Προσωπικό Σχόλιο στό βιβλίο τῆς Νατάσας Κεσμέτη,
Μικρό Ὡρολόγιο, Ἀθήνα 2005, Μικρὸς Ἀστρολάβος / Ευθύνη ἀρ. 11
Μικρό Ὡρολόγιο, Ἀθήνα 2005, Μικρὸς Ἀστρολάβος / Ευθύνη ἀρ. 11
Ὁ τίτλος τοῦ μικροῦ αὐτοῦ βιβλίου -εἶναι μόλις σαρανταδύο σελίδες- παραπέμπει ἀσφαλῶς τόν ἀναγνώστη στό ἐκκλησιαστικό βιβλίο, "Τό Ὡρολόγιον τό Μέγα", τό ὁποῖο χρησιμοποιεῖται γιά τίς ἱερές ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου καί ὄχι μόνο. Ὡστόσο μπορεῖ νά ὑπολογίσει κανείς τά πράγματα καί διαφορετικά, ἀφοῦ ἡ κ. Κεσμέτη ἔχει τήν λογοτεχνική / βιωματική προϊστορία της μέ τά (ὡ)ρολό(γ)ια -θυμῖζω ἐδῶ τὸ κορυφαῖο της διήγημα, Τό αἰώνιο Ρολόϊ, γιατί ἔτσι τῆς δίνεται καί μιά ἀκόμα εὐκαιρία: νά μελετᾶ τό φαινόμενο τοῦ χρόνου, ἀλλά περισσότερο τή σχέση του μέ τή ζωή μας.
Τό βιβλίο της "Μικρό Ὡρολόγιο" ὅμως ἔχει καί ἕνα ἄλλο χάρισμα / προνόμιο, τό ὁποῖο φαντάζομαι ὅτι λίγοι γνωρίζουν. Τό ὅτι δηλαδή μᾶς ἐπιτρέπει νά προσεγγίσουμε τόν ἱερό τό χρόνο καί, μάλιστα, τό χρόνο τῶν μοναχῶν μέ τήν Εἰκοσιτετράωρο Δοξολογία. Καί γιά νά γίνω πιό συγκεκριμένος, θυμίζω ἐδῶ, ὡς ἔνα ἀνάκλημα τῆς μνήμης ἱερό, τήν ἱ. Μονή τῶν Ἀκοιμήτων στό Βυζάντιο, ὅπου ὁ χρόνος εἶχε ἄλλες διαστάσεις καί ὅπου τό βιβλίο τό ἐπωνομαζόμενο Ὡρολόγιον τό Μέγα ἦταν σέ συνεχῆ χρήση.
Ὅμως γιατί τά ἔγραψα ὅλ᾿ αὐτά γιά ἔνα βιβλιαράκι μικρό καί λιγοσέλιδο;
Ἀρχικά θέλω νά φανερώσω, πώς μέσα στίς σαράντα περίπου σελίδες τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἔχουν ἀποταμιευτεῖ εἰκοσιπέντε πυκνά σέ περιεχόμενο κείμενα, πού, ἀσφαλῶς, θεωρῶ ὅτι ἐπιδέχονται ἀπό τόν ἀναγνώστη τους περαιτέρω ἐπεξεργασία, ἀφοῦ εἶναι καί ἀποτελοῦν ἕνα μεταλλεῖο μέ πλούσια πνευματικά κοιτάσματα. Καί τό λέω αὐτό δίχως τήν παραμικρή ἀμφιβολία πώς ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε καί μέ μιά ποιητική φόρμα, στήν ὁποία ἡ συγγραφέας θεμελιώνει τόν ἔκπαγλο λόγο της. Ποιόν λόγο της ὄμως; Μά, τόν προσευχητικό πάν᾿ ἀπ᾿ ὅλα, πού τόν προσφέρει μέ ἐπίγνωση, χρέος βαθύτατη εὐθύνη στό Θεό, ὁ ὁποῖος, στίς περιπτώσεις αὐτές, σκύβει, χαμηλώνει, ἔρχεται σιμά μας, προσφέροντας τά "Οὐράνια δῶρα τοῦ εὐλογημένου Ξύλου"(σ. 25). Τοῦ Ξύλου τῆς ζωῆς δηλαδή. Ἤ πιό ἁπλᾶ, τά Δῶρα τῆς Εὐχαριστιακῆς Σύναξης κατά πρῶτον καί μετά, τῆς παντίμου Θυσίας, ἀφοῦ "διά τοῦ Σταυροῦ (ἡ) χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ" ἀνέτειλε. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ὄντως ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι δυνατό νά νοηθεῖ ἔξω ἀπό τήν ἐξάρτησή της -ἐν ἐλευθερίᾳ πάντοτε- μέ τό ἱ. Ἀντιμήνσιον (ante-mensus). Τό Ἀντιμήνσιον πού ἁλώνεται στό χῶρο τῆς θυσίας: Τήν Ἁγία Τράπεζα καί κάτω ἀπό τό ὁποῖο ἀναπαύονται οἱ Κεκοιμημένοι, Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Δίκαιοι, μέσα στούς ὁποίους ίσως συγκαταλέγονται, αὐτό μόνο ὁ Θεός τό γνωρίζει, "ὅλοι: γεννήτορες, προπάτορες, οἰκεῖοι δάσκαλοι, φίλοι καί ἐχθροί" (σ. 35). Κι αὐτό, νομίζω, πὼς τά λέει ὅλα.
Ἡ ἰδιότητά μου ὡς ἱερέα μοῦ δίνει τό δικαίωμα νά μιλήσω, μέ τή βοήθεια ἀσφαλῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας, καί γιά ἕνα ἄλλο ζήτημα κορυφαῖο καί διαχρονικό: τή Μελέτη τοῦ θανάτου. Καί θὰ ἐξηγήσω στή συνέχεια τί θέλω νά πῶ.
Ἄν προσέξουμε τή ροή τῶν κειμένων τοῦ βιβλίου θά παρατηρήσουμε, πώς ἡ σ. στέκεται περισσότερο στήν ἑνδεκάτη ὥρα (σ. 24-27). Τό ποιὰ σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ ὥρα στὴ ζωὴ μας τό ἐξηγεῖ ἕνας ἅγιος, καί μάλιστα ὁ ἅγιος τῆς κατανύξεως, ὁ Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὁ ὁποῖος λέγει πώς, "ὁ καιρός τῆς ματαίας ζωῆς μου βρίσκεται στήν ἑνδεκάτη ὥρα", τήν ὥρα δηλαδή λίγο πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Νυμφίου, λίγο πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησή μας "ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα (εὐχή γονυκλισίας Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς). Καί νομίζω, πὼς ἡ κ. Κεσμέτη πολύ σωστά πράττει· γιατί ἔτσι καταννοεῖ καί κάτι ἄλλο πού δέν τό ζεῖ ὁ κόσμος, δυστυχῶς: τή σιγή (σελ. 18-19) τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (σελ. 37) πού κυοφορεῖ / προετοιμάζει τήν Ἀνάσταση. Ὄχι μόνο τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπική μας. Γιατὶ ἡ Ἀνάσταση δὲ νοεῖται μόνον ὡς Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ κι ὡς καθημερινὴ ἔξοδος ἀπό τοὺς ποικίλους κινδύνους καὶ μαχαιριές ποὺ δεχόμαστε ἀπό πολλοὺς καὶ ποικίλους. Ἄν λοιπὸν στὴ κάθε μέρα δὲ ζεῖς τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης κι αὐτὸ μᾶς φτάνει καὶ περισσεύει.
Τό βιβλίο της "Μικρό Ὡρολόγιο" ὅμως ἔχει καί ἕνα ἄλλο χάρισμα / προνόμιο, τό ὁποῖο φαντάζομαι ὅτι λίγοι γνωρίζουν. Τό ὅτι δηλαδή μᾶς ἐπιτρέπει νά προσεγγίσουμε τόν ἱερό τό χρόνο καί, μάλιστα, τό χρόνο τῶν μοναχῶν μέ τήν Εἰκοσιτετράωρο Δοξολογία. Καί γιά νά γίνω πιό συγκεκριμένος, θυμίζω ἐδῶ, ὡς ἔνα ἀνάκλημα τῆς μνήμης ἱερό, τήν ἱ. Μονή τῶν Ἀκοιμήτων στό Βυζάντιο, ὅπου ὁ χρόνος εἶχε ἄλλες διαστάσεις καί ὅπου τό βιβλίο τό ἐπωνομαζόμενο Ὡρολόγιον τό Μέγα ἦταν σέ συνεχῆ χρήση.
Ὅμως γιατί τά ἔγραψα ὅλ᾿ αὐτά γιά ἔνα βιβλιαράκι μικρό καί λιγοσέλιδο;
Ἀρχικά θέλω νά φανερώσω, πώς μέσα στίς σαράντα περίπου σελίδες τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἔχουν ἀποταμιευτεῖ εἰκοσιπέντε πυκνά σέ περιεχόμενο κείμενα, πού, ἀσφαλῶς, θεωρῶ ὅτι ἐπιδέχονται ἀπό τόν ἀναγνώστη τους περαιτέρω ἐπεξεργασία, ἀφοῦ εἶναι καί ἀποτελοῦν ἕνα μεταλλεῖο μέ πλούσια πνευματικά κοιτάσματα. Καί τό λέω αὐτό δίχως τήν παραμικρή ἀμφιβολία πώς ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε καί μέ μιά ποιητική φόρμα, στήν ὁποία ἡ συγγραφέας θεμελιώνει τόν ἔκπαγλο λόγο της. Ποιόν λόγο της ὄμως; Μά, τόν προσευχητικό πάν᾿ ἀπ᾿ ὅλα, πού τόν προσφέρει μέ ἐπίγνωση, χρέος βαθύτατη εὐθύνη στό Θεό, ὁ ὁποῖος, στίς περιπτώσεις αὐτές, σκύβει, χαμηλώνει, ἔρχεται σιμά μας, προσφέροντας τά "Οὐράνια δῶρα τοῦ εὐλογημένου Ξύλου"(σ. 25). Τοῦ Ξύλου τῆς ζωῆς δηλαδή. Ἤ πιό ἁπλᾶ, τά Δῶρα τῆς Εὐχαριστιακῆς Σύναξης κατά πρῶτον καί μετά, τῆς παντίμου Θυσίας, ἀφοῦ "διά τοῦ Σταυροῦ (ἡ) χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ" ἀνέτειλε. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ὄντως ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι δυνατό νά νοηθεῖ ἔξω ἀπό τήν ἐξάρτησή της -ἐν ἐλευθερίᾳ πάντοτε- μέ τό ἱ. Ἀντιμήνσιον (ante-mensus). Τό Ἀντιμήνσιον πού ἁλώνεται στό χῶρο τῆς θυσίας: Τήν Ἁγία Τράπεζα καί κάτω ἀπό τό ὁποῖο ἀναπαύονται οἱ Κεκοιμημένοι, Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Δίκαιοι, μέσα στούς ὁποίους ίσως συγκαταλέγονται, αὐτό μόνο ὁ Θεός τό γνωρίζει, "ὅλοι: γεννήτορες, προπάτορες, οἰκεῖοι δάσκαλοι, φίλοι καί ἐχθροί" (σ. 35). Κι αὐτό, νομίζω, πὼς τά λέει ὅλα.
Ἡ ἰδιότητά μου ὡς ἱερέα μοῦ δίνει τό δικαίωμα νά μιλήσω, μέ τή βοήθεια ἀσφαλῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνθρωπολογίας, καί γιά ἕνα ἄλλο ζήτημα κορυφαῖο καί διαχρονικό: τή Μελέτη τοῦ θανάτου. Καί θὰ ἐξηγήσω στή συνέχεια τί θέλω νά πῶ.
Ἄν προσέξουμε τή ροή τῶν κειμένων τοῦ βιβλίου θά παρατηρήσουμε, πώς ἡ σ. στέκεται περισσότερο στήν ἑνδεκάτη ὥρα (σ. 24-27). Τό ποιὰ σημασία ἔχει αὐτὴ ἡ ὥρα στὴ ζωὴ μας τό ἐξηγεῖ ἕνας ἅγιος, καί μάλιστα ὁ ἅγιος τῆς κατανύξεως, ὁ Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὁ ὁποῖος λέγει πώς, "ὁ καιρός τῆς ματαίας ζωῆς μου βρίσκεται στήν ἑνδεκάτη ὥρα", τήν ὥρα δηλαδή λίγο πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Νυμφίου, λίγο πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησή μας "ἀπό τῶν λυπηροτέρων ἐπί τά χρηστότερα καί θυμηδέστερα (εὐχή γονυκλισίας Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς). Καί νομίζω, πὼς ἡ κ. Κεσμέτη πολύ σωστά πράττει· γιατί ἔτσι καταννοεῖ καί κάτι ἄλλο πού δέν τό ζεῖ ὁ κόσμος, δυστυχῶς: τή σιγή (σελ. 18-19) τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (σελ. 37) πού κυοφορεῖ / προετοιμάζει τήν Ἀνάσταση. Ὄχι μόνο τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπική μας. Γιατὶ ἡ Ἀνάσταση δὲ νοεῖται μόνον ὡς Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ κι ὡς καθημερινὴ ἔξοδος ἀπό τοὺς ποικίλους κινδύνους καὶ μαχαιριές ποὺ δεχόμαστε ἀπό πολλοὺς καὶ ποικίλους. Ἄν λοιπὸν στὴ κάθε μέρα δὲ ζεῖς τὸ γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης κι αὐτὸ μᾶς φτάνει καὶ περισσεύει.
Σκόπελος, 10-11 Νοεμβρ. 2005
π. Κων. Ν. Καλλιανός
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment