Thursday 23 April 2015

Το πρόβλημα της ευθανασίας


Ο ανθρώπινος θάνατος έχει αποτελέσει συχνά αντικείμενο συζήτησης της Ηθικής. Η ευθανασία ως όρος και στάση ζωής δεν είναι κάτι καινούριο. Ετυμολογικά σημαίνει τον καλό θάνατο. Δηλαδή την ανθρωποκτονία ασθενών ή τραυματιών από οίκτο ή ευσπλαχνία, όταν η ζωή τους έχει γίνει μαρτυρική και δεν υπάρχει ελπίδα να αποφύγουν το θάνατο. Η ευθανασία, όμως, συζητείται και σε περιπτώσεις προγενετικών αναπηριών, παραμορφωμένων ή ανάπηρων βρεφών ή σε ανθρώπους «φυτά».

Ο οίκτος και η συμπάθεια προς ανιάτως πάσχοντες συνανθρώπους αλλά και η επιθυμία για συγκρότηση κοινωνιών που να χαρακτηρίζονται από την υγεία και την ευεξία των μελών τους, ανέκαθεν είχαν προβληματίσει προς την κατεύθυνση αυτή. Στην αρχαία Σπάρτη υπήρχε σε εφαρμογή νόμος που υπαγόρευε ένα είδος κοινωνικής ή ευγονικής ευθανασίας και εκφραζόταν με τον Καιάδα. Οι στωικοί φιλόσοφοι τη θεωρούσαν σαν λύση στον πόνο και τις ανίατες αρρώστιες, ενώ οι Ρωμαίοι την πρόβαλλαν, όχι μόνο σαν διέξοδο από την προβληματική και ασθενική ζωή, αλλά και σαν «προληπτική μέριμνα» για κάθε ενδεχόμενο. Οι αντιλήψεις αυτές αναβίωσαν αργότερα με το φιλοσοφικό κίνημα του σκεπτικισμού, που είχε ως κυριότερους εισηγητές και αντιπροσώπους τον Μοντέν και τον Σοπενχάουερ. Επίσης, ο Νίτσε απαιτούσε την ευθανασία για τα «παράσιτα της κοινωνίας». Για το Νίτσε «παράσιτα της κοινωνίας» ήσαν «οι άρρωστοι αυτοί που έχασαν το νόημα του μέλλοντος» και γι’ αυτό είναι ακατανόητο να ζουν άλλο πια.
Υπάρχουν δύο ειδών ευθανασίες:
α) Η ενεργητική ευθανασία, η οποία γίνεται με τη χορήγηση φαρμάκου ή με τη διακοπή λειτουργίας των ιατρικών μηχανημάτων, που κρατούν τον ασθενή στη ζωή.
β)Παθητική ευθανασία έχουμε όταν δεν προσφέρεται βοήθεια (διασωλήνωση, οξυγόνο) σε κάποιον ασθενή, στερώντας του τη δυνατότητα να συνεχίσει  τη ζωή του.
Η Ολλανδία είναι η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που είπε «ναι» στην ευθανασία. Η Βουλή της ενέκρινε με ψήφους 104 έναντι 40 το νόμο, με τον οποίο επιτρέπεται ο γιατρός να δώσει τέλος στη ζωή αρρώστου που υποφέρει από πόνους και δεν υπάρχουν ελπίδες ανάκαμψης στην υγεία του. Στην Αμερική και σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης (ιδιαίτερα στην Ολλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία), ξεφυτρώνουν καθημερινά, σαν τα μανιτάρια, καινούριες «εταιρίες ευθανασίας», ενώ κερδίζει καθημερινά όλο και περισσότερους οπαδούς η ιδέα της «living will», δηλαδή μιας «διαθήκης εν ζωή», με την οποία ένας υγιής σωματικά και πνευματικά άνθρωπος εκχωρεί στο γιατρό του το δικαίωμα – κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, βέβαια – αφαιρέσεως της ζωής του, χωρίς εκείνος να διώκεται γι’ αυτό ποινικά.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, σε ομιλία του στο Πανελλήνιο Συνέδριο Χειρουργών που πραγματοποιήθηκε το 2000, σημείωσε πως, με βάση στοιχεία διεθνών οργανώσεων που είναι εναντίον της ευθανασίας, στην Ολλανδία μερικώς είχε αποποινικοποιηθεί από το 1944. Από τότε και μέχρι την τελευταία αναφορά της I.A.E.T.F. (International anti Euthanasia Task Force) παρατηρήθηκαν πολλές περιπτώσεις που η ευθανασία επεβλήθη από τους συγγενείς του ασθενούς για λόγους συμφέροντος.
Οι θιασώτες και οι υπέρμαχοι της ευθανασίας προβάλλουν ως κύρια επιχειρήματα το δικαίωμα του ανθρώπου στην ελεύθερη επιλογή του χρόνου και του τρόπου του θανάτου του, το δικαίωμα στον «αξιοπρεπή θάνατο», τη φιλευσπλαχνία προς τους ανιάτως πάσχοντες, το δικαίωμα του γιατρού να δρα προς ό, τι εκείνος κρίνει ως όφελος του ασθενούς, την οικονομική επιβάρυνση της κοινωνίας σε άτομα χρονίως πάσχοντα ή ανήμπορα λόγω αναπηρίας να εργαστούν. Ακόμη, προτείνεται η νομιμοποίησή της με το σκεπτικό ότι θα επιτρέψει να μπουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες, που θα εμποδίσουν ή θα περιστείλουν την κατάχρησή της, αφού το κράτος θα ελέγχει και θα εξετάζει κάθε περίπτωση.
Η Εκκλησία είναι αντίθετη σε κάθε μορφή ευθανασίας, γιατί η ίδια ενδιαφέρεται να δώσει στον άνθρωπο τη ζωή, την προ του θανάτου και τη μετά απ’ αυτόν. Η ευθανασία, ως καλός, ήρεμος και εύκολος θάνατος, όχι μόνο δεν απορρίπτεται από τη Χριστιανική πίστη και την Εκκλησία, αλλά αποτελεί και αντικείμενο προσευχής. Το επαναλαμβανόμενο στη Θεία Λειτουργία και σε πολλές εκκλησιαστικές ακολουθίες αίτημα είναι να είναι «χριστιανικά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογία την παρά του φοβερού βήματος του Χριστού», αλλά και η σύνδεση του οσιακού τέλους με τον εύκολο και ειρηνικό θάνατο βεβαιώνουν την άποψη αυτή.
Μόνο ο Θεός, ως δωρεοδότης της ζωής, μπορεί να δικαιούται να αποφασίζει για το τέλος κάθε ανθρώπου, αν θα είναι επώδυνο ή όχι και, ακόμη περισσότερο, για το πότε θα έρθει αυτό. Η Εκκλησία, εκτός από τον οσιακό και ανώδυνο θάνατο, τιμά και το μαρτυρικό και επώδυνο θάνατο, και μάλιστα όταν οφείλεται, όχι μόνο σε ομολογία του Χριστού, αλλά και σε αρρώστιες και άλλες οδυνηρές δοκιμασίες, που ο άνθρωπος αγωνίζεται και υπομένει με ελπίδα στο Θεό. Ο πόνος συνδέεται με το νόμο του θανάτου και έχει καθαρτική αξία. Επομένως, ο καλός ή ο κακός θάνατος δεν προσδιορίζεται από την εξωτερική του μορφή, αλλά από την εσωτερική κατάσταση με την οποία τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος.
Ο πόνος στη ζωή του ανθρώπου είναι πολύ χρήσιμος και αποδοτικός, αρκεί να γνωρίζει ο άνθρωπος τον τρόπο να τον αντιμετωπίσει. Ο διάσημος ψυχοθεραπευτής Victor Franki υποστήριξε ότι ο πόνος αποτελεί ένα βασικό υπαρξιακό πρόβλημα και δι’ αυτού δίνεται η μοναδική ευκαιρία στον άνθρωπο για εσωτερική πληρότητα. Διδάσκει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αγωνίζεται να αποφύγει τον πόνο, αλλά μάλλον να είναι διατεθειμένος να υποφέρει στη ζωή του, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο πόνος έχει κάποιο νόημα. Οι περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν την ευχαρίστηση, την απόλαυση και αποφεύγουν τον πόνο, αλλά είναι σίγουρο ότι η αντιμετώπισή του δίνει μια άλλη αίσθηση της ζωής, πιο ολοκληρωμένης και γνήσιας.
Ο άνθρωπος που πονάει, ζει έντονα, επιστρέφει στον εαυτό του, φιλοσοφεί τη ζωή, ωριμάζει πνευματικά. Ο απόστολος Παύλος, έχοντας κατανοήσει βαθιά το νόημα του πόνου, όχι μόνο δεν παραπονιέται και δεν γογγύζει, αλλά, αντίθετα, χαίρεται και καυχιέται για τα παθήματά του (Κολ. 1, 24, Ρωμ. 5, 3-5). Γνωρίζει ότι οι ασθένειες και οι δοκιμασίες τον φέρνουν πιο κοντά στο Θεό και τον κάνουν να αισθάνεται πραγματικά δυνατός. «Όταν ασθενώ – λέγει – δυνατός ειμί» (Κορ. 12, 10).
Η Ιστορία αναφέρει πολλά παραδείγματα ανθρώπων που είχαν την ασθένεια μόνιμη σύντροφο της ζωής τους και, όμως δεν τους εμπόδισε να εκπληρώσουν το χρέος τους στη ζωή και να κατακτήσουν την ευτυχία. Εκτός από τον απόστολο Παύλο, που αναφέραμε πιο πάνω, αξίζει να αναφέρουμε δύο άλλα ιστορικά παραδείγματα, το Μέγα Βασίλειο και την Έλεν Κέλλερ. Ο Μ. Βασίλειος, παρά την ασθενή του κράση και την ασθένεια που τον συντρόφευε στη ζωή του, αναδείχτηκε σε κορυφαία εκκλησιαστική φυσιογνωμία. Η Έλλεν Κέλλερ, τυφλή και κωφάλαλη από τη νηπιακή της ηλικία, τελείωσε το Πανεπιστήμιο, έγραψε αξιόλογα βιβλία και πέθανε υπηρετώντας με τη ζωή της τους κωφάλαλους και ανήμπορους. Παράλληλο φαινόμενο στην Ελλάδα, έχουμε τον παράλυτο Στυλιανόπουλο, που πέρασε τη ζωή του στο Άσυλο Ανιάτων Αθηνών, μεταγράφοντας ολόκληρη την Αγία Γραφή και άλλα θρησκευτικά βιβλία στη γραφή των τυφλών.

Η όλη διαδικασία του θανάτου, όσο και αν είναι επώδυνος, δεν είναι χαμένος χρόνος. Για τον μεν άρρωστο είναι καιρός προετοιμασίας για την είσοδό του σε έναν άλλο «χώρο» ζωής, για τους συγγενείς και τους οικείους ευκαιρία να εκφράσουν τα αισθήματα στοργής, αγάπης και συμπάθειας προς τα αγαπητά τους πρόσωπα. Τα παιδιά έχουν τη μοναδική ευκαιρία να ανταποδώσουν τις «οφειλές», την αγάπη τους προς τους γονείς. Τις περισσότερες φορές, γύρω από το κρεβάτι ενός μελλοθάνατου, επανασυνδέονται φιλίες, αναπτύσσεται η τρυφερότητα και η αγάπη, τις οποίες καταστρέφει η πολυτάραχη και αγχώδης σύγχρονη κοινωνική ζωή.
Ο λόγος της ευθανασίας γίνεται σε κοινωνίες όπου επικρατεί η αστοργία, αμοραλισμός και ατομικισμός. Με την ευθανασία ο άνθρωπος καταλύει:
-         την πρόνοια του Θεού για τον κόσμο
-         το έργο που προσέφερε ο Χριστός για τη σωτηρία του κόσμου
-         την ψυχοσωματική σύσταση του ανθρώπου, που αντιμετωπίζεται μηχανικά και υλιστικά
-         τη θέση του δημιουργήματος που επεμβαίνει στο έργο του Δημιουργού, με τη δικαιολογία ότι δεν μπορεί να βλέπει το συνάνθρωπό του να πάσχει και να υποφέρει.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, στο συνέδριο που προαναφέραμε περιέγραψε μία εφιαλτική «λογική» κοινωνία. «Όταν επικρατήσει η άποψη – τόνισε – ο άνθρωπος πρέπει να πεθαίνει με «αξιοπρέπεια», τότε δεν αποκλείεται να επιβληθεί και η απαλλαγή από ασθενείς πολύ ηλικιωμένους, που, σύμφωνα με την άποψη των υπευθύνων για την τύχη τους, ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ζωής τους, δεν υπάρχει ελπίδα να επιζήσουν για πολύ, έχουν πόνους και στοιχίζουν πολλά χρήματα στην κοινωνία, την οποία, κάθε μέρα που μένει στο νοσοκομείο και του χορηγούνται φάρμακα, την επιβαρύνει όλο και περισσότερο…». Κατά την άποψη του Χριστόδουλου, δεν είναι μακριά η εποχή που τα 90 χρόνια θα είναι ο μέσος όρος ζωής του ανθρώπου. Το 2020, οι πάνω από 65 χρονών κάτοικοι της Ελλάδας θα αποτελούν το 22% περίπου του πληθυσμού της και στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2025 το 10% του πληθυσμού θα είναι πάνω από 75 χρονών. Και συνεχίζει ο Αρχιεπίσκοπος: «Αν δεν επικρατήσει στις ψυχές των ανθρώπων ο νόμος της αγάπης και της πίστεως, τότε θα έλθει η εφιαλτική ώρα που ο άνθρωπος θα αντιμετωπίζεται ως αυτοκίνητο, που, όταν παλιώνει και η συντήρησή του γίνεται πανάκριβη, πετιέται και γίνεται μπάλα από παλιοσίδερα».
Τα στατιστικά στοιχεία στην Ολλανδία, όπου επιτρέπεται η εφαρμογή της ευθανασίας με δικαστική άδεια, είναι αποκαλυπτικά. Από 454 περιπτώσεις «γλυκού θανάτου» το 1990, ο αριθμός αυξήθηκε σε 591 το 1991, 1323 το 1992, 1328 το 1993 κ.ο.κ. Οι θάνατοι αυτοί πραγματοποιήθηκαν είτε από ιδιώτες είτε από νοσοκομειακούς γιατρούς. Είχε δίκιο ο Γάλλος καθηγητής Γκοντράν, όταν έλεγε: «Η ευθανασία σήμερα… η γεροντοκτονία αύριο! Είναι να μην αρχίσουν τέτοιες παραχωρήσεις και υποχωρήσεις».

Βασιλική Β. Παππά
MSc, MA Θεολόγος - Δημοσιογράφος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Α., ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ Δ., Θέματα Χριστιανικής Ηθικής, Γ΄ Ενιαίου Λυκείου, εκδ. Πατάκη.
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ, Κ., Χριστιανική Ηθική, Αθήναι 1975.
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ, λ. «ευθανασία», τ. 2, εκδ. Αλκυών, Αθήνα.
ΙΕΡΟΘΕΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓ. ΒΛΑΣΙΟΥ, εφημ. Ελευθεροτυπία, 1.12.1996.
ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΥ, Α., «Σύγχρονες προκλήσεις Βιοηθικής» στο συλλογικό τόμο «Χριστιανισμός και Ευρώπη», Παγκρήτιο Θεολογικό Συνέδριο, Χανιά 1997.
ΚΙΡΜΙΖΗ, Α., - ΛΙΑΛΙΑΜΠΗ, Π., - ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΙΔΗ, Β., Θεολογία, Λατρεία και Ζωή της Εκκλησίας, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα.
ΜΕΛΕΤΗ, Γ., Ερωτήματα στον Ιησού Χριστό, εκδ. Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή».
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Γ., Ομιλία: «Πώς βλέπει η Εκκλησία τη ζωή». Χριστόδουλος: «Όχι στην ευθανασία», στο ένθετο Ορθοδοξία και Ελληνισμός του «Τύπου της Κυριακής» (10.12.2000) 3.

No comments:

Post a Comment