Οἱ γόησσες τοῦ Μουταλάσκη *
στό μπαμπάκι βουτηγμένες
Τάσος Γαλάτης
Τά μεσημέρια καί
τά καλοκαιρινά ἀπογεύματα νωρίς γίνονταν πιό δροσερά ἀπό τά περκάλια. Ἀκόμη κι
ἄν δέν ἦσαν πρώτης ποιότητας, τά μικρά σχέδιά τους , ἡ ἁπαλή ὑφή τους πρόσθεταν
δροσιά στίς ὧρες. Τά μοτίβα τους: λουλουδάκια, μινιατοῦρες κλαδιῶν, ρόμβοι ἤ
ἄλλα σχήματα, γραμμοῦλες. Στά πιό ἀνοιχτά χρώματα: φουντουκί, φυστικί, κουφετί,
ζαχαρί, γαλάζιο. Καί τά μέλη πού πρόβαλλαν μέσα ἀπό τά νυχτικά ἤ τίς ρομποῦλες,
ἀκόμα κι ἄν ἦσαν μέλη κάποιας γιαγιᾶς, ἔπαιρναν μιά θαμπή ὡστόσο λάμπουσα
διαύγεια, σάν τίς εὔθραστες κοῦκλες ἀπό ἀκριβό κόκκαλο, πολύ πρίν βγοῦν τά
πλαστικά.
Τά περκάλια δίνανε
τήν ἐντύπωση πώς ἀκόμα κι οἱ ἐργάτριες στά ὑφαντουργεῖα ἦσαν εὐχαριστημένες πού
τά δούλευαν ὅλες τίς ὧρες, νύχτα καί μέρα. Ἀλλά ἄν εἶναι ἀλήθεια, θά πρεπε νά
τό ποῦν οἱ ἴδιες οἱ ὑφάντρες.
Εἶδα κοπέλες σέ
περκάλια καί τίς θαύμασα. Ἡ ὄψη ἀπό τίς πολύ μεγάλες ἐξαδέλφες γινόταν ἀνάλαφρη
καί χαριτωμένη μέσα στά περκάλια.
Ἕνα θρόϊσμα ἄνοιξε
τίς κουρτίνες κι ἀποκάλυψε τίς γειτόνισσες γιά μιά στιγμή περκαλένιες καί μεταμορφωμένες σέ νύμφες.
Ἄν ψάξω στόν
ἠλεκτρονικό παντογνώστη θά βρῶ ἀπό ποῦ ἀκριβῶς προέρχεται τό περκάλι, κι ἄν
ἀκόμα θέλει δύο λού. Ἀλλά τί παραπάνω
θά μοῦ δώσουν οἱ πληροφορίες;
Μέσα στό φτωχό
κῆπο ἡ νεαρή μου ἐξαδέλφη ὑποδέχεται τόν ἀρραβωνιαστικό της ἔχοντας ρίξει ἕνα κάτι πάνω στό περκάλι πού μόλις
ἔκρυβε τή γύμνια της. Ἐκεῖνος τή φιλεῖ καί τήν σφίγγει.
Δέν ξέρω ἄν ἦσαν ἤ
ἄν ἔγιναν εὐτυχισμένοι. Ἡ ἴδια ἤ μ ο υ ν καθώς τούς ἔβλεπα σάν κάτι πρωτόφαντο.
Πέρα ὁ ἠλεκτρικός σφυρίζει. Πευκάκια, Περισσός, Νέα Ἰωνία... Περνάει
τίς γέφυρες μπαίνει στό σταθμό: Ἡράκλειο.
Τά πολύ μακρινά οὐράνια χρόνια μοῦ φύλαγαν
ἐδῶ, Χαρᾶς καί Νυμφῶν, ἕνα περκαλένιο
φουστανάκι πού τό ἔφτιαξε ἡ νεαρή μου ἐξαδέλφη ἀπό περκαλένιο νυχτικό της: ὅλο
μικρούτσικα τριανταφυλλάκια καί σοῦρες. Πεῦκα γέρνουν πάνω του, ρίχνουν
ρετσινωμένες βελόνες.
Ὁ ἠλεκτρικός
σφυρίζει πάλι, βγαίνει ἀπ’ τό σταθμό, συνεχίζει γιά Νεραντζιώτισα καί πέρα, ὥς
τά σπίτια ἀπό κόκκινη πέτρα καί ἀνεξιχνίαστους κήπους ἑνός ἀνακαλούμενου
Θέρους.
Δρόμοι
τοῦ κάτω κόσμου...
Δρόμοι
πιό ἀληθινοί ἀπό τήν ἀλήθεια.
Τό περκάλι εἶναι
ὡραῖο γιατί πάνω στήν ποδιά του κυλοῦν ἀθῶα δάκρυα. Ποιός κλαίει σιωπηλά; Καί Ποιός μπορεῖ νά συγκεντρώσει τόσα
δάκρυα διατηρώντας τα μοναδικά;
Ἀκόμα κι ἄν ὁ
κόσμος σβήσει μέσα στήν "χωρίς εἶδος"
μάζα, σ’ ἕνα ἀθέατο ποτήρι θά λάμπουν τά ἀθῶα δάκρυα καί κάποτε θά ποτίσουν
πάλι τή ζωή.
Νατάσα
Κεσμέτη
* Τό παράθεμα καί
διάσπαρτοι στίχοι ἀπό τήν ποιητική συλογή
«Κάθοδος» τοῦ Τάσου Γαλάτη. Ἐκδόσεις
Τυπωθείτω-Λάλον Ὕδωρ, 2011.
No comments:
Post a Comment