Κάθε τέτοιο καιρό, καιρό τοῦ θέρους καί τῶν διακοπῶν, ἡ μνήμη ταξιδεύει στό χθές, τό χθές τῶν ἐφηβικῶν καί τῶν παιδικῶν καιρῶν, καί μέ ἱερή προσοχή πασχίζει νά συλλαβίσει ἐκεῖνες τίς λιτές, μά τόσο εὐλογημένες καί θεοφώτιστες στιγμές, πού ἔζησες σ᾿ ἕνα χωριό σκαλισμένο ἀνάμεσα στά βράχια καί στούς πευκῶνες τοῦ νησιοῦ.
Τότε ἀκόμα οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦσαν καί σέβονταν τή γῆ. Τήν καλλιεργοῦσαν, κι ἐκείνη τούς ἔδινε πλούσια τά ἀγαθά της, σέ φροῦτα καί ὀπῶρες. Μόνο πού τότε οἰ ἄνθρωποι ζοῦσαν πιό λιτά, ἁπλά καί μέ μοναδικό τους προνόμιο νά τανύσουν τό χρόνο τους ἴσαμε τίς γιορτές, πού τόσο πυκνώνουν στό θερινό τό χρόνο. (Σήμερα, δυστυχῶς, γιά νά ξορκίσουμε αὐτές τίς ἀνεκλάλλητες εὐκαιρίες, ἐφεύραμε ἕνα πλῆθος ἄλλων θερινῶν "πολιτιστικῶν" ἐκδηλώσεων, τίς ὁποῖες ὀνομάσαμε γιορτές, δίχως νά διακρατοῦν τή δροσιά καί τήν εὐλογία πού προσφέρει ἡ ὄντως γιορτή, ὅπως μᾶς τήν παραδίδει καί τήν πραγματοπιεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας).
Θερινές ανάσες... |
Στέκομαι ἀπόψε παραμονή τῆς γιορτῆς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων κι ἀφουγκράζομαι φωνές τοῦ χτές, φωνές μακρυνές, ξεχασμένες ἀπ᾿ τούς πολλούς καί κατεβαίνω τά σκαλοπάτια τοῦ χρόνου μέ κείνη τή σπουδή καί τήν ἀνησυχία τῆς νιότης, ὥστε νά βρεθῶ καί πάλι στό δροσερό τό βράδυ, ἀπέξω ἀπ᾿ τό φοῦρνο μας, μέ τό κέρασμα τῆς λεμονάδας "τοῦ πάγου" -μιᾶς καί μοναδικῆς, μοιρασμένης γιά τέσσερα πρόσωπα... Τί χαρά γιά κεῖνο τό μικρό τό φλυτζανάκι μέ τό κρύο τό ἀναψυχτικό... Συνδυασμένο αὐτό τό κέρασμα μέ τό πανηγύρι τοῦ χωριοῦ μας, μᾶς φαινόταν ὡς πραγματική εὐλογία, καθώς κάτω ἀπ᾿ τόν ἔναστρο τόν οὐρανό καί δίχως τήν ἄγρια τήν εἰσβολή τῶν ἡλεκτρικῶν, ὅλη ἡ χαρά μας ἦταν ἐπικεντρωμένη στή θερινή τή νύχτα, μέ τή δροσερή ἀνάσα τῆς θάλασσας ν᾿ ἀνεβαίνει λαχανιασμένη καί νά ζωοποιεῖ τόν τόπο καί τούς ἀνθρώπους.
Κάθε χρόνο τέτοια βραδυά ἀναζητῶ ἐκείνη τή δροσερή πεζούλα, τά λίγα γραμμάρια τῆς δροσερῆς λεμονάδας καί τόν ἔναστρο οὐρανό πού τόν ἐξαφάνισαν τά ἠλεκτρικά τά φῶτα. Τά δαιμονισμένα φῶτα κι οἱ ἐκτυφλωτικοί προβολεῖς. Καί τό κυριώτερο, άναζητῶ ἐκείνη τήν ἡρεμία πού ἀπλωνόταν στόν τόπο, ἡρεμία πού κάποτε-κάποτε τήν ἔκοβε στή μέση τό ταξίδεμα τοῦ γρύ-γρύ ἀπέναντι στό σκοτεινό τό πέλαγος, τό γάβγισμα κάποιου σκύλου καί, γύρω στά χαράματα, τό λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
Σήμερα τά καλοκαίρια ἐτοῦτα χάθηκαν. Καί μαζί τους
ταξίδεψε γιά μακριά, ἡ ἡρεμία, ὁ ἔναστρος οὐρανός καί φυσικά ὅ,τι ζωντάνευε τά
κύτταρα τοῦ εἶναι μας καί τά ἀνανέωνε. Γιατί στά χρόνια μας τό καλοκαίρι ἔγινε
μιά φριχτή ἐποχή παραγεμισμένη μέ ἥχους μεγάλης ἔντασης καί ἀταίριαστους μέσα
στό μεγαλεῖο τῆς θείας καί χαριέστατης θερινῆς νύχτας. Καί μαζί μ᾿ αὐτούς
συνυπάρχει ἔνα πλῆθος ἀνθρώπων πού δέν ἐπιζητοῦν τήν ἡσυχία καί τό ρεμβασμό,
ὥστε ν᾿ ἀποτοξινώσουν τό εἶναι τους ἀπό κάθε τι τό βέβηλο, τό ἄχρηστο καί περιττό,
ἀλλά ἐπιμένουν νά φέρνουν στούς νησιωτικούς ἤμερους καί πλούσια εὐλογημένους
ἀπό τό Θεό τόπους, τούς ἔντονους ρυθμούς τῆς πολιτείας, σέ σημεῖο νά
ἐξατμίζεται ἀπό μέσα τους καί ἡ παραμικρή ἰκμάδα ἀνανέωσης καί ζωῆς.
Σκοπελίτικο θερινὸ μεσημέρι |
Γιατί πόσο φρόνιμο θά ἦταν στόν ἐπισκέπτη-παραθεριστή
νά ἐκμεταλλευόταν τό χρόνο πού τοῦ παρέχει "ἡ κατάπαυσις πάντων τῶν ἔργων
αὐτοῦ" καί ν᾿ ἀποταμιεύσει ἕνα πλῆθος ἀπό εἰκόνες καί ἤχους πού τοῦ
παρέχει ἀνεξόδιαστα ἡ φύση κι ἡ ἐποχή. Εἰκόνες, ὅπως τήν ἀνατολή ἤ τή δύση τοῦ
ἥλιου μέ κείνη τήν πανοραμική πολυχρωμία καί τή γαλήνη, ἡ ὁποία ἀναμφίβολα ψυχαγωγεῖ, ἀλλά καί ὁδηγεῖ τό εἶναι σιμά στόν Δημιουργό. Ἦχοι, ὅπως τό
θρόισμα τῶν πεύκων στήν πρωϊνή τήν αὔρα ἤ στήν ἀνέμελη πνοή τῶν δειλινῶν
μελετεμιῶν, τό τραγούδι τοῦ τζίτζικα στό φωτισμένο μεσημέρι, τό ξεδίπλωμα τοῦ
κύμματος στήν ἐωθινή ἀκρογιαλιά, ἀλλά καί τό σεριάνισμα τῆς εὐκατάνυκτης σιωπῆς
στούς ἱερούς τούς χώρους τῶν ταπεινῶν ἐξωκκλησιῶν, πού εὐωδιάζουν θυμίαμα,
καμμένο λάδι καί ξεραμένο λουλούδι. Ὅλα τοῦτα, πόσο ἀποτοξινώνουν τήν ψυχή καί
τό εἶναι, ὀδηγῶντας τά βήματα στήν προσευχή καί στήν πρώτη τήν προσπάθεια γιά
ἕνα ξαναδέσιμο μ᾿ Ἐκεῖνον, πού δημιούργησε τό Κόσμο "καλόν
λίαν"(πρβλ. Γεν. 1, 31), ἀλλά καί ἕνα κοίταγμα "ἔνδον", στά
βαθειά, τά σπήλαια τοῦ εἶναι, ὥστε ν᾿ ἀρχίσει τό συγύρισμά του, μέ πρῶτο θεμέλιο
τήν ἐξαγόρευση. Ἀλήθεια, ποιός ἀπ᾿ ὅσους ἔρχονται καί ἐπισκέπτονται τήν
θεόγραφο Ἑλληνική φύση καταννοεῖ, τό πόσες εὐκαιρίες παρέχει ὁ Θεός στόν
ἄνθρωπο πρίν τόν φωνάξει σιμά του; Φοβᾶμαι ἐλάχιστοι, ἴσως μετρημένοι στά δάχτυλα
τοῦ ἑνός χεριοῦ...
Ὅσον ἀφορᾶ δέ τίς γιορτές, αὐτές ἀπομένουν ξεχασμένες σέ κάποιες ταπεινές ὀλιγάριθμες συνάξεις εὐλαβῶν πιστῶν, πού ἐπιμένουν νἀ τιμοῦν τίς χρονιάρες τίς μέρες. Μέχρι πότε ὅμως;
Κων. Ν. Καλλιανός
Πρωτοπρεσβύτερος
No comments:
Post a Comment