Monday 3 October 2016

Ἀπό ἕνα ἀνοιχτό παράθυρο...

Μιά φωτογραφία βρέθηκε μέσα στά χαρτιά μου, φωτογραφία παλιά, κάπου εἰκοσιπέντε-τριάντα χρονῶν, πού παριστάνει ἕνα ἁπλό καί συνηθισμένο θέμα: Τή θέα ἀπό ἕνα ἀνοιχτό παράθυρο, καί συγκεκριμένα ἀπό τό παράθυρο τοῦ ἀνωγιοῦ τοῦ παλιοῦ μας τοῦ φούρνου, κατά τή δύση. Θέα πού χαρίζει τή δυνατότητα στή ματιά ν᾿ ἀνταμώσει μά τήν παλιά μας τήν ἐκκλησιά, αὐτό τό καμινευτήριο τῶν αἰτήσεων καί τῶν προσδοκιῶν μας. Γιατί ἡ παρουσία τῆς ἐκκλησιᾶς τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στήν καθημερινότητα τοῦ χωριοῦ μας, ἦταν πάντα ἡ ἐλπιδοφόρος διάβαση τῶν ὅποιων δυσκολιῶν, τῶν ἐπικείμενων δυσχερειῶν, τοῦ ἀπελπισμοῦ καί τῆς καταθληπτικῆς ἀνησυχίας, πού μαραζώνει τήν ψυχή καί τῆς ἀνοίγει δρόμους ἀπροθυμίας καί ἀπόγνωσης.


Θύμισε, λοιπόν, ξανά αὐτό τό ἀνοιχτό παράθυρο μέρες παλιές, τοῦ καιροῦ τοῦ χειμώνα δύσκολες μέρες, ὅταν ἡ «εὐκαιρία» -ἔτσι ὀνομάζανε τό μικρό καΐκι τῆς γραμμῆς Βόλος-νησιά- ἀργοῦσε νά φανεῖ καί μονάχα τό ἀσίγαστο βογγητό τῆς θάλασσας ἀκουγόταν. Βογγητό παράξενο πού δυνάμωνε τίς νύχτες, καθώς τά κύμματα σέρνονταν μέ ὅλη τους τήν ἀγανάχρηση πάνω στά θεμέλια τοῦ νησιοῦ. Τίς θύμισε γιατί τότε μαζευόμασταν γύρω ἀπό τήν παραστιά, σιωπηλοί, παγωμένοι καί κοιτούσαμε τή φωτιά πού κλάδωνε πάνω στά ἀναμμένα τά ξύλα. Κάπου-κάπου σήκωναν οἱ μεγάλοι τό χέρι τους, κοίταζαν κατά τό παράθυρο σταυροκοπιόντουσαν καί τούς ἄκουγες νά λένε μέ τρόπο παρακλητικό, «Ἅγιοι μ᾿ Ἀνάργυροι μ᾿...». Γιατί νοιώθανε πώς τούς ἀκοῦν οἱ Ἅγιοι, πώς τούς προσέχουν. Καί μ᾿ αὐτή τους, λοιπόν, τή βεβαιότητα, πού μεταποιοῦνταν σέ πίστη ἀκλόνητη, διάβαιναν ἀνάμεσα στίς δυσκολίες, στίς ἔγνοιες, στά ποικίλα προβλήματα πού ἄνοιγε καθημερινά ἡ ζωή.

Αὐτό τό παράθυρο παρακαλῶ κι ἐγώ τό Θεό καί τούς Ἁγίους νά μή μοῦ σφαλίσει, γιά νά συνεχίζω -ὅσο θἄχω τά μάτια μου ἀνοιχτά- νά βλέπω τήν παλιά μας ἐκκλησιά, αὐτό τό ἄχραντο τοπίο τῆς παραμυθίας Του καί τῆς διαρκοῦς παρουσίας Του.

π. Κ.Ν. Καλλιανός

No comments:

Post a Comment