Ο κινηματογράφος
είναι μια καλή επιλογή για να περάσει κανείς ένα βροχερό βράδυ του φθινοπώρου. Έτσι
σήμερα είδα την ταινία «Το φως ανάμεσα στους ωκεανούς»,
η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Αυστραλής συγγραφέως Μ. Στέντμαν. Η
συγγραφέας γεννήθηκε στην Αυστραλία και αυτήν τη στιγμή
μένει στο Λονδίνο, ενώ το προαναφερόμενο βιβλίο είναι η πρώτη της εκδοτική
προσπάθεια και μάλιστα ιδιαίτερα πετυχημένη, αφού το βιβλίο της μεταφράστηκε
ήδη σε 35 γλώσσες. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το «Φως ανάμεσα στους
ωκεανούς» μας
μεταφέρει στην Αυστραλία στις αρχές του εικοστού αιώνα. Ο Τομ Σέμπουρν είναι
ένας νέος που κατάφερε να επιζήσει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις
αιματηρές μάχες της Γαλλίας. Είναι μόνος στην
ζωή, η μητέρα του έχει πεθάνει και με τον πατέρα του έχει κάκιστες σχέσεις,
νιώθει μπερδεμένος λόγω των τραυματικών εμπειριών του στα πεδία των μαχών, οι
περισσότεροι σύντροφοί του έχουν ξεψυχήσει μπροστά του και ο ίδιος αναρωτιέται
γιατί επέζησε. Πιάνει δουλειά ως φαροφύλακας σε ένα απομακρυσμένο νησάκι στη
νότια Αυστραλία,
ανάμεσα από τον Ινδικό και τον Νότιο ωκεανό, αναζητώντας τον ίδιο τον εαυτό του
και μια λυτρωτική απομόνωση. Μετά από λίγο γνωρίζει και ερωτεύεται την
Ελίζαμπεθ. Το
ζευγάρι παντρεύεται και ζουν ευτυχισμένοι μαζί στο νησάκι μόνοι,
παρέα μόνο με τον φάρο τους.
Τα χρόνια περνάνε και το μόνο μελανό σημείο
στην σχέση τους είναι η ατεκνία τους. Η Ελίζαμπεθ θα ζήσει την επώδυνη εμπειρία
μιας αποβολής και ενός μωρού που θα γεννηθεί νεκρό. Μια μέρα ξεβράζεται στο
νησί μια βάρκα που περιέχει μέσα έναν νεκρό άντρα και ένα μωράκι που κλαίει. Το
ζευγάρι αντί να δηλώσει στις αρχές το συμβάν, αποφασίζει να κρατήσει το παιδί
και να το παρουσιάσει στην κοινωνία ως δικό τους μωρό. Ο
Τομ έχει από την αρχή αμφβολίες για την ανορθόδοξη αυτή προσέγγιση αλλά η
γυναίκα του τον πείθει με χίλιες δικαιολογίες: ότι
είναι σημάδι από τον Θεό που τους έστειλε ένα μωρό στην θέση αυτού που έχασαν,
ότι θα είναι για το καλό του παιδιού, ότι ούτως ή άλλως ο πατέρας του είναι πεθαμένος
και δεν μπορεί να του προσφέρει τίποτα. Ο Τομ και η Ελίζαμπεθ παρουσιάζουν το
μωρό ως δικό τους σε συγγενείς και φίλους και όλα βαίνουν καλώς. Το παιδί
μεγαλώνει μαζί τους ως δικό τους παιδί και του προσφέρουν όλη την φροντίδα και
την αγάπη τους.
Μετά από τέσσερα χρόνια και ενώ το μωρό
έχει εξελιχθεί σε μια όμορφη κοπελίτσα, η οικογένεια γνωρίζει συμπτωματικά την
βιολογική μητέρα του παιδιού, η οποία δεν έχει σταματήσει να αναζητεί το παιδί
της. Είναι
μια πλούσια κληρονόμος που ήταν παντρεμένη με έναν Γερμανό, η τοπική κοινωνία
είχε κυνηγήσει τον άντρα της λόγω της καταγωγής του και αυτός είχε διαφύγει
μαζί με το παιδί τους στην θάλασσα. Η μοίρα τους αγνοείτο εδώ και αρκετά χρόνια
αλλά αυτή ελπίζει ακόμα και προσπαθεί να βρει τα ίχνη τους μέσω της αστυνομίας.
Ο Τομ αμέσως συνειδητοποιεί το τραγικό λάθος που έπραξαν και ως τίμιος και
ηθικός άνθρωπος θέλει να το διορθώσει, γνωρίζοντας βέβαια ότι θα καταστρέψει
την δική του επίπλαστη ευτυχία.
Η Ελίζαμπεθ έχει αγαπήσει το κοριτσάκι
πραγματικά ως δικό της παιδί και της είναι αδύνατο πλέον να το αποχωριστεί. Ο
Τομ βάζει πάνω από όλα τη συνείδησή του και αποκαλύπτει τα πάντα στις αρχές. Από
την αρχή δεν ένιωθε άνετα με την αυθαίρετη πράξη υιοθεσίας τους,
αλλά είναι αλλιώς να πιστεύεις ότι το μωρό είναι έκθετο και αζήτητο και αλλιώς
να γνωρίζεις ποια είναι η πραγματική του μητέρα. Η βιολογική μητέρα παίρνει
πίσω το παιδί της και η υπόθεση λαμβάνει πιο σοβαρές διαστάσεις και η κατηγορία
δεν είναι πλέον μόνο για την κλοπή του παιδιού,
αφού η αστυνομία κατηγορεί τον Τομ για
τον φόνο του άντρα της. Η Ελίζαμπεθ συντετριμμένη με την απόφαση του Τομ να
ομολογήσει τα πάντα δεν του δίνει το άλλοθι που χρειάζεται.
Ήδη έχω αποκαλύψει πολλά για την υπόθεση
του βιβλίου καθώς και της ταινίας και θα σταματήσω εδώ μην θέλοντας να
αποκαλύψω το τέλος για όποιον επιθυμεί να δει ή να διαβάσει το έργο. Αυτό που
μου άρεσε εμένα στην κατά τα άλλα άνιση και ίσως και λίγο μελοδραματική ταινία
-μιλώ για την ταινία και μόνο αφού δεν έχω διαβάσει το βιβλίο- είναι το ερώτημα
που πολλές φορές μας έχει απασχολήσει: τελικά ποιος είναι ο πραγματικός γονέας
ενός παιδιού, αυτός που το γεννά ή αυτός που το αγαπά και το μεγαλώνει; Και
κατά πόσον δικαιούται ένα ζευγάρι να προβεί μόνο του σε μια πράξη υιοθεσίας
χωρίς την αναγκαία αρωγή των κρατικών αρχών, ακόμα και αν γνωρίζει ότι η
γραφειοκρατία και οι τυπικές διαδικασίες θα δράσουν ουσιαστικά εναντίον της
ευτυχίας του παιδιού; Πού βρίσκονται τελικά τα ηθικά μας όρια;
Φυσικά δεν νιώθω ικανή να απαντήσω σε όλα
αυτά, για αυτό άλλωστε τα παραθέτω εδώ. Θα ήθελα να κρατήσω μια φράση που
άκουσα σήμερα στην ταινία και μου άρεσε: «Όταν μια γυναίκα
χάνει τον άντρα της λέγεται χήρα, όταν μια μητέρα χάνει το παιδί της συνεχίζει
να λέγεται μητέρα».
Εύη Ρούτουλα
No comments:
Post a Comment