Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἃς τὸ
πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεὶ•
ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, ἴδιο στὴν
ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ'
ὅλα του τὰ νιάτα.
( Κ. Παλαμᾶς)
Στὸν ἀξιότιμο κύριο Κων Κάρκο, Καθηγητή, τιμῆς καὶ εὐχαριστίας πρόσφορο
Σιωπηλὸ μέσα στὸ χαντάκι τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀπουσίας
προσώπων ἀπομένει σήμερα τὸ σπίτι μας. Ὁ πανίερος αὐτός, μετὰ τὴν ἐκκλησιά, χῶρος
στὸ ἐρημωμένο σήμερα παλιό μας χωριό, ἀναμένει τὸ κλειδὶ ποὺ θὰ τοῦ ἀνοίξει τὴ
θύρα καὶ φέρει, ἔστω γιὰ λίγο τὴν ἀνθρώπινη
παρουσία μέσα σὲ κείνη τὴν παγωμένη σιωπὴ καὶ ἐρημιά. Γιατὶ τὸ πατρικὸ τὸ σπίτι
εἶναι ἀναμφίβολα τὸ ἱερὸ ταμιευτήριο ἀπὸ μνῆμες, πρόσωπα καὶ μυρωδιές. Ποὺ τὶς
ξαναζεῖ ὁ ἐπισκέπτης καὶ συνάμα τὶς χωνεύει μέσα του μὲ δάκρυα ἀναπόφευκτης
συγκίνησης.
Διαβάζοντας τοὺς παραπάνω στίχους τοῦ μεγάλου μας Κ.
Παλαμᾶ νομίζεις ὅτι γιὰ σένα γράφτηκαν. Ἐπειδὴ μέσα τους διακρατοῦν τὴν
χαρμολύπη τῆς ἀνάμνησης καὶ τὴν ἐπιστροφή. Ἐπώδυνη ἴσως ἐπιστροφή, ὅμως τόσο ἀναγκαία.
Γιατὶ ἀπό κεῖ ποὺ ἄρχισες τὴ ζωή σου, ἐκεῖ καταλήγεις, ἔστω καὶ νοερὰ σὲ ὁποιαδήποτε
στιγμὴ ρεμβασμοῦ καὶ ἀναπόλησης. Κι ἀναπαύεσαι τότε, καθὼς νομίζεις ὅτι θὰ
ξαναδεῖς τὴν ἀναμμένη παραστιά, τὴ μάνα νὰ συδαυλίζει τὴ φωτιά, τὴ γιαγιὰ μὲ τὸ
πλέξιμό της καὶ τὸν παπποῦ νὰ κοιτάζει τὶς φλόγες ποὺ κλάδωναν τὰ ξύλα. Γιατὶ ὁ
πατέρας ἔλειπε...
Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ὀσφραίνεσαι τὴ εὐωδιὰ τῶν κυδωνιῶν καὶ
τῶν μήλων ποὺ κρέμονταν ἀπ’ τὴν παρταριά, τὸ φασκόμηλο ποὺ ἀχνίζει, τὸ ρετσίνι
τοῦ πεύκου ἤ τοῦ σχοίνου ποὺ ἁπλώνεται ὠς λιβανωτὸ στὴ μισοσκότεινη τὴν κάμαρα.
Τώρα ποὺ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι κρυσταλλωμένες εἰκόνες μέσα
σου φροντίζεις νὰ τὶς συντηρεῖς, ὅπως τὰ ἅγια, παλιὰ εἰκονίσματα, γιὰ νὰ σὲ φυλᾶνε
ἀπὸ «παντὸς κακοῦ». Κι εἶσαι σίγουρος ὅτι σὲ φυλᾶνε.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment