1* Κάθε μέρα ὅλο καί περισσότερο συνειδητοποιεῖς τήν ἀναξιότητά σου, καθώς μαθητεύεις ἀναμεσ᾿ ἀπό λέξεις ἱερές, Μορφές ἁγίων καί τήν ἐμφανή παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ξέρεις, πώς τίποτε ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά δέ σοῦ ἀξίζει, κι ὅμως ἐσύ τά ζεῖς τά νοιώθεις, τά διακονεῖς. Κι αὐτό μέ τήν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, πού στέκει δίπλα σου καί σέ προσέχει, τήν κάθε σου ὥρα, τήν κάθε στιγμή πού ἀναπνέεις, πού ἁμαρτάνεις, πού ζεῖς τήν πτώση καί τήν ἀνάστασή σου.
Τό ἐρώτημα λοιπόν πού αἰωρεῖται πάνω σου καί ζητᾶ ἀπάντηση εἶναι ἕνα. Γιατί μέ τόση περιφρόνηση ἀντιμετωπίζεις τή φιλανθρωπία, τή φιλαγαθότητα, τήν ὑπομονή, τήν καρτερία καί τή σιωπή τοῦ Θεοῦ; Ἀφοῦ γνωρίζεις, πώς δέν ἔχεις τή δυνατότητα νά βγεῖς ἀπό τό λαβύρινθο τοῦ ἑαυτοῦ σου δίχως τή δική Του συνδρομή, χωρίς τή Χάρη Του. Κι ὅμως συνεχίζεις νά βλέπεις τά πράγματα μέσ᾿ ἀπό τήν προοπτική τῆς προχειρότητας καί τῆς φιλαυτίας. Πού σημαίνει, πώς ξέρεις τί κάνεις, μά δέν γνωρίζεις τό τί πραγματικά θέλεις. Βέβαια, τό μπέρδεμα μέσα μου εἶναι παράγωγο κάποιων διεργασιῶν καί παλαιῶν ἀπροσεξιῶν, πού δέν ἄφησαν περιθώρια γόνιμου αὐτοελέγχου, ἀλλά συσσωρεύτηκαν μέ βιασύνη καί ἀφέλεια πάνω στή ψυχή μου καί κατάφεραν νά τήν καταντήσουν ἕνα χῶρο ἐντελῶς ἀκατάστατο, ὅπως λέει κι ὁ ποιητής, «σπήλαιο ληστῶν».
Ὅμως κάποτε τά πράγματα ἀλλάζουν κι ἔρχεται ἡ μοναξιά τῆς ἐρημίας καί τῆς ὁδοιπορίας ἐν νυκτί, μέσα σέ ἀντίξοες συνθῆκες βίου καί πολλαπλᾶ μαχαιρώματα, πού τά νοιώθεις στό κορμί σου κι ὅμως εἶναι βέβαιο πώς τά ξεπερνᾶς, γιατί πρέπει νά ξαναβγεῖς στήν ἐπιφάνεια, ν᾿ ἀνεβεῖς ἀπό τό βαθύ πηγάδι πού σέ ρίξανε καί νά μιλήσεις τή γλώσσα τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰλικρίνειας καί τῆς βεβαιότητας. Μέ λίγα λόγια νά ξεπεράσεις καί τοῦτο τό αὐτο-ποιμαντικό ἀδιέξοδο. Πάντα ὅμως μέ τή δική Του τήν φωτεινή προπόρευση, στόν προσωπικό σου τό Γολγοθά.
Τό ἐρώτημα λοιπόν πού αἰωρεῖται πάνω σου καί ζητᾶ ἀπάντηση εἶναι ἕνα. Γιατί μέ τόση περιφρόνηση ἀντιμετωπίζεις τή φιλανθρωπία, τή φιλαγαθότητα, τήν ὑπομονή, τήν καρτερία καί τή σιωπή τοῦ Θεοῦ; Ἀφοῦ γνωρίζεις, πώς δέν ἔχεις τή δυνατότητα νά βγεῖς ἀπό τό λαβύρινθο τοῦ ἑαυτοῦ σου δίχως τή δική Του συνδρομή, χωρίς τή Χάρη Του. Κι ὅμως συνεχίζεις νά βλέπεις τά πράγματα μέσ᾿ ἀπό τήν προοπτική τῆς προχειρότητας καί τῆς φιλαυτίας. Πού σημαίνει, πώς ξέρεις τί κάνεις, μά δέν γνωρίζεις τό τί πραγματικά θέλεις. Βέβαια, τό μπέρδεμα μέσα μου εἶναι παράγωγο κάποιων διεργασιῶν καί παλαιῶν ἀπροσεξιῶν, πού δέν ἄφησαν περιθώρια γόνιμου αὐτοελέγχου, ἀλλά συσσωρεύτηκαν μέ βιασύνη καί ἀφέλεια πάνω στή ψυχή μου καί κατάφεραν νά τήν καταντήσουν ἕνα χῶρο ἐντελῶς ἀκατάστατο, ὅπως λέει κι ὁ ποιητής, «σπήλαιο ληστῶν».
Ὅμως κάποτε τά πράγματα ἀλλάζουν κι ἔρχεται ἡ μοναξιά τῆς ἐρημίας καί τῆς ὁδοιπορίας ἐν νυκτί, μέσα σέ ἀντίξοες συνθῆκες βίου καί πολλαπλᾶ μαχαιρώματα, πού τά νοιώθεις στό κορμί σου κι ὅμως εἶναι βέβαιο πώς τά ξεπερνᾶς, γιατί πρέπει νά ξαναβγεῖς στήν ἐπιφάνεια, ν᾿ ἀνεβεῖς ἀπό τό βαθύ πηγάδι πού σέ ρίξανε καί νά μιλήσεις τή γλώσσα τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰλικρίνειας καί τῆς βεβαιότητας. Μέ λίγα λόγια νά ξεπεράσεις καί τοῦτο τό αὐτο-ποιμαντικό ἀδιέξοδο. Πάντα ὅμως μέ τή δική Του τήν φωτεινή προπόρευση, στόν προσωπικό σου τό Γολγοθά.
2* Νυχτωμένος δρόμος. Ἥσυχος καί ὑγρός ἀπό τό ψιλόβροχο πού σέ τυλίγει. Τό δρομολόγιο πάντα τό ἴδιο. Μόνο πού αὐτή ἡ σιωπηλή, χωρίς ἴχνη θορύβου, χωρίς ἀνθρώπους νά κυκλοφοροῦν, πορεία μέσα στή νυχτωμένη πολίχνη, ὁπού ἀπό τά φωτισμένα παράθυρα τῶν σπιτιῶν ξεχύνεται ένα γαλήνιο φως, σοῦ φέρνει στό νοῦ κάποια ἄλλα βήματα ἁγίων Μορφῶν πού τό εἰδωλό τους, ἡ σκιά τους, καθρεφτίστηκαν, ὅπως καί ἡ δικιά σου σ᾿ αὐτούς τούς δρόμους, ἀλλά σέ ἄλλα χρόνια, δίσεκτα, σκληρά καί ματωμένα. Μνημονεύεις κι ἀπόψε τόν Ἅγιο Ρηγῖνο (4ος αἰ.), τόν ὅσιο Ἱερόθεο τόν Ἰβηρίτη (1724), τόν ἅγιο Κοσμά τόν Αἰτωλό (1770), τόν ἅγιο Νεκτάριο (1898), ἀλλά καί τούς Γέροντες ἐφημερίους τῶν τότε ἕντεκα ἐνοριῶν τῆς Χώρας, μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰ., ἀλλά καί τούς ἄλλους πνευματικούς πατέρες, ὅπως ὁ πολύς Γέροντας Σωφρόνιος Κεχαγιόγλου, ὁ φίλοςτοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, πού βημάτισαν σ᾿ αὐτά τά πέτρινα σοκάκια, ἀφήνοντας μαζί μέ τό βηματισμό καί τό χνῶτο τῆς ἁγιότητός τους, ὡσάν ἄλλο λιβανωτό, ν᾿ ἀπλωθεῖ μέσα σέ τούτη τήν πολίχνη. Μακάριοι ὅσοι καταφέρνουν στούς καιρούς μας καί κοινωνοῦν ἀπό τήν εὐωδία τῆς ἁγιότητος, πού ὡς ἄλλη εὐλογία ἄφησαν Ἐκεῖνοι στόν τόπο μας. Κάτι τέτοιες στιγμές λοιπόν, πού μέ τή γεύση τῆς βροχῆς ἡ γῆ ἀποπνέει ἐκεῖνο τό γλυκό καί τρυφερό ἄρωμα, νομίζεις πώς μαζί μ᾿ αὐτό εἶναι ἀνεμιγμένη κι ἡ ἀνάσα τῶν Ἁγίων ἐκείνων Μορφῶν. Καί παρηγοριέσαι...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Είναι απολαυστικά κατανυκτικός ο λόγος του πατρός. Ευχαριστούμε πού μας δίνεται η δυνατότητα να διαβάζουμε κείμενα του, εδώ.
ReplyDelete@ π. Παντελεήμων Kρούσκος,
ReplyDeleteΌ,τι και να πούμε είναι λίγο για τον π. Κ.Ν.Κ. Μας κάνει όλους πλουσιώτερους η εμπνευσμένη γραφίδα του.
Η ανάρτηση κάθε Δευτέρα στο Ημερολόγιο Αποδημίας είναι συνειδητά και ολόψυχα αφιερωμένη στον π. Κ.Ν.Κ.