Παραδοσιακά ἐπαγγέλματα στό Παλιό Κλήμα
Δέν τό κρύβω. Μέ συγκίνηση ἀναπολῶ, ἰδιαίτερα τώρα τό
θέρος, ἐκείνους τούς ἁπλούς γνήσιους ἀνθρώπους
τοῦ μόχθου καί τῆς βιοπάλης. Τούς ἀγωγιάτες ἤ, «τς᾿ ἀγουιάτις», ὅπως τούς
λέγανε στό χωριό. Ἐκείνους δηλαδή, πού μέ τά μουλάρια τους ἐξυπηρετοῦσαν τό χωριό,
πρίν γίνει «οὑ bουλτουζόδρουμος», ὁ ἁμαξητός ὁ δρόμος δηλαδή, γιά τά τροχοφόρα.
Κι ὅταν λέμε ἐξυπηρετοῦσαν, ἐννοοῦμε πώς
κουβαλοῦσαν στά μαγαζιά τοῦ χωριοῦ τά ἐμπορεύματα πού ἔφερναν τά καΐκια κάτω στό
Λουτράκι ἀπό τό Βόλο κι ἀλλοῦ. Ἐπίσης ἦταν τό μέσον μέ τό ὁποῖο ἐξυπηρετοῦνταν
οἱ ταξιδιῶτες -αὐτοί πού φεύγανε δηλαδή, ἀλλά κι ἐκεῖνοι πού ἔρχονταν. Κάθονταν
πάνω στό σαμάρι τοῦ ζώου, στό ὁποῖο ἦταν
στρωμμένο πάντα ἕνα καθαρό κιλίμι καί δίπλα φόρτωναν τή βαλίτσα. Ἄν εἶχαν
περισσότερα πράγματα, τότε τά φόρτωναν σέ ἄλλα μουλάρια. (Κι ἐδῶ θυμᾶμαι μέ
πόσο κόπο φόρτωναν οἱ κουρασμένοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τά μπαοῦλα πού φέρνανε ἀπό τήν
ξενιτιά οἱ ταξιδιῶτες... Μέ πόση προσοχή κι ἀγωνία ἀνέβαιναν τό καλτερίμι ἀπό τό
Λουτράκι μέχρι τό χωριό... Καί πώς ὁδηγοῦσαν τό ζῶο!!!).
Ἀκόμη ἦταν τά μέσα μεταφορᾶς γιά τόν γιατρό, πού ἕδρευε
στή Γλώσσα καί παλιότερα στή Χώρα τῆς Σκοπέλου... Μέ κάθε καιρό, μέ ὅση μποροῦσαν
ταχύτητα κοίταζαν νά ἐξυπηρετήσουν τούς συγχωριανούς τους.
Ὅπως ἀνάφερα
μετέφεραν καί τά ἐμπορεύματα ἀπό τό Λουτράκι, κάνοντας ἄπειρες «στράτες», γιατί
ἔπρεπε νά φτάσουν στόν προορισμό τους, τά εἴδη μπακαλικῆς, τό ἀλεύρι, ἀλλά καί
τά οἰκοδομικά ὑλικά. Κι ἔρρεε ἄφθονος ὁ ἱδρῶτας,
χειμώνα-καλοκαίρι σέ ἀνθρώπους καί ζῶα, πού ἀγκομαχοῦσαν ν᾿ ἀνεβάσουν τίς
δύσκολες ἀνηφόρες, ἀπό Κατακαλοῦ μέχρι «Ἀποπέρα», κι ὕστερα ἀπό τό «Ρέμα» μέχρι
τό χωριό.
Τί νά πρωτοθυμηθεῖ κανένας... Εἶναι τόσα πολλά αὐτά πού
πρέπει νά γραφοῦν, γιατί τό γραφτό αὐτό εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα μιά ἔκφραση εὐγνωμοσύνης
σέ κείνους πού ἐξυπηρέτησαν τό χωριό μας σέ πολύ δύσκολες ἐποχές. Εἶναι τόσα
πολλά, πού χρειάζονται κι ἄλλα γραφτά, ὥστε νά εἰπωθοῦν αὐτά πού πρέπει. Γιατί κι ἐμεῖς, μαθητές τότε, γιά νά πᾶμε στό Λουτράκι καί νά πάρουμε τό
πλοῖο ἤ τό καΐκι γιά τό Βόλο, ἀπ᾿ αὐτούς ἐξυπηρετούμασταν... Γι᾿ αὐτό τούς
θυμόμαστε καί τούς εὐγνωμονοῦμε.
Κι ἕνα τελευταῖο: Χαρακτηριστική ἦταν κι ἡ φροντίδα ἐκεῖνων
τῶν ἀνθρώπων γιά τά ζῶα τους. Αὐτά πού τούς βοηθοῦσαν δηλαδή, νά βγάλλουν τό
ψωμί τους. Ἔτσι τούς ἔβλεπες νά τά ποτίζουν στό Ρέμα, νά τούς ἔχουν τή
«χυλοτίρα» μέ τόν καρπό νά φᾶνε λίγο καί νά στυλωθοῦν ἤ καί τό λίγο σανό, πού τό
δίνανε ὄταν περίμεναν νά ξεφορτωθοῦν τά πράγματα ἀπό τό καΐκι. Ὅπως ἐπίσης, ὅταν
ἦταν πολύ ἱδρωμένα τό καλοκαίρι ἀπό τίς στράτες τίς πολλές, τά σκούπιζαν προσεχτικά. Καί τόσα ἄλλα ἀκόμη...
Μέχρι πού ἄνοιξε ὁ δρόμος, ἦρθαν τά πρῶτα κάρα, τά πρῶτα
τρίκυκλα καί σιγά-σιγά τά μουλάρια ἀποσύρθηκαν... Μέχρι πού σχεδόν ἐξαφανίστηκαν.
Ἴσως ἀπό τόν τόπο ἐξαφανίστηκαν, ὄχι ὅμως ἀπό τήν ψυχή
καί τή μνήμη...
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment