Ήταν ακριβώς η ίδια εκείνη φωνή -λίγο βραχνή, με μια ρυτίδα θλίψης- που διασχίζοντας 40 χρόνια λήθης ήρθε και σαρκώθηκε μπροστά μου την ώρα που έχωνα βιαστικά προσωπικά μου αντικείμενα στη μέσα τσέπη της καμπαρντίνας μου:
«Χρηστάααακη!», “άκουσα” ξαφνιασμένος και σχεδόν τον «είδα» ολοζώντανο μπροστά μου.
Ήμουν δεν ήμουν 6 χρόνων την πρώτη φορά που τον αντίκρισα, καθώς έπαιζα μόνος μου γκαζάκια (γυάλινους βόλους, βέβαια, εννοώ). Τα έστηνα στη σειρά και μετά προσπαθούσα να τα «τζανίσω» (ρήμα… τοπικό νομίζω, μάλλον από τον ήχο που έβγαζαν καθώς χτυπούσαν μεταξύ τους), να τα πετύχω δηλαδή ένα-ένα με το γκαζάκι που κρατούσα, ώστε να τα πετάξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα έξω απ’ το παιχνίδι. Ήμουν ο μικρότερος στην αγοροπαρέα της γειτονιάς και έπρεπε να κάνω σκληρή προπόνηση για να με παίζουν. Λοιπόν, κύλισε ένα γκαζάκι λίγο πάρα πέρα και σχεδόν μπουσουλώντας προσπάθησα να το πιάσω, πριν φύγει για την κατηφόρα.
Το σταμάτησε μια τεράστια, μισοσκισμένη αρβύλα, ανασηκωμένη μπροστά τουλάχιστον δυο πόντους. Σήκωσα απότομα το κεφάλι και λίγο ακόμη και θα χωνόμουν τρέχοντας στην μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σπιτιού μου, δυο μέτρα παρακεί.
«Καλημέρα!» είπα τελικά, νικημένος από τη ματιά και το χαμόγελο ενός «παππού» με μακριά, γκρίζα μαλλιά και γένια, τριμμένο κασκέτο και χιλιομπαλωμένο πανωφόρι σε ξεθωριασμένο χακί χρώμα.
«Καλημέρα παλικάρι», ανταπάντησε.
«Χρηστάκη με λένε», προχώρησα αμέσως στις συστάσεις. Η κοινωνικότητα δεν μου ’λειπε, όλη μέρα στο δρόμο ήμουν, έναν ύπνο έκανα στο σπίτι.
«Μπορείς να με λες “παππού Ανέστη”».
Αυτό ήταν. Οι καρδιές μας μόλις είχαν σμίξει.
Τον έπιασα απ’ το χέρι και σχεδόν τραβώντας, τον έφτασα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας. Χίμηξα μέσα. «Μαμά, μαμά, ένας παππούς πεινάει!». Δεν είχε εκφράσει κάτι.
Από εκείνη την ημέρα ο παππούς Ανέστης άρχισε να κάνει την εμφάνισή του δυο-τρεις φορές μέσ’ τη βδομάδα, άλλοτε πρωί, άλλοτε κατά το δειλινό. Στη γειτονιά, δεν άργησαν να φτιάξουν ιστορίες για την ταυτότητά του, που οι πιο δημοφιλείς κατέληγαν σ’ αυτές τις δυο εκδοχές: πως ήταν ξεπεσμένος Ρώσος ευγενής ή Έλληνας του Πόντου.
«Χρηστάααακη!», “άκουσα” ξαφνιασμένος και σχεδόν τον «είδα» ολοζώντανο μπροστά μου.
Ήμουν δεν ήμουν 6 χρόνων την πρώτη φορά που τον αντίκρισα, καθώς έπαιζα μόνος μου γκαζάκια (γυάλινους βόλους, βέβαια, εννοώ). Τα έστηνα στη σειρά και μετά προσπαθούσα να τα «τζανίσω» (ρήμα… τοπικό νομίζω, μάλλον από τον ήχο που έβγαζαν καθώς χτυπούσαν μεταξύ τους), να τα πετύχω δηλαδή ένα-ένα με το γκαζάκι που κρατούσα, ώστε να τα πετάξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα έξω απ’ το παιχνίδι. Ήμουν ο μικρότερος στην αγοροπαρέα της γειτονιάς και έπρεπε να κάνω σκληρή προπόνηση για να με παίζουν. Λοιπόν, κύλισε ένα γκαζάκι λίγο πάρα πέρα και σχεδόν μπουσουλώντας προσπάθησα να το πιάσω, πριν φύγει για την κατηφόρα.
Το σταμάτησε μια τεράστια, μισοσκισμένη αρβύλα, ανασηκωμένη μπροστά τουλάχιστον δυο πόντους. Σήκωσα απότομα το κεφάλι και λίγο ακόμη και θα χωνόμουν τρέχοντας στην μόνιμα ανοιχτή εξώπορτα του σπιτιού μου, δυο μέτρα παρακεί.
«Καλημέρα!» είπα τελικά, νικημένος από τη ματιά και το χαμόγελο ενός «παππού» με μακριά, γκρίζα μαλλιά και γένια, τριμμένο κασκέτο και χιλιομπαλωμένο πανωφόρι σε ξεθωριασμένο χακί χρώμα.
«Καλημέρα παλικάρι», ανταπάντησε.
«Χρηστάκη με λένε», προχώρησα αμέσως στις συστάσεις. Η κοινωνικότητα δεν μου ’λειπε, όλη μέρα στο δρόμο ήμουν, έναν ύπνο έκανα στο σπίτι.
«Μπορείς να με λες “παππού Ανέστη”».
Αυτό ήταν. Οι καρδιές μας μόλις είχαν σμίξει.
Τον έπιασα απ’ το χέρι και σχεδόν τραβώντας, τον έφτασα στα σκαλοπάτια του σπιτιού μας. Χίμηξα μέσα. «Μαμά, μαμά, ένας παππούς πεινάει!». Δεν είχε εκφράσει κάτι.
Από εκείνη την ημέρα ο παππούς Ανέστης άρχισε να κάνει την εμφάνισή του δυο-τρεις φορές μέσ’ τη βδομάδα, άλλοτε πρωί, άλλοτε κατά το δειλινό. Στη γειτονιά, δεν άργησαν να φτιάξουν ιστορίες για την ταυτότητά του, που οι πιο δημοφιλείς κατέληγαν σ’ αυτές τις δυο εκδοχές: πως ήταν ξεπεσμένος Ρώσος ευγενής ή Έλληνας του Πόντου.
Ποτέ δεν ζητούσε κάτι από κανέναν. Αν δεν ήμουν στο δρόμο, φώναζε το όνομά μου -πάντα στον ίδιο τόνο, τραβώντας αρκετά το α- και περίμενε μερικά λεπτά. Στην περίπτωση που δεν εμφανιζόμουν, έφευγε όπως είχε έρθει, για να ξανάρθει σε δυο μέρες: ένας ρακένδυτος γερο-πρίγκηπας που αναζητούσε το βασίλειο της τρυφερότητας. Όλα τα παιδιά εκεί τριγύρω ήξεραν ότι ερχόταν για μένα, γι’ αυτό, όταν διέκριναν τη φιγούρα του από μακριά, έτρεχαν προς το μέρος μου, φωνάζοντας: «Ο παππούς… Ο παππούς»… Κι εγώ φούσκωνα από καμάρι.
Δεν είχε φάει ποτέ μπροστά μου κι ας ήμουν σίγουρος πως πεινούσε. Άνοιγε μόνο το φαρδύ του πανωφόρι και έχωνε στις βαθιές εσωτερικές του τσέπες ό,τι ετοίμαζε γι’ αυτόν η μάνα μου, μόλις άκουγε τις φωνές μου. Μετά, καθόταν στο σκαλάκι του σπιτιού μας -πάντα στην άκρη του, λες και πρόσεχε μην πιάσει χώρο- και μας έβλεπε να παίζουμε «μήλα» ή «γερμανικό», «αμάδες» ή «ξυλίκι», τσέρκι ή «σκατουλάκια» και το απαραίτητο κρυφτό/κυνηγητό ή μια… ήπια μορφή του πετροπόλεμου.
Καθόταν εκεί με αληθινή ευχαρίστηση κι όλο και κούναγε τα χείλη του, λες και μασούλαγε μια μικρή τσίχλα με τα μπροστινά του δόντια. Κάποια στιγμή, άφηνα το παιχνίδι και πήγαινα να κάτσω δίπλα του. Δεν λέγαμε τίποτα. Χάζευα μόνο τούς φίλους μου και κάθε τόσο φώναζα: «κοίτα παππού!» και εκείνος κούναγε το κεφάλι του χαμογελώντας, ενώ συνέχιζε να μουρμουράει. Γιατί ήμουν σίγουρος πια, πως κάτι σιγοψιθύριζε ασταμάτητα, μια μυστική γλώσσα που κάπου- κάπου έπιανα μια λέξη της, σχεδόν πάντα την ίδια.
Είχα συνηθίσει να μη τον αποχαιρετώ ποτέ. Έφευγε και ήμουν σίγουρος πως θα ξανάρθει.
Κάποτε συνειδητοποίησα πως τον είχα χάσει.
Εκείνο τον καιρό, ο μόνος τρόπος να παρηγοριέμαι για την απώλεια που είχε σφραγίσει τη ζωή μου, το θάνατο της Μάρως, ήταν η βραδυνή πολύωρη μελέτη. Μια ημέρα, βράδυ για να ακριβολογούμε, ξεκίνησα να διαβάζω ένα βιβλίο που δεν μπορούσα να φανταστώ σε τι πρωτόγνωρους εσωτερικούς δρόμους θα με οδηγούσε. Εξιστορούσε τις περιπέτειες ενός Προσκυνητή, ο οποίος τριγύριζε επί δεκατρία χρόνια με τα πόδια στη Ρωσία γύρω στα 1850, αναζητώντας να μάθει τι σημαίνει αδιάλειπτη προσευχή και πώς στην πράξη να την επιτύχει.
Καθώς διάβαζα λοιπόν με προσοχή όλα όσα εξιστορούνταν σ’ αυτό το θαυμαστό βιβλίο, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η μορφή την οποία είχε δώσει η φαντασία μου στον Προσκυνητή δεν ήταν άλλη, από τη γνώριμη φιγούρα που τόσο πρόσφατα είχε αναστήσει η μνήμη μου.
Και ενώ συνέχιζα να μελετώ, «παρακολουθώντας» τον παππού Ανέστη να τριγυρνά ακούραστα από τόπο σε τόπο και από στέπα σε στέπα, μονολογώντας την ευχή, που θα πει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Ελέησόν με», πήραν έξαφνα νόημα οι μισοσβησμένες λέξεις που άκουγα όταν καθόμουν δίπλα του και μου αποκαλύφθηκε απρόσμενα η μυστική ζωή του.
Δεν είχε φάει ποτέ μπροστά μου κι ας ήμουν σίγουρος πως πεινούσε. Άνοιγε μόνο το φαρδύ του πανωφόρι και έχωνε στις βαθιές εσωτερικές του τσέπες ό,τι ετοίμαζε γι’ αυτόν η μάνα μου, μόλις άκουγε τις φωνές μου. Μετά, καθόταν στο σκαλάκι του σπιτιού μας -πάντα στην άκρη του, λες και πρόσεχε μην πιάσει χώρο- και μας έβλεπε να παίζουμε «μήλα» ή «γερμανικό», «αμάδες» ή «ξυλίκι», τσέρκι ή «σκατουλάκια» και το απαραίτητο κρυφτό/κυνηγητό ή μια… ήπια μορφή του πετροπόλεμου.
Καθόταν εκεί με αληθινή ευχαρίστηση κι όλο και κούναγε τα χείλη του, λες και μασούλαγε μια μικρή τσίχλα με τα μπροστινά του δόντια. Κάποια στιγμή, άφηνα το παιχνίδι και πήγαινα να κάτσω δίπλα του. Δεν λέγαμε τίποτα. Χάζευα μόνο τούς φίλους μου και κάθε τόσο φώναζα: «κοίτα παππού!» και εκείνος κούναγε το κεφάλι του χαμογελώντας, ενώ συνέχιζε να μουρμουράει. Γιατί ήμουν σίγουρος πια, πως κάτι σιγοψιθύριζε ασταμάτητα, μια μυστική γλώσσα που κάπου- κάπου έπιανα μια λέξη της, σχεδόν πάντα την ίδια.
Είχα συνηθίσει να μη τον αποχαιρετώ ποτέ. Έφευγε και ήμουν σίγουρος πως θα ξανάρθει.
Κάποτε συνειδητοποίησα πως τον είχα χάσει.
Εκείνο τον καιρό, ο μόνος τρόπος να παρηγοριέμαι για την απώλεια που είχε σφραγίσει τη ζωή μου, το θάνατο της Μάρως, ήταν η βραδυνή πολύωρη μελέτη. Μια ημέρα, βράδυ για να ακριβολογούμε, ξεκίνησα να διαβάζω ένα βιβλίο που δεν μπορούσα να φανταστώ σε τι πρωτόγνωρους εσωτερικούς δρόμους θα με οδηγούσε. Εξιστορούσε τις περιπέτειες ενός Προσκυνητή, ο οποίος τριγύριζε επί δεκατρία χρόνια με τα πόδια στη Ρωσία γύρω στα 1850, αναζητώντας να μάθει τι σημαίνει αδιάλειπτη προσευχή και πώς στην πράξη να την επιτύχει.
Καθώς διάβαζα λοιπόν με προσοχή όλα όσα εξιστορούνταν σ’ αυτό το θαυμαστό βιβλίο, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η μορφή την οποία είχε δώσει η φαντασία μου στον Προσκυνητή δεν ήταν άλλη, από τη γνώριμη φιγούρα που τόσο πρόσφατα είχε αναστήσει η μνήμη μου.
Και ενώ συνέχιζα να μελετώ, «παρακολουθώντας» τον παππού Ανέστη να τριγυρνά ακούραστα από τόπο σε τόπο και από στέπα σε στέπα, μονολογώντας την ευχή, που θα πει το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Ελέησόν με», πήραν έξαφνα νόημα οι μισοσβησμένες λέξεις που άκουγα όταν καθόμουν δίπλα του και μου αποκαλύφθηκε απρόσμενα η μυστική ζωή του.
Ντέμη Σταυροπούλου
Σημείωση: Με ιδιαίτερη χαρά εγκαινιάζουμε σήμερα τη συνεργασία του ιστολογίου μας με την εξαίρετη συγγραφέα κα Ντέμη Σταυροπούλου. Η κα Σταυροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι φυσικοθεραπεύτρια Νευροαναπτυξιακής Αγωγής. Αρθρογραφεί και δίνει ομιλίες με στόχο την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας στο θέμα της αναπηρίας. Έχει κυκλοφορήσει δύο ενδιαφέροντα βιβλία, με τους τίτλους: «Στου Πόνου τη Γυάλινη Πίστα - Συνάντησα το Πρόσωπο» και «Αγκαλιά με τον εαυτό μας».
No comments:
Post a Comment