Βαρυμένος τοῦ κόσμου τῃ ζάλῃ
Θλιβερός ἀπ'τά τόσα δεινά μου._
μοναξιά κι ἐρημίαις ἐποθοῦσα
ν'ἀνασάνη ἡ δόλια καρδιά μου._ !!
__
Νά χυθῆ στά πικρά μου τά στήθη
τῆς δροσιᾶς τό γλυκύ τό ἀγέρι
νά ξεχάσω τίς ἄμετραις πίκρες
ἡ ζωή ἐδῶ κάτω πού φέρει. _!!
__
Κι ἀντί ν'αύρο δροσιά καί γαλήνη
μοιρολόγια καημούς βρίσκω πάλι
μά σ'αὐτά τά πικρά μοιρολόγια
εἶδα μέσα μιά χάρι μεγάλη. _ !!
__
Ἄχ ! Ἰδούμαι ῳ! κόρη πού φθίνω
δέν ὑπάρχει γιά μέ οἰκτιρμός
ρέει ἄπασμου ὁ βίος καί σβήνω
Ὁ τοῦ ἔρωτα μέ φλέγει καϋμός. _!!
__
Ὅταν αὔρα ψυχρά ψιθυρίζει
Ἐν ἀρχῃ ὡραίας νυκτός
δυό πουλάκια φρικτά ὑποφέρουν
καί τό τέλος ἐλπίζουν Παντός. _ !!
Ἔλπιζον. Ἔλπιζον.
Δημήτριος Κεσμέτης
* Ἐν
Κωνσταντινουπόλει, 28 Ἀπριλίου, ἀγνώστου ἔτους. Ἐπάνω ἀριστερά γράφει: «ὁ
πατέρας μου πρός τήν μητέρα μου». Τό ραβασάκι διέσχισε «ἀνταλλάξιμες» θάλασσες τό 1923, ἔφτασε
ἐπιτέλους στήν Ἑλλάδα, ἐπέζησε,
ἄν καί σχεδόν κουρελιασμένο, περιπέτειες καί περιέπειες στόν κόρφο τῆς
Ἀγαθονίκης Δ. Κεσμέτη, μεταφέρθηκε ἀπό
τήν Κοκκινιά στόν Ὑμμητό, ἔμεινε χρόνια
μετά τόν θάνατο της, μέσα στήν κατοχική πείνα τοῦ 1943, ἀφανῶς στό πορτοφόλι
τοῦ γιοῦ της Γεωργίου κι ἀνασύρθηκε ἀπό κεῖ τήν ἡμέρα τοῦ αἰφνιδίου θανάτου του,
πάνω στό τραπέζι τῆς νεκροψίας, τό 1962. Κράτησα τήν ὀρθογραφία καί
ἀνορθογραφία, τήν στίξη καί πάνω ἀπ’ ὅλα τό φρόνημα τοῦ πάππου μου: Ἔλπιζον. Χωρίς θαυμαστικά. Μόνο μέ τήν
ἁπολυτότητα τῆς τελείας ἑνός ἑρμηνευτικοῦ: Θάρσει καί ἀνδρίζου.
Ἀναστασία Γ.
Κεσμέτη
2 Ἰουνίου 2012, ΨυχοΣάββατο - τό λεγόμενο «Χρυσό Κόλλυβο».
Κι ὅμως, ἔχει ψυχή αὐτό τό λιτό ποίημα, γιατί εἶναι σταλαγμός καρδιακός, βιωματικη κατάθεση. Μᾶς συγκίνησε πάλι ἠ Νατάσα. Νἄχει τὴν εὐχή τῶν προγόνων της. π.κ.καλλιανός
ReplyDelete