Συχνά, μέσα στὴν καθημερινοτητα ποὺ ὑπάρχουμε καὶ κινούμαστε,
γίνεται λόγος γιὰ τὶς δοκιμασμένες ψυχὲς ποὺ δὲ γεύονται τοῦτες τὶς θεϊκὲς τὶς ὧρες
τοῦ Ἑλληνικοῦ τοῦ θέρους, μὴτε μιὰ ριπὴ θαλασσινῆς αὔρας ἤ δροσεροῦ, μυρωμένου ὀρεινοῦ
ἀγέρα τὴν ἐκπνοή, ἀλλὰ ὑπομένουν τὴ ρυθμισμένη ἀνάσα τοῦ κλιματιστικοῦ, ποὺ παιδεύει
περισσότερο παρὰ ἀναψύχει. Καὶ μιλῶ γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς τῶν Νοσοκομείων, ποὺ μέσα
στὸ θέρος ὑποβάλλονται στὴ δοκιμασία αὐτή: τῆς στέρησής τους ἀπό κάποια θάλασσα
ἤ μιὰν ἥσυχη, λιτή καὶ φροντισμένη γωνιὰ σὲ κάποια δροσερὴ, ὀρεινὴ ἀγκαλιὰ αὐτοῦ τοῦ εὐλογημένου τόπου, νὰ
ραντίζονται ἀπό τὶς ποικίλες εὐωδιὲς τοῦ πυκνοῦ δάσους. Γιατὶ τὸ Ἑλληνικὸ Καλοκαίρι,
τὸ μοναδικὰ φωτεινὸ Καλοκαίρι ὅλης τῆς πλάσης, προσφέρει μιὰ θεϊκὴ ὁμορφιὰ ποὺ ἀνασταίνει
καί ἀναζωογονεῖ τὸν καθένα, καθὼς ἀναπλάθει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο εἶναι καὶ τὸ
καινοποιεῖ, χαρίζοντας στὰ κύτταρα μιὰν ἄλλη δύναμη. Αὐτὴν τὴν ὀμορφιά, τὸ
περίτρανο κάλλος τοῦ θέρους στεροῦνται λοιπόν, οἱ ὅσοι ἀνήμποροι τῶν
Νοσοκομείων. Ὑπομένουν τὴ δοκιμασία τους αὐτὴ καὶ ἐλπίζουν πὼς σύντομα θὰ βρεθοῦν
σὲ μιὰ ἀκρογιαλιὰ, νὰ τοὺς συντροφεύει ἐκεῖνο τὸ ἁπαλό γλύστριμα τῶν λαλαριδιῶν,
καθὼς τὰ ἀνεβοκατεβάζει, μὲ μιὰν ἰδιότυπη μουσικότητα, τὸ θαλάσσιο κῦμα ἤ νὰ
σκεπάζονται ἀπό τὸ λυτρωτικὸ τὸν ἴσκιο πελώριων δέντρων καὶ ν᾿ αφουγκράζονται τὰ
πουλιὰ ποὺ μιλᾶνε τὴ δικιά τους τὴ γλώσσα ἀνάμεσα στὰ φυλλώματα. Μακρυὰ ἀπὸ τὰ
δωμάτια αὐτὰ μὲ τὴ σκληρὴ τὴ μοναξιὰ νὰ τὰ ἐπισκέπτεται καὶ τὴ βαρειὰ τὴ μυρωδιὰ
ἀπό φάρμακα... Τὸ ζητούμενο λοιπόν, εἶναι νὰ ὑπάρξει τρόπος ἀπόδρασης ἀπό τοῦτη
τὴ δοκιμασία, ὥστε νὰ γίνεται ἡ κατάσταση ὅσο βολεύει πιὸ αἰσιόδοξη,
στεφανωμένη μὲ τὴν ἀξία τῆς ὁμορφιᾶς καὶ τῆς ἀναμονῆς ὅτι τὸ αὔριο θὰ εἶναι
διαφορετικό.
Μέρες τοῦ θέρους τοῦ 1996. Κάπου στὴ μακρυνὴ τὴν Ἀγγλία,
σὲ Νοσοκομεῖο μὲ μεγάλα φωτεινὰ παράθυρα καὶ ἀρκετὸ πράσινο νὰ τὸ ἀγκαλιάζει.
Τὸ δωμάτιο ἦταν
μπλὲ ἀνοιχτό -ὄχι μὲ τὴν όψη ποὺ ἔχουν τὰ νησιώτικα τὰ σπίτια- Ἦταν ἕνα
χρώμα ἀπωθητικό, σκληρό, ἀβέβαιο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ παιδὶ ποὺ τὸ «κατοικοῦσε», μὲ
τὰ σωληνάκια στὸ πρόσωπο, βάλθηκε νὰ τὸ μεταποιήσει σὲ μιὰ γωνιὰ ποὺ εὐωδιάζει
φρέσκο θαλασσινὸ ἀγέρα καὶ βασιλικό. Ἔτσι μὲ ὐπομονὴ καὶ φαντασία ἔσερνε τὰ μολύβια
καὶ τὰ χρώματα πάνω σὲ λευκὲς ἐπιφάνειες χαρτιοῦ καὶ τὶς γέμιζε μὲ θαλασσινὰ
τοπία τῆς Ὕδρας. Μπορεῖ τὰ σχέδια νὰ διακρατοῦσαν στὰ μάτια μας τὴν ἀκινησία
τους, ὡστόσο τὶς ψυχὲς μας τὰ μικρὰ καΐκια ταξίδευαν μέσα σὲ κυμματισμένη ἀπό
φρέσκο μελτέμι θάλασσα. Κι ὁ Παῦλος -ἔτσι λέγανε τὸ ἄρρωστο παιδί- μ᾿ αὐτὸν τὸν
τρόπο ζοῦσε τὸ δικό του τὸ καλοκαίρι, ξορκίζοντας τὴ σκυθρωπὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ
Νοσοκομείου. Γιὰ κεῖνον, ἀλλὰ καὶ γιὰ μᾶς ποὺ τὸν καταλαβαίναμε, οἱ ζωγραφιὲς αὐτὲς
ἦταν περίσσευμα ἐλπίδας, κήρυγμα αἰσιοδοξίας, προβολὴ τοῦ Κάλλους, τοῦ Κόσμου
τοῦ Θεοῦ, ποὺ τούτη τὴ δοκιμασμένη περίοδο συντροφεύει μὲ τὸ δικό του τρόπο: τὸν
τρόπο τῆς ἀναμονῆς γιὰ μιὰν αὐριανὴ ἡμέρα, φωτεινὴ ἡμέρα θερινή, ποὺ τὸ βαρκάκι
θἄναι ἀληθινό, ὅπως κι ἡ θάλασσα, ὅπωςκαὶ τὸ ταξίδι. Καί τότε τὸ ὄνειρο γινόταν
εὐλύγιστο, ὅπως οἱ περικοκλάδες καὶ σκαρφάλωνε μέσα στὸ πληγωμένο του εἶναι καὶ
τὸ παραγέμιζε μὲ γλυκασμὸ καὶ φῶς. Κι ἡ δοκιμασία σμίκρυνε, γινόταν ἐλάχιστη -ὑπαρκτὴ
ὡστόσο- ὅμως δὲν τὸν ἔπνιγε, δὲν τὸν καθήλωνε μὲ σκοπὸ νὰ τὸν κερδίσει. Ἐκεῖνος
εἶχε κερδίσει, μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἀναχώρησε ἀπό τὸν κόσμο αὐτόν, μιὰν ἄλλη
βιοτή: ποὺ τὴ μετουσίωνε σὲ θερινὲς ζωγραφικὲς εἰκόνες, μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦσε
κι ὁ ἴδιος. Καὶ δὲν ἦταν οὐτοπία αὐτό, μιὰν ἄλλη πραγματικὀτητα ἦταν ποὺ λίγοι
τὴν καταννοοῦν κι ἀκόμα λιγότεροι τὴν ἀποδέχονται.
Καθὼς τὸ Ἑλληνικὸ Καλοκαίρι εἰσόδευσε πιὰ κι ἡ ἀνάγκη
νὰ τὸ ζήσει ὁ καθένας μας ὑπάρχει, ὁ νοῦς
στρέφεται πρὸς τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες ποὺ δοκιμάζονται μακρυὰ ἀπὸ τὶς χαρὲς
καὶ τὶς θερινὲς τὶς ἀπολαύσεις, αὐτὰ τὰ πλούσια δῶρα τοῦ Δημιουργοῦ στὸν ἄνθρωπο.
Καὶ μέσα στὴν ἀνησυχία τους, στὴν ἔμπονο κατάστασή τους, προσφέρει λόγο
παραμυθίας γιὰ μιὰ ἀπόδραση ἀπό τὴ σκληρὴ τὴν καθημερινότητα. Ἀπόδραση μὲ
συνοδοιπόρους τὴν Ἐλπίδα καὶ τὴν Αἰσιοδοξία, πὼς ἐτούτη ἡ παρένθεση τῆς δοκιμασίας
τους πρόσκαιρη θὰ εἶναι καὶ σύντομα θὰ βρεθοῦν σὲ κάποια θάλασσα ἤ σὲ κάποια ἐξοχὴ
νὰ ξεδιπλώσουν τὴν ψυχή τους καὶ νὰ τὴ βαφτίσουν στὰ νάματα τὰ ἀθάνατα τῆς ἠσυχίας,
τῆς δροσιᾶς καὶ τῆς ὁμορφιᾶς, γιὰ νὰ λάμψει πάλι καὶ νὰ λευκανθεῖ.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment