καί τήν ἀγωνία της σέ δυό περιστάσεις: στό ἄναμμα τῶν καντηλιῶν τῶν μακρινῶν ἐξωκκλησιῶν καί στό τραγούδι τήν ὥρα πού κένταγε...

Ὅμως, ὅπως ἡ κάθε ἀναχώρηση εἶχε τή σκληρή καί φαρμακωμένη πλευρά της, πού ἦταν ἡ μιά ὅψη τοῦ νομίσματος τῆς ζωῆς, ὁ ἐρχομός τοῦ κάθε ξενιτεμένου ἔφερνε στόν τόπο μιά νέα πνοή χαρᾶς, χωρίς ὡστόσο νά μήν παρατηρεῖται καί μιά ἀλλαγή νοοτροπίας καί συμπεριφορῶν. Γιατί ὁ μετανάστης ἔχοντας σωρεύσει μέσα του μεγάλη πίκρα καί ὑπομονή προσπαθοῦσε νά ξεφύγει λίγο ἀπό κείνη τή μιζέρια, στήν ὁποία θά ἐπέστρεφε συχνά κάνοντας ἐπίδειξη, δικαιολογημένη ἐπίδειξη, γιατί ἤθελε, ἔστω καί στόν τόπο του, νά διακριθεῖ, ἀφοῦ στήν ξενιτιά ἦταν τελείως ἄγνωστος. Ἔτσι ἔβλεπες νά ἐμφανίζεται στήν ἐκκλησία καί στό καφενεῖο μέ τά καλά του τά ροῦχα, νά ρίχνει στό δίσκο δολλάριο ἤ νά κερνάει τούς συγχωριανούς του πληρώνοντας πάντα σέ δολλάρια. Παράλληλα πρόσφερε ἀκριβὰ ἀμερικάνικα τσιγάρα, τά ὁποῖα ἄναβε μέ καλόν ἀναπτήρα κι όχι μέ τό «τσκμάκ’» καί γενικά συμπεριφερόταν ὡς τὸ πρόσωπο ποὺ ὅλοι τὸ θεωροῦν ἐπιτυχημένο, ξεχωριστό. Κι ἄς κρύβονταν πίσω ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ πολλὰ δάκρυα, σκληρὴ καὶ ἀπρόσωπη μοναξιὰ καὶ ὀδύνη, ἐξαντλητικὲς ὧρες δουλειᾶς -φαρμακωμένες ὦρες, μέρες, μῆνες χρόνια...

Σήμερα τὰ πράγματα ἔχουν διαφοροποιηθεῖ, καθὼς ἄλλαξαν πολλά. Οἱ μετανάστες, ποὺ εἶναι ἐλάχιστοι δὲν διαφέρουν σὲ πολλὰ ἀπό τοὺς θερινοὺς ἐπισκέπτες, τοὺς τουρίστες, ποὺ κάθε χρόνο ἤ σχεδὸν κάθε χρόνο, ἐπισκέπτονται τὸ νησί. Μόνο οἱ μνῆμες ἀπομένουν μαζὶ μὲ κάποια παλιὰ φθαρμένα ροῦχα καὶ καπέλα, ἀλλὰ καὶ ρολόγια ἤ κοσμήματα, γιὰ νὰ θυμίζουν. Μόνο νὰ θυμίζουν.

π. Κων. Ν. Καλλιανός

No comments:

Post a Comment