Monday 12 September 2011

Φθινοπωρινό Κυριακάτικο δειλινό

«Τό χρῶμα στάζει θλίψη...», Π.Β.Πάσχος*

῾Η μεγάλη αἲθουσα τοῦ νοσοκομειακοῦ ἐστιατορίου σήμερα, Κυριακή, εἶναι σχεδόν ἂδεια. Λίγα τά πρόσωπα πού σεργιανοῦν, λίγοι οἱ ἐπισκέπτες του, ὃπως καί ἡ κίνηση σ᾿ ὁλόκληρο τό νοσοκομεῖο. Κίνηση ὑποτονική, χαλαρή, ἔτσι δηλαδή, καθώς εἶναι κι ἡ μέρα.

῾Ο καφές ἀχνίζει μπροστά σου. Κοιτάζεις πρός τά ἒξω πασχίζοντας μέ τά μάτια, νά περάσεις τόν ἀχνόφεγγο γυάλινο τοῖχο, πού χωρίζει τό μέσα ἀπό τό ἒξω.

Πρίν ἀπό λίγο ἒβρεχε. Μιά μονότονη σιωπηλή βροχή, ὃπως ἡ δακρυσμένη σου ἀγωνία. Καί τώρα, νά! Καθώς κλείνει τίς πύλες της ἡ ἡμέρα κι ἀρχίζει τό σύνορο τῆς νύχτας, νά ἓνα σπάραγμα ἀπό ἡλιόφως, χλωμό, ἂρρωστημένο, μελαγχολικό. ῝Ενα φῶς, πού θυμίζει τό βαθύ φθινόπωρο τῆς δικιᾶς σου πατρίδας, ἑνός μικροῦ, λευκοῦ νησιοῦ, πού ταξιδεύει στό Αἰγαῖο μέ ὃλους τούς καιρούς...

Τό φῶς πέφτει πάνω στά φύλλα τῶν δέντρων, στούς θάμνους, στόν χλωροτάπητα, καθώς καί στά μισοκίτρινα φύλλα τῆς λεύκας, πού μαζεύτηκαν στό πράσινο αὐτό χαλί, τό κεντημένο μέ τα πολύ ὂμορφα, πολύχρωμα λουλούδια.

Σ᾿ αὐτά, λοιπόν, τά φύλλα στάθηκε τό φῶς κι ἡ μνήμη. ῾Η μνήμη, πού γύρισε χρόνους πολλούς πρίν, ὃταν μικρό παιδί, τά φθινοπωρινά πρωϊνά τῆς Κυριακῆς, πήγαινες στήν ἐκκλησία, τοῦ παλιοῦ χωριοῦ. Καί περνώντας τήν παλιά καλιάγρια, στρίβοντας πρίν ἀπό τό ρέμα, πατοῦσες τά πεσμένα κίτρινα φύλλα τῆς μουριᾶς, τά μουσκεμένα ἀπό τήν πρωϊνή δροσιά. Κι ἀνέβαινε τότε, θυμᾶσαι, ἡ ὑγρασία ἀπό τό ρέμα, ὡσάν τό χνῶτο τῆς γῆς καί θώπευε τήν ὀσφρησή σου, ἀλλά καί τήν ψυχή σου μέ τοῦτο τό ποιητικό χάδεμα, ἐνῶ οἱ λιγοστές ἡλιαχτίδες πρόβαλαν δειλά μέσ᾿ ἀπό τίς πορτοκαλιές, τίς ἀμυγδαλιές, τίς ἐλιές.

...Πάντα στό νοῦ θά ὑπάρχει ἡ λιτή, μονότονη μουσική ἀπό τό πάτημα τῶν ξερῶν φύλλων, πού στήν πρωϊνή σιωπή τοῦ τοπίου πάσχιζαν νά δώσουν στή ψυχή τά χρήσιμα ἐκεῖνα μοτίβα μέ τά ὁποῖα θά ξόρκιζες, σέ στιγμές μοναξιᾶς, "είς τήν ξένην", τή ἀπελπισία, τό πνιχτό παράπονο, τή θλίψη.

Τά φῶτα ἂναψαν. Ἡ νύχτα ἀρχίζει τό δικό της ταξείδι. ῾Ωστόσο,τό λίγο ἐκεῖνο φῶς τό κρατᾶς ἀκόμα, μαζί μέ τό μικρό δρομάκι, τό στρωμένο μισοκίτρινα ξερά βρεγμένα φύλλα,γιατί ἐκεῖ βρίσκεις "τά χαμένα ἲχνη τοῦ ΘΕΟΥ".

Birmingham, Κυριακή 29/9/96

π. Κ.Ν. Καλλιανός

* Οἱ στίχοι προέρχονται ἀπό τήν ποιητική συλλογή τοῦ Π.Β. Πάσχου, «῍Εγκλειστος βίος»

No comments:

Post a Comment