Στήν ζωή τοῦ πολυφίλητου στάρετς Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ὅλα ὅσα διηγοῦνται γι αὐτόν χαρίζουν στήν καρδιά ἕνα σπάνιο αἴσθημα μέ πολλές διαφορετικές ἀποχρώσεις ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τοῦ ἀναγνώστη.
Ἄν ὑποφέρει τοῦ μαλακώνουν τόν πόνο. Ἄν τόν ταράζουν δοκιμασίες, τό βάρος ἐλαφρώνει. Ἄν ἡ ἔρημος πολιορκεῖ τήν ψυχή του, ὁ στάρετς γίνεται ὁ πιό τρυφερός σύντροφος -τόσο κοντινή καί ἄμεση εἶναι ἡ παρουσία του.
Ἀνάμεσα στίς θαυμαστές διηγήσεις ὑπάρχει μιά τόσο ἐκπληκτική πού θά ἄξιζε νά βρίσκεται στό προσκεφάλι κάθε ἀσθενοῦς. Πρόκειται γιά τήν ἱστορία τῆς πρώτης θαυματουργικῆς θεραπείας τοῦ μακάριου Σεραφείμ. Ἦταν στά 1823 καί ὁ στάρετς εἶχε μόλις ἀρχίσει νά δέχεται ἐπισκέπτες στό κελλί ὅπου εἶχε παραμείνει ἔγκλειστος γιά δεκαέξι χρόνια. Ἀπό τό Νίζνι - Νόβγκοροντ φέρανε τότε ἕνα νέο πού τόν ταλαιπωροῦσε μιά παράξενη ἀρρώστια. Ὁ στάρετς βγῆκε νά τόν προϋπαντήσει καί ὁ νέος ἄνδρας κλαίγοντας παρακάλεσε νά τόν θεραπεύσει. Τρεῖς φορές στίς ἰσάριθμες ἐρωτήσεις ὁ νέος ἀπάντησε πώς πιστεύει μέ ὅλη του τήν ψυχή στόν Θεό. Τότε ὁ πατέρας Σεραφείμ τοῦ εἶπε:
Ἐάν πιστεύεις, χαρά μου, πάντα δυνατά τῶ πιστεύοντι. Πίστευε λοιπόν πώς ὁ Κύριος θά σέ θεραπεύσει καί γω ὁ φτωχός Σεραφείμ θά προσευχηθῶ.
Μετά γύρισε στό κελλί του καί ἀπό ὥρα βγῆκε φέρνοντας λάδι ἀπ’ τό καντήλι πού ἄναβε μπροστά στήνεἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Εἶπε στόν νέο πού λεγόταν Μιχαήλ, νά γυμνώσει τά πόδια του κι ἄρχισε νά τά τρίβει ἐπαναλαμβάνοντας: «Μέ τή χάρη πού πήρα ἀπό τόν Θεό, εἶσαι ὁ πρῶτος πού θεραπεύω.»
Ἡ πρόταση αὐτή ἀκούγεται τόσο ἁπλοϊκή ὥστε εὔκολα μπορεῖ κανείς νά τήν προσπεράσει. Ἀλλά οὔτε ἁπλοϊκή οὔτε ἁπλή εἶναι. Μιά ἄβυσσος ἐλέους ἀνοίγεται μέ τίς πρῶτες λέξεις καί κάθε μία πού προστίθεται ἐπικαλεῖται νέες ἀσύλληπτες ἀβύσσους βεβαιότητας, θάρρους, οἰκείωσης, δέους, ἀγάπης δίχως τέλος, κι ἄλλες ἄρρητες ἐντελῶς.
Κατόπιν ὁ στάρετς τοῦ τύλιξε τά πόδια, τοῦ γέμισε τίς τσέπες μέ ξερό ψωμάκι, τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. Ὁ Μιχαήλ δίσταζε ἀλλά ὅταν σιγουρεύτηκε πώς τά πόδια του τόν βαστοῦν καί μπορεῖ νά βαδίσει, ἔπεσε στά γόνατα εὐχαριστώντας τόν πατέρα Σεραφείμ. Ἐκεῖνος τόν σήκωσε καί τοῦ εἶπε αὐστηρά: «Μήπως ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Σεραφείμ νά δίνει τό θάνατο ἤ τή ζωή; Νά κατεβάζει στόν Ἅδη ἤ νά βγάζει ἀπό κεῖ; Τί λές φίλε μου; Ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τόν Θεό πού ἐκπληρώνει τό θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτόν καί πού ἀκούει τίς προσευχές τους. Αὐτόν καί τήν Παναγία Μητέρα του νά εὐχαριστεῖς.»
Ἡ ἱστορία ἔχει μιά ἀκόμη πιό ἐκπληκτική συνέχεια, γιατί καθώς φαίνεται ὁ Μιχαήλ ἦταν ὄχι ἁπλά μιά ἐκλεκτή ἀλλά μιά σπάνια ψυχή κι ὁ στάρετς γνώριζε σέ ποιά περίπτωση κι ἀπό ποιόν νά ζητάει πολλά καί μεγάλα κατορθώματα. Στόν πρῶτο του θεραπευμένο λοιπόν, ὅταν ὁ ἴδιος ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά μάθει τόν πιό καλό τρόπο νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη γιά τήν θεραπεία του στόν Θεό, τοῦ πρότεινε νά ἐπιλέξει τήν ἑκούσια φτώχεια. Παρόλη τήν κατάπληξη γιά κάτι ἐξαιρετικά δύσκολο, παρόλη τήν ἀνησυχία γιά τίς ἀντιδράσεις τῆς νεαρῆς του γυναίκας πού ἦταν συνηθισμένη στήν ἄνεση, ὁ Μιχαήλ δέχτηκε καί ἡ ζωή του ἔκτοτε δέθηκε μέ τήν ζωή τοῦ φτωχοῦ Σεραφείμ, ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους Ἁγίους τῆς Ρωσίας.
Ἄν καί ἡ συγκεκριμένη ἱστορία μᾶς ἀφήνει ἐκστατικούς, μᾶς τρομάζει ἐπίσης. Μποροῦμε νά τήν ἀκούσουμε ὡς θαυμαστή ἤ καί ἐξωπραγματική ἀφήγηση θεραπείας, ἀλλά μοιάζει νά μή διαθέτουμε αὐτιά, νοῦ καί καρδιά ἱκανά νά συλλάβουν τό μέγεθος μιᾶς πλήρους μεταμόρφωσης. Ἔχουμε ἀναπτύξει καί ἐθιστεῖ σέ ἕνα βάρβαρο «ἦθος »: νά χειριζόμαστε τούς συνανθρώπους μας, τόν ἑαυτό μας, τή ψυχή μας, τή φύση, τόν Θεό.
Ὅλοι κι ὅλα εἶναι μιᾶς ἤ ὁρισμένων χρήσεων στίς κοινωνίες μας.
Γι αὐτό ἡ θαυματουργική ἐπέμβαση μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὡς ἐπιτυχημένη «χρήση» τῆς Θείας Δύναμης, ἐνῶ ἡ μεταστροφή τοῦ θεραπευμένου Μιχαήλ σέ μιάν ὅλως ἄλλη ζωή νά ἀκούγεται ἐντελῶς ἀκατανόητη. Δ έ ν ἔζησαν αὐτοί καλά κι ἐμεῖς καλύτερα!
Ὁ πολυφίλητος Ἅγιος ὅμως ἄν βρισκόταν σήμερα στίς πολυάνθρωπες ἐρήμους μας, δέν θά δίσταζε κι ἐμᾶς, τούς χαμένους σέ λαβυρίνθους ἀγριότητας, νά μᾶς ἀποκαλεῖ: «χαρά του» καί «θησαυρό του». Ἴσως νά περνοῦσε ἄλλες χίλιες μέρες καί νύχτες πάνω στήν πέτρα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς του. Στόν Μιχαήλ πάντως, ὅταν χαρούμενα τοῦ πρότεινε τήν ἑκούσια φτώχεια, εἶπε:
«Ὁ Κύριος δέν θά σ’ἐγκαταλείψει οὔτε σ’ αὐτή τή ζωή οὔτε στήν ἄλλη. Δέν θά εἶσαι ποτέ πλούσιος, ἀλλά θά τρῶς κάθε μέρα τό ψωμί σου. Προσευχήσου. Σκέψου. Ὅταν ἀποφασίσεις, γύρνα ξανά νά μέ δεῖς».
Ἄν ὑποφέρει τοῦ μαλακώνουν τόν πόνο. Ἄν τόν ταράζουν δοκιμασίες, τό βάρος ἐλαφρώνει. Ἄν ἡ ἔρημος πολιορκεῖ τήν ψυχή του, ὁ στάρετς γίνεται ὁ πιό τρυφερός σύντροφος -τόσο κοντινή καί ἄμεση εἶναι ἡ παρουσία του.
Ἀνάμεσα στίς θαυμαστές διηγήσεις ὑπάρχει μιά τόσο ἐκπληκτική πού θά ἄξιζε νά βρίσκεται στό προσκεφάλι κάθε ἀσθενοῦς. Πρόκειται γιά τήν ἱστορία τῆς πρώτης θαυματουργικῆς θεραπείας τοῦ μακάριου Σεραφείμ. Ἦταν στά 1823 καί ὁ στάρετς εἶχε μόλις ἀρχίσει νά δέχεται ἐπισκέπτες στό κελλί ὅπου εἶχε παραμείνει ἔγκλειστος γιά δεκαέξι χρόνια. Ἀπό τό Νίζνι - Νόβγκοροντ φέρανε τότε ἕνα νέο πού τόν ταλαιπωροῦσε μιά παράξενη ἀρρώστια. Ὁ στάρετς βγῆκε νά τόν προϋπαντήσει καί ὁ νέος ἄνδρας κλαίγοντας παρακάλεσε νά τόν θεραπεύσει. Τρεῖς φορές στίς ἰσάριθμες ἐρωτήσεις ὁ νέος ἀπάντησε πώς πιστεύει μέ ὅλη του τήν ψυχή στόν Θεό. Τότε ὁ πατέρας Σεραφείμ τοῦ εἶπε:
Ἐάν πιστεύεις, χαρά μου, πάντα δυνατά τῶ πιστεύοντι. Πίστευε λοιπόν πώς ὁ Κύριος θά σέ θεραπεύσει καί γω ὁ φτωχός Σεραφείμ θά προσευχηθῶ.
Μετά γύρισε στό κελλί του καί ἀπό ὥρα βγῆκε φέρνοντας λάδι ἀπ’ τό καντήλι πού ἄναβε μπροστά στήνεἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Εἶπε στόν νέο πού λεγόταν Μιχαήλ, νά γυμνώσει τά πόδια του κι ἄρχισε νά τά τρίβει ἐπαναλαμβάνοντας: «Μέ τή χάρη πού πήρα ἀπό τόν Θεό, εἶσαι ὁ πρῶτος πού θεραπεύω.»
Ἡ πρόταση αὐτή ἀκούγεται τόσο ἁπλοϊκή ὥστε εὔκολα μπορεῖ κανείς νά τήν προσπεράσει. Ἀλλά οὔτε ἁπλοϊκή οὔτε ἁπλή εἶναι. Μιά ἄβυσσος ἐλέους ἀνοίγεται μέ τίς πρῶτες λέξεις καί κάθε μία πού προστίθεται ἐπικαλεῖται νέες ἀσύλληπτες ἀβύσσους βεβαιότητας, θάρρους, οἰκείωσης, δέους, ἀγάπης δίχως τέλος, κι ἄλλες ἄρρητες ἐντελῶς.
Κατόπιν ὁ στάρετς τοῦ τύλιξε τά πόδια, τοῦ γέμισε τίς τσέπες μέ ξερό ψωμάκι, τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. Ὁ Μιχαήλ δίσταζε ἀλλά ὅταν σιγουρεύτηκε πώς τά πόδια του τόν βαστοῦν καί μπορεῖ νά βαδίσει, ἔπεσε στά γόνατα εὐχαριστώντας τόν πατέρα Σεραφείμ. Ἐκεῖνος τόν σήκωσε καί τοῦ εἶπε αὐστηρά: «Μήπως ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Σεραφείμ νά δίνει τό θάνατο ἤ τή ζωή; Νά κατεβάζει στόν Ἅδη ἤ νά βγάζει ἀπό κεῖ; Τί λές φίλε μου; Ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό τόν Θεό πού ἐκπληρώνει τό θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτόν καί πού ἀκούει τίς προσευχές τους. Αὐτόν καί τήν Παναγία Μητέρα του νά εὐχαριστεῖς.»
Ἡ ἱστορία ἔχει μιά ἀκόμη πιό ἐκπληκτική συνέχεια, γιατί καθώς φαίνεται ὁ Μιχαήλ ἦταν ὄχι ἁπλά μιά ἐκλεκτή ἀλλά μιά σπάνια ψυχή κι ὁ στάρετς γνώριζε σέ ποιά περίπτωση κι ἀπό ποιόν νά ζητάει πολλά καί μεγάλα κατορθώματα. Στόν πρῶτο του θεραπευμένο λοιπόν, ὅταν ὁ ἴδιος ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά μάθει τόν πιό καλό τρόπο νά ἐκφράσει τήν εὐγνωμοσύνη γιά τήν θεραπεία του στόν Θεό, τοῦ πρότεινε νά ἐπιλέξει τήν ἑκούσια φτώχεια. Παρόλη τήν κατάπληξη γιά κάτι ἐξαιρετικά δύσκολο, παρόλη τήν ἀνησυχία γιά τίς ἀντιδράσεις τῆς νεαρῆς του γυναίκας πού ἦταν συνηθισμένη στήν ἄνεση, ὁ Μιχαήλ δέχτηκε καί ἡ ζωή του ἔκτοτε δέθηκε μέ τήν ζωή τοῦ φτωχοῦ Σεραφείμ, ἑνός ἀπό τούς μεγαλύτερους Ἁγίους τῆς Ρωσίας.
Ἄν καί ἡ συγκεκριμένη ἱστορία μᾶς ἀφήνει ἐκστατικούς, μᾶς τρομάζει ἐπίσης. Μποροῦμε νά τήν ἀκούσουμε ὡς θαυμαστή ἤ καί ἐξωπραγματική ἀφήγηση θεραπείας, ἀλλά μοιάζει νά μή διαθέτουμε αὐτιά, νοῦ καί καρδιά ἱκανά νά συλλάβουν τό μέγεθος μιᾶς πλήρους μεταμόρφωσης. Ἔχουμε ἀναπτύξει καί ἐθιστεῖ σέ ἕνα βάρβαρο «ἦθος »: νά χειριζόμαστε τούς συνανθρώπους μας, τόν ἑαυτό μας, τή ψυχή μας, τή φύση, τόν Θεό.
Ὅλοι κι ὅλα εἶναι μιᾶς ἤ ὁρισμένων χρήσεων στίς κοινωνίες μας.
Γι αὐτό ἡ θαυματουργική ἐπέμβαση μπορεῖ νά ἐκληφθεῖ ὡς ἐπιτυχημένη «χρήση» τῆς Θείας Δύναμης, ἐνῶ ἡ μεταστροφή τοῦ θεραπευμένου Μιχαήλ σέ μιάν ὅλως ἄλλη ζωή νά ἀκούγεται ἐντελῶς ἀκατανόητη. Δ έ ν ἔζησαν αὐτοί καλά κι ἐμεῖς καλύτερα!
Ὁ πολυφίλητος Ἅγιος ὅμως ἄν βρισκόταν σήμερα στίς πολυάνθρωπες ἐρήμους μας, δέν θά δίσταζε κι ἐμᾶς, τούς χαμένους σέ λαβυρίνθους ἀγριότητας, νά μᾶς ἀποκαλεῖ: «χαρά του» καί «θησαυρό του». Ἴσως νά περνοῦσε ἄλλες χίλιες μέρες καί νύχτες πάνω στήν πέτρα τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς του. Στόν Μιχαήλ πάντως, ὅταν χαρούμενα τοῦ πρότεινε τήν ἑκούσια φτώχεια, εἶπε:
«Ὁ Κύριος δέν θά σ’ἐγκαταλείψει οὔτε σ’ αὐτή τή ζωή οὔτε στήν ἄλλη. Δέν θά εἶσαι ποτέ πλούσιος, ἀλλά θά τρῶς κάθε μέρα τό ψωμί σου. Προσευχήσου. Σκέψου. Ὅταν ἀποφασίσεις, γύρνα ξανά νά μέ δεῖς».
Νατάσα Κεσμέτη
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
Μάρτιος 2012
Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
Μάρτιος 2012
No comments:
Post a Comment