Εκείνη ήταν τυλιγμένη στα μαύρα. Με την ασυνήθιστη μακριά πλερέζα να σκεπάζει το πρόσωπό της και να φτάνει ως τη μέση της, νόμιζες πως ζούσε μέσα στην πλερέζα, αν και ο σκερτσόζικος τρόπος που έριχνε το βάρος της στο αριστερό της πόδι και λίκνιζε ελαφρά το δεξί όταν στεκόταν, ελάφρωνε την κραυγαλέα θλίψη.
Όταν γνωριστήκαμε κάπως και την είδαμε χωρίς το πένθιμο πέπλο, έμοιαζε με θίασο κακόγουστης παράστασης. Όλος ο θίασος εκείνη. Εκεί που μιλούσε με ύφος θλιμμένο, «έστυβε» στην κυριολεξία τα μάτια της για να κλάψει και σε λίγο έσκαγε στα γέλια, για να τα σταματήσει κι αυτά η γκριμάτσα που την επανέφερε στο προσωπείο της θλίψης. Μιλούσε με γλώσσα καυστική για όλους και για όλα, μα με σεβασμό, σχεδόν με δέος, για τον πρόσφατα θανόντα άνδρα της. Είχα σχηματίσει την εντύπωση πως ήταν λόγιος, επειδή τα βιβλία της ζηλευτής βιβλιοθήκης της είχαν στην δερματόδετη πλάτη τους τα αρχικά του: Α.Τ.
Ήμουν τότε φοιτήτρια με όρεξη για μελέτη, αλλά πενιχρά οικονομικά μέσα, κι έτσι δεν πίστευα στ’ αυτιά μου όταν με προσκάλεσε να κάνω χρήση της βιβλιοθήκης της, μήτε και στα μάτια μου, όταν άρχισε να μου χαρίζει πολύτιμα βιβλία, όλα ενυπόγραφα από εκείνον: Αντώνιος Τριανταφύλλου, Σωτήρος… , Μαζαρίτα, Αλεξάνδρεια.
Ναι, της ήμουν ευγνώμων και ένιωσα μια περίεργη συγκίνηση την ημέρα που το συνειδητοποίησα, τόσα χρόνια μετά, λίγο πριν το ταξίδι μου στη μυθική πόλη του Φάρου, της Βιβλιοθήκης, του Ελληνισμού, της Αιγύπτου και της παγκόσμιας ιστορίας.
Γνώρισα την Αλεξάνδρεια της παρακμής… Μα περιδιάβηκα δρόμους, μπήκα σε μουσεία, γνώρισα το Πατριαρχείο, το Αβερώφειο Γυμνάσιο, το σπίτι του αλεξανδρινού ποιητή και έφτασα στη Μαζαρίτα και στην οδό Σωτήρος, λες και αναζητούσα κάτι που θα συμπλήρωνε εκείνο το αχνό πρόσωπο που είχα γνωρίσει από τις φράσεις και τους στίχους που υπογράμμιζε στα βιβλία του, όπως αυτούς στα Παραστρατημένα Πουλιά του Tagor:
Εκείνοι π’ όλα τάχουν εκτός από Σένα, ώ Κύριε,
χλευάζουν αυτούς που δεν έχουν τίποτ’ άλλο παρά Σε.
Ήμουν και σε εκείνον ευγνώμων.
*
Την επισκέφθηκα μόλις γύρισα και με δέχτηκε σαν να με περίμενε χρόνια. Της μίλησα για την ανάγκη μου να την δω, για τα συναισθήματα ευγνωμοσύνης που έτρεφα για την ίδια και τον άνδρα της, για το ταξίδι μου στην Αλεξάνδρεια και την περιήγησή μου στην Μαζαρίτα, ψάχνοντας για την οδό Σωτήρος…
Κι εκείνη, υπέργηρη, ταλαιπωρημένη από ασθένειες, αλλά με λαμπερό μυαλό και κατανοητή ομιλία, μου μίλησε για τον άνδρα της και την ζωή της, παλεύοντας με την δύσπνοια που διεκδικούσε τη σιωπή της:
«Ξέρετε… ο άνδρας μου ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Μιλούσε επτά γλώσσες και διάβαζε λογοτεχνία και στις επτά! Είχε γεννηθεί στη Χίο, μα μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια. Από παιδί δούλεψε παραγιός στο ραφείο κάποιου Αρμένη. Αυτός τον έστειλε σχολείο και τον βοήθησε να τελειώσει το Αβερώφειο Γυμνάσιο. Κάποτε άνοιξε δικό του «ατελιέ»... Είχε πελάτες σπουδαίους Έλληνες, αλλά και ξένους. Πλούτισε. Δεν είχε «προλάβει» όμως να παντρευτεί… έτσι έλεγε. Έφυγε από την Αλεξάνδρεια με πόνο, στο τέλος του ’50, όπως πολλοί ξένοι...
»Εγώ δεν γνώρισα την Αλεξάνδρεια. Γεννήθηκα στη Σμύρνη. Έκανα τα πρώτα μου βήματα στην Καταστροφή… και πήρα το δρόμο της προσφυγιάς. Φτάσαμε τελικά στη Θεσσαλονίκη. Για χρόνια ήμασταν οι «τουρκόσποροι» και περνούσαμε δύσκολα. Παντρεύτηκα μικρή μ’ ένα γειτονόπουλο. Δεν κάναμε παιδιά. Ήρθε ο πόλεμος και ο εμφύλιος. Εκείνος συνέχεια πολεμούσε… Το ’47 αποφάσισα να δουλέψω στην Αθήνα. Δρόμοι δεν υπήρχαν… Πήρα το «Χειμάρα» για τον Πειραιά. Δεν έφτασε όμως ποτέ... θέλω να πω, βούλιαξε. Ίσως το έχετε ακούσει… Κολύμπησα για ώρες πιασμένη σε μια σανίδα… Ήταν Ιανουάριος και χιονιάς… Χάθηκαν σχεδόν 400 άνθρωποι!... Για χρόνια άκουγα φωνές απελπισίας ξύπνια και κοιμισμένη. Λίγους μήνες μετά με ειδοποίησαν πως σκοτώθηκε ο Νίκος…
»Άρχισα να δουλεύω σκληρά, για να ζήσω και να ξεχάσω… Έτσι πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια. Το ’60 έπιασα δουλειά στο σπίτι του κ. Τριανταφύλλου. Δεν είχε κανένα στον κόσμο. Μετά από τρία χρόνια μου ζήτησε να παντρευτούμε. Δέχτηκα. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας… Δεν έζησε πολύ. Καταλαβαίνετε, του χρωστάω πολλά. Σας είπα πόσο σπουδαίος άνθρωπος ήταν…
»Αλήθεια, τον πατέρα-Ιωάννη τον προλάβατε; Κρίμα! Έμενε με την οικογένειά του στον δεύτερο όροφο για αρκετά χρόνια. Λειτουργούσε σ’ ένα παλιό εκκλησάκι στο κέντρο της Αθήνας. Κάποτε ζήτησα να τον δω. Είχα απορίες για τη ζωή και το θάνατο… Και μου εξήγησε... για πολύ καιρό μου εξηγούσε. Πάνε χρόνια που πέθανε, αλλά νιώθω ζωντανή την παρουσία του…».
Χαμογέλασε αχνά.
«Μου δώσατε μεγάλη χαρά», ψιθύρισε. Έμοιαζε ξαφνικά εξαντλημένη.
Έμεινα να την κοιτάζω… Δεν υπήρχε πια θίασος, δεν υπήρχαν προσωπεία, μόνο ένα γαλήνιο πρόσωπο -η Ηρώ Τριανταφύλλου- που ρουφούσε ευχαριστιακά την κάθε στιγμή της ζωής που της χαριζόταν, ένα πρόσωπο καθηλωμένο, αλλά εν πλώ προς το Φάρο.
Όταν γνωριστήκαμε κάπως και την είδαμε χωρίς το πένθιμο πέπλο, έμοιαζε με θίασο κακόγουστης παράστασης. Όλος ο θίασος εκείνη. Εκεί που μιλούσε με ύφος θλιμμένο, «έστυβε» στην κυριολεξία τα μάτια της για να κλάψει και σε λίγο έσκαγε στα γέλια, για να τα σταματήσει κι αυτά η γκριμάτσα που την επανέφερε στο προσωπείο της θλίψης. Μιλούσε με γλώσσα καυστική για όλους και για όλα, μα με σεβασμό, σχεδόν με δέος, για τον πρόσφατα θανόντα άνδρα της. Είχα σχηματίσει την εντύπωση πως ήταν λόγιος, επειδή τα βιβλία της ζηλευτής βιβλιοθήκης της είχαν στην δερματόδετη πλάτη τους τα αρχικά του: Α.Τ.
Ήμουν τότε φοιτήτρια με όρεξη για μελέτη, αλλά πενιχρά οικονομικά μέσα, κι έτσι δεν πίστευα στ’ αυτιά μου όταν με προσκάλεσε να κάνω χρήση της βιβλιοθήκης της, μήτε και στα μάτια μου, όταν άρχισε να μου χαρίζει πολύτιμα βιβλία, όλα ενυπόγραφα από εκείνον: Αντώνιος Τριανταφύλλου, Σωτήρος… , Μαζαρίτα, Αλεξάνδρεια.
Ναι, της ήμουν ευγνώμων και ένιωσα μια περίεργη συγκίνηση την ημέρα που το συνειδητοποίησα, τόσα χρόνια μετά, λίγο πριν το ταξίδι μου στη μυθική πόλη του Φάρου, της Βιβλιοθήκης, του Ελληνισμού, της Αιγύπτου και της παγκόσμιας ιστορίας.
Γνώρισα την Αλεξάνδρεια της παρακμής… Μα περιδιάβηκα δρόμους, μπήκα σε μουσεία, γνώρισα το Πατριαρχείο, το Αβερώφειο Γυμνάσιο, το σπίτι του αλεξανδρινού ποιητή και έφτασα στη Μαζαρίτα και στην οδό Σωτήρος, λες και αναζητούσα κάτι που θα συμπλήρωνε εκείνο το αχνό πρόσωπο που είχα γνωρίσει από τις φράσεις και τους στίχους που υπογράμμιζε στα βιβλία του, όπως αυτούς στα Παραστρατημένα Πουλιά του Tagor:
Εκείνοι π’ όλα τάχουν εκτός από Σένα, ώ Κύριε,
χλευάζουν αυτούς που δεν έχουν τίποτ’ άλλο παρά Σε.
Ήμουν και σε εκείνον ευγνώμων.
*
Την επισκέφθηκα μόλις γύρισα και με δέχτηκε σαν να με περίμενε χρόνια. Της μίλησα για την ανάγκη μου να την δω, για τα συναισθήματα ευγνωμοσύνης που έτρεφα για την ίδια και τον άνδρα της, για το ταξίδι μου στην Αλεξάνδρεια και την περιήγησή μου στην Μαζαρίτα, ψάχνοντας για την οδό Σωτήρος…
Κι εκείνη, υπέργηρη, ταλαιπωρημένη από ασθένειες, αλλά με λαμπερό μυαλό και κατανοητή ομιλία, μου μίλησε για τον άνδρα της και την ζωή της, παλεύοντας με την δύσπνοια που διεκδικούσε τη σιωπή της:
«Ξέρετε… ο άνδρας μου ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Μιλούσε επτά γλώσσες και διάβαζε λογοτεχνία και στις επτά! Είχε γεννηθεί στη Χίο, μα μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια. Από παιδί δούλεψε παραγιός στο ραφείο κάποιου Αρμένη. Αυτός τον έστειλε σχολείο και τον βοήθησε να τελειώσει το Αβερώφειο Γυμνάσιο. Κάποτε άνοιξε δικό του «ατελιέ»... Είχε πελάτες σπουδαίους Έλληνες, αλλά και ξένους. Πλούτισε. Δεν είχε «προλάβει» όμως να παντρευτεί… έτσι έλεγε. Έφυγε από την Αλεξάνδρεια με πόνο, στο τέλος του ’50, όπως πολλοί ξένοι...
»Εγώ δεν γνώρισα την Αλεξάνδρεια. Γεννήθηκα στη Σμύρνη. Έκανα τα πρώτα μου βήματα στην Καταστροφή… και πήρα το δρόμο της προσφυγιάς. Φτάσαμε τελικά στη Θεσσαλονίκη. Για χρόνια ήμασταν οι «τουρκόσποροι» και περνούσαμε δύσκολα. Παντρεύτηκα μικρή μ’ ένα γειτονόπουλο. Δεν κάναμε παιδιά. Ήρθε ο πόλεμος και ο εμφύλιος. Εκείνος συνέχεια πολεμούσε… Το ’47 αποφάσισα να δουλέψω στην Αθήνα. Δρόμοι δεν υπήρχαν… Πήρα το «Χειμάρα» για τον Πειραιά. Δεν έφτασε όμως ποτέ... θέλω να πω, βούλιαξε. Ίσως το έχετε ακούσει… Κολύμπησα για ώρες πιασμένη σε μια σανίδα… Ήταν Ιανουάριος και χιονιάς… Χάθηκαν σχεδόν 400 άνθρωποι!... Για χρόνια άκουγα φωνές απελπισίας ξύπνια και κοιμισμένη. Λίγους μήνες μετά με ειδοποίησαν πως σκοτώθηκε ο Νίκος…
»Άρχισα να δουλεύω σκληρά, για να ζήσω και να ξεχάσω… Έτσι πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια. Το ’60 έπιασα δουλειά στο σπίτι του κ. Τριανταφύλλου. Δεν είχε κανένα στον κόσμο. Μετά από τρία χρόνια μου ζήτησε να παντρευτούμε. Δέχτηκα. Είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας… Δεν έζησε πολύ. Καταλαβαίνετε, του χρωστάω πολλά. Σας είπα πόσο σπουδαίος άνθρωπος ήταν…
»Αλήθεια, τον πατέρα-Ιωάννη τον προλάβατε; Κρίμα! Έμενε με την οικογένειά του στον δεύτερο όροφο για αρκετά χρόνια. Λειτουργούσε σ’ ένα παλιό εκκλησάκι στο κέντρο της Αθήνας. Κάποτε ζήτησα να τον δω. Είχα απορίες για τη ζωή και το θάνατο… Και μου εξήγησε... για πολύ καιρό μου εξηγούσε. Πάνε χρόνια που πέθανε, αλλά νιώθω ζωντανή την παρουσία του…».
Χαμογέλασε αχνά.
«Μου δώσατε μεγάλη χαρά», ψιθύρισε. Έμοιαζε ξαφνικά εξαντλημένη.
Έμεινα να την κοιτάζω… Δεν υπήρχε πια θίασος, δεν υπήρχαν προσωπεία, μόνο ένα γαλήνιο πρόσωπο -η Ηρώ Τριανταφύλλου- που ρουφούσε ευχαριστιακά την κάθε στιγμή της ζωής που της χαριζόταν, ένα πρόσωπο καθηλωμένο, αλλά εν πλώ προς το Φάρο.
Ντέμη Σταυροπούλου
Δυο πολυκύμαντες ζωές μέσα σε λίγες γραμμές. Ένα παράθυρο ορθάνοιχτο στην ιστορία του ελληνισμού της απέναντι όχθης στο διάβα του εικοστού αιώνα. Ευχαριστούμε!
ReplyDelete