Monday 14 November 2011

Οἱ χρονιάρες μέρες

Συνήθως ὀνομάζουμε χρονιάρα τήν ἐπίσημη ἡμέρα, τήν ἡμέρα μιᾶς μεγάλης γιορτῆς, ἐπειδή μέ τό περιέχόμενό της ἐπιβάλλεται στό χρόνο, τόν ἱεροποιεῖ καί τόν ἁγιάζει, ἀλλά καί γιατί τήν ἡμέρα αὐτή συνήθως ἀναπαύονται οἱ ἄνθρωποι "ἐκ τῶν ἔργων αὐτῶν".

Πρώτη καί ἀδιάψευστη χρονιάρα μέρα μέσα στόν κύκλο τῶν ἡμερῶν τοῦ ἔτους εἶναι καί παραμένει ἡ Κυριακή, ἡ ὁποία εἶναι φορτισμένη μέ τό μέγιστο περιεχόμενο καί νόημα: αὐτό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Γι' αὐτό καί οἱ παλιότεροι τήν Κυριακή τήν τηροῦσαν ὡς ἀργία, ὡς ἡμέρα καταπαύσεως, ἀλλά καί ὡς τό εὐλογημένο διάλειμμα πού παρέχει ὁ Θεός στόν κεκμηκότα ἄνθρωπο, ὥστε νά ἀνασυγκροτηθεῖ, νά βρεῖ τόν καιρό, γιά νά καταφύγει σ' Ἐκεῖνον, κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας, γιά νά τόν δοξολογήσει καί παράλληλα νά τόν παρακαλέσει, ὅπως τοῦ σταθεῖ συνεργός καί συναντιλήπτορας καί στή νέα ἑβδομάδα.

Μέ τά χρόνια ὅμως καί μέ τήν αὐτάρκεια πού ἀπόκτησαν οἱ ἄνθρωποι, τούτη ἡ εὐλογημένη ἀρχή παραμερίστηκε. Γιατί ἡ Κυριακή προσμετρήθηκε μέσα στόν ἀριθμό τῶν ἐργασίμων ἡμερῶν, ἀκόμη καί γιά τούς ὑπαλλήλους πού ἔχουν καί τό πενθήμερο ἐργασίας. Μέ ἀποτέλεσμα νά ἐξαφανίζεται ἡ τιμή πρός τήν ἐπίσημη αὐτή ἡμέρα καί, στή συνέχεια, πρός τίς ἄλλες ἡμέρες τῶν ἑορτῶν πού κλαδίζονται μέσα στό σῶμα τοῦ ἐνιαυτοῦ.

Πᾶνε πολλά χρόνια -θά ζυγώνουν τό μισόν αἰὼνα- ὅταν σέ μιά μικρή, ἥσυχη καί ταπεινή κοινότητα ἀνθρώπων μέ πολύ χαμηλό βιοτικό ἐπίπεδο, ἀλλά καί μεγάλη καρδιά καί καλωσύνη, σ' ἔνα λιτό νησιωτικό χωριό, ἔζησα καί βίωσα τό γεγονός τῆς τιμῆς πρός τήν Κυριακή καί τή γιορτή. Μέ αὐθόρμητο τρόπο καί μέ τήν ἀσίγαστη πίστη τους προσπαθοῦσαν ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοϊκοί χωρικοί νά τηρήσουν τήν ἀργία τῆς χρονιάρας ἡμέρας, ἔστω μέχρι καί τό μεσημέρι, ἀφοῦ εἶχαν καί ζωντανά, στά ὁποῖα ἔπρεπε νά παραδώσουν ἕνα μέρος τοῦ χρόνου τους, γιατί κι ἐκεῖνα ἤθελαν περιποίηση καί φροντίδα. Ὡστόσο, τήν Κυριακή καί τή γιορτή τίς τιμοῦσαν δεόντως. Μάλιστα, θυμᾶμαι, πώς τίς καλές αὐτές ἡμέρες τρώγανε τό καλό τό φαΐ, πήγαιναν νά ἐπισκεφτοῦν κάποιο δικό τους, ἐνῶ τίς ἡμέρες αὐτές πάντα περίμεναν τόν ταχυδρόμο γιά νά τούς φέρει τό γράμμα ἀπό τόν ξενιτεμένο δικό τους ἄνθρωπο. Ἀδιάψευστα τεκμήρια αὐτῶν τῶν ἡμερῶν ἀπομένουν κάποιες φωτογραφίες "βγαλμένες" ἐδῶ καί σαράντα, πενήντα ἤ καί παραπάνω χρόνια. Γιατί ὁ πλανόδιος φωτογράφος περνοῦσε ἀπό τό χωριό μόνο τέτοιες μέρες, μέρες καλές, χαρμόσυνες μέρες, πού ἤξερε πώς ὁ κόσμος ἦταν μαζεμένος στά σπίτια του, ἀλλά κι "ἀλλασμένος", δηλαδή ντυμένος μέ τά καλά του.

Ἐπίσης μιά παλιά συνήθεια τῶν παλαιῶν ἦταν, ὅπως τά ἀπογεύματα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἤ στόν βαθύ τόν Ὄρθρο πηγαίνουν οἱ γυναῖκες τῶν ναυτικῶν ἤ τῶν ἀποδήμων, ἀλλά καί κάποιες φιλόθεες συγχωριανές τους, γιά ν' ἀνάψουν τά καντήλια σέ ταπεινά ξωκκλήσια, σιωπηλά κι ἄδεια μοναστήρια, ἀκόμα καί σέ προσκυνητάρια. Συνήθεια πού κρατεῖ μέσα της τήν εὐλογία καί τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία σέ τέτοιους ἔρημους τόπους, σέ λιτά καί μικρά ἱ. θυσιαστήρια βιώνεται περισσότερο ἀπ' ὅτι στούς πολύβοους ἐνοριακούς ναούς, ὅπου ὁ σκανδαλισμός εἶναι ἐπί θύραις καί ἡ ἀνησυχία ἐπίσης.

(Ζητῶ ἀπο τόν ἀναγνώστη μου νά συγχωρήσει τούτη τήν παρένθεση, ὅπως καί τό προσωπικό ὕφος πού περιέχει. Ὅμως δέν μπορῶ νἀ μήν ἐξομολογηθῶ, πώς πάντα τίς μεγάλες γιορτές ὁ νοῦς μου γυρίζει σ' ἐκεῖνα τά κλειστά καί σκοτεινά μοναστηράκια ἤ ξωκκλήσια, πού σκόρπια στά βουνά καί στά βράχια περιμένουν τόν φιλότιμο πιστό, πού θά τά ἐπισκεφθεῖ καί θ' ἀνάψει τά καντήλια, θά θυμιάσει καί θά πεῖ τό τροπάρι τοῦ ἁγίου ἤ τῆς ἑορτῆς, ὥστε νά ἀγαλλιάσει καί ἡμερώσει ὁ τόπος κι ἀνεβεῖ αὐτή ἡ προσευχή καί ἡ δέηση στόν Κύριο τῆς δόξης, ἀφτιασίδωτη, εἰρηνική καί ἐκ βάθους καρδίας).

Σήμερα οἱ χρονιάρες μέρες καταβροχθίστηκαν ἀπό τόν ἀδηφάγο περισπασμό, ὅπως τά προφτάσουμε ὅλα. Μόνο πού αὐτή ἡ διαρκής κίνηση μᾶς τραυματίζει θανάσιμα κάποτε μέ ἀποτέλεσμα νά χάνουμε τά πάντα καί νά μήν μποροῦμε, γιά χάρη ἄλλων ἀσχολιῶν, νά χαροῦμε τίς εὐλογημένες χρονιάρες μέρες καί νά στραφοῦμε λίγο στόν ἑαυτό μας γιά νά στοχαστοῦμε: ἄραγε, ποιός εἶναι ὁ κύριος καί ὁ πιό σημαντικός στόχος στή ζωή μου; Μέχρι ποῦ φτάνουν οἱ δυνάμεις μου νά προσπαθήσω; Μήπως πρέπει νά ψάξω μέσα σέ τούτη τήν πολυασχολία μου νά βρῶ καί λίγο χρόνο, ὥστε νά κοιτάξω τόν ἑαυτό μου καί τό Θεό, κ.ἄ. Μόνο πού σήμερα οἱ ἄνθρωποι σκέφτονται μέσω ἄλλων καί ἐνεργοῦν, χωρίς νά καταλαβαίνουν τό γιατί. Μέ ἀποτέλεσμα νά φεύγουν ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί νά μήν ἔχουν σκεφτεῖ οὔτε μιά φορά, γιατί τελικά τόν ἐπισκέφτηκαν.

π. Κων. Ν. Καλλιανός

No comments:

Post a Comment