Monday 26 December 2016

Χριστούγεννα

καί κάθε χρόνο τό ἴδιο μάθημα: τῆς θείας Πτωχείας[1]

«Δεῦτε λάβετε τά τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου»
«Μάγους κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καί θρόνοι, ἀλλ᾿ ἐσχάτη πτωχεία».

Στούς ἐνορίτες μου, πού τριανταεφτά χρόνια μέ ἀνέχονται...


Ἄν δέν καταλάβουμε, πώς ὁ πλουτισμός θεολογίας ξεκινᾶ ἀπό τό φτωχικό, ἀπέριττο καί ἁπλό μοναχικό κελλί, τότε δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά βιώσουμε καί νά αἰσθανθοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Γιατί τό καλογερικό κελλί, πού εἶναι ἀναμφισβήτητα χῶρος προσευχῆς, ἀσκήσεως καί ἁγιασμοῦ, βρίσκεται σέ πλήρη συντονισμό, ἀλλά ἔχει καί τόση μεγάλη συγγένεια μέ τό Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὥστε νά ἀλληλοπεριχωρεῖται τό ἕνα στό ἄλλο. Μέ λίγα λόγια, καί τά δύο ἔχουν ἕνα κοινό, συγγενικό στοιχεῖο: τήν πτωχεία. Αὐτή πού κατέπληξε τούς Μάγους, αὐτή πού καταπλήσσει τόν κάθε μεγαλόφρονα, ὁ ὁποῖος διακρίνει στό φτωχικό κελλί καί στό τσαλακωμένο ἔνδυμα τοῦ κάθε μοναχοῦ,  τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐλογία Του. Καί ἀναφερόμαστε στόν ἀληθινό μοναχό, ὁ ὁποῖος «τόν τόπον φυλάττει», ἀλλά παράλληλα καθίσταται καθημερινά καί «κοινωνός θείας χάριτος». Γιατί εὑρισκόμενος «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», αὐτός δηλαδή, κι ὁ Θεός,  καταννοεῖ πλήρως πώς «ὅλον τό καθ᾿ ἡμᾶς πτωχεύσας, καί χοϊκόν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, καί κοινωνίας ἐθεούργησας».

Εἶναι, πιστεύω, ἀδύνατο νά συλλάβει ὁ σημερινός ἄνθρωπος, ὁ συγκυλιδούμενος ταῖς ἡδοναῖς καί μερίμναις τοῦ βίου αὐτό τό μέγα μυστήριο τῆς πτωχείας, πού δέν ξεκινᾶ τόσο ἀπό τήν ἀπουσία ὑλικῶν κ.λ.π. ἄλλων ἀγαθῶν, ἀλλά ἀπό τήν πτωχεία τῆς φύσεώς μας, ἡ ὁποία δέν ἐπιθυμεῖ νά πλουτίσει μέ τήν πρόσληψη τῆς παρουσίας Του.  Καί τοῦτο, γιατί ἐπιμένει στήν ἀποθήκευση πολλῶν καί περιττῶν ἀγαθῶν, ὅπως γνώσεις, θέσεις καί ἀκαδημαϊκούς τίτλους, πού ἐξασφαλίζουν μέν μιά κοινωνική θέση καί δικαίωση, ὅμως ἀπομακρύνουν τήν ψυχή στό νά ἐννοήσει τήν πτωχεία της σέ ἀληθινή γνώση, ἀνόθευτη η ἁγιοπνευματική ζωή, καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τῆς βιώσεως τοῦ μεγάλου γεγονότος τῆς «κενώσεως Ἐκείνου, ὅ ὁποῖος μορφήν δούλου ἔλαβε».  Ἄν, μέ λίγα λόγια, δέν καταστεῖ ἡ ψυχή Σπήλαιο ἀπέριττο, πενιχρό, δέν εἶναι δυνατή ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Σωτήρα, ὥστε νά γίνει ὁ λόγος τοῦ ἱ. ὑμνογράφου πραγματικότητα: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν, ἀνατολή ἀνατολῶν, καί οἱ ἐν σκότει καί σκιᾷ, εὕρομεν τήν ἀλήθειαν...».

Ἄν, λοιπόν, τούς σοφούς Μάγους, αὐτούς τούς γνήσιους ἐρευνητές,  πού μέ ὑπομονή, ἐπιμονή, ἴσως καί μέ κινδύνους, ἀπογοητεύσεις καί κόπους πολλούς ἀναζητοῦσαν «τίς ὁ τεχθείς Βασιλεύς» κι ἄν ἐπίσης  αὐτό πού τούς κατέπληξε δέν ἦταν τίποτε τό ἐπιφανειακό, ἐφήμερο καί τετριμμένο, ἀλλά ἡ πτωχεία Του, τότε ὁ κάθε πιστός πού ἑτοιμάζεται νά εὐπρεπίσει τό Σπήλαιό του, ὀφείλει πρωτίστως αὐτήν τήν πτωχεία νά προβάλλει, νά καταθέσει, νά διαμηνύσει. Κατά τό ψαλμικό, «ἐγώ δέ πτωχός εἰμι καί πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καί ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μή χρονίσῃς.» (βλ. Ψαλμ.  69, 6) Αμήν.

Υ.γ. [προσωπική κατάθεση]. Στό περιθώριο τῶν παραπάνω σκέψεων θεώρησα καλό νά προσθέσω καί κάποια προσωπικά μου βιώματα, τά ὁποῖα, πιστεύω, ὅτι ἐνισχύουν τά ὅσα προανάφερα. Ποιός ξέρει δέ, ἄν τά ὑστερόγραφα αὐτά λόγια ἀποτελοῦν καί εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ ὡς ἄνω γραφτοῦ ἤ καί ἄλλων....

Θυμᾶμαι, λοιπόν, τό παλιό μας χωριό παραμονή τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἐπισκεπτόμασταν τά σπίτια, παιδιά τότε, μέ τό προνόμιο τῆς ἀθωότητας γιά νά μαζεύουμε, ἐκτός ἀπό τό φίλεμα,  ἐμπειρίες καί εἰκόνες. Πάντα σέ ὥρα δειλινοῦ, κάπου ἐκεῖ στό σύνορο μέ τή νύχτα, ἐπισκεπτόμασταν τά σπίτια νά ποῦμε τά κάλαντα. Κι αὐτό πού ἀπόμεινε, λοιπόν, στήν ψυχή, εἰκόνα ἀνεξίτηλη κι ἄσβυστη,  ἦταν ἕνα πράγμα: ἡ ἁπλότητα κι ἡ νοικοκυρωσύνη πού ἁπλώνονταν σ᾿ ἐκείνα τά μικρά, φτωχικά σπίτια. Μήτε δέντρα, μήτε στολίδια, μήτε διάκοσμος χριστουγεννιάτικος ὑπῆρχε, παρά μονάχα, σέ ἐλάχιστα σπίτια, κάποιες ἑόρτιες κάρτες, εὐχετήριες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν κάρτες, πού ἦταν ἀνοιγμένες πάνω στό λιτό καί ἀφτιασίδωτο τραπέζι, δίπλα σέ κάποιες φωτογραφίες ξενιτεμένων. Κι αὐτό γίνονταν ὄχι γιά διακοσμηθεῖ τό σπίτι, ἀλλά νά δειχτεῖ στό γείτονα, στό συγγενή, στό φίλο ὅτι δέν τούς ἀπολησμόνησαν οἱ δικοί τους - μέρες πού ἔρχονταν.

Ὕστερα ἦταν ἐκεῖνα τά δωμάτια, τά μικρά, στενά καί φτωχικά δωμάτια, πού χώνευαν μέσα στ᾿ ἀπόβραδο μέ τούς νοικοκυραίους καθισμένους δίπλα στή φωτιά, σοβαρούς, ἥρεμους καί χωρίς κανένα ἴχνος ἔπαρσης καί αὐτοπροβολῆς, νά χαίρονται  ἁπλᾶ, ταπεινά κι ἀθόρυβα τή γιορτή, ξέροντας καί βιώνοντας ἕνα πράγμα: πώς δίχως τόν ἐκκλησιασμό δέν ζεῖς τή γιορτή, δέν συμπληρώνεις τήν ἑόρτιο τράπεζα, ἄν δέ λάβεις τήν εὐλογία τοῦ δι᾿ ἡμᾶς πτωχεύσαντος καί μεταποιοῦντος τή δικιά μας πτωχεία σέ πλουτισμό φιλοτιμίας, ἀξιοπρέπειας καί Ὀρθόδοξου  λειτουργικοῦ ἤθους.

π. Κ.Ν. Καλλιανός



[1] [1]«Χριστόν σαρκί νηπιάσαντα, Χριστόν ἐθελουσίως πτωχεύσαντα,, Χριστόν ὁρατόν γενόμενον, ἔρχεται ἡ Παρθένος ἐν Βηθλεέμ, νῦν ἀποκυῆσαι...» Ὅρθρος Κυριακῆς πρό Χριστοῦ Γεννήσεως βλ. καί, . «Τόν οὐρανοῖς μή χωρούμενον, ἐν σοί ἐχώρησας, ὃν ἐν τῷ Σπηλαίω, τέξῃ ὑπέρ ἔννοιαν, πτωχεύσαντα καί σάρκα γενόμενον, ἵνα θεώσῃ με, καί πλουτίσῃ τόν πτωχεύσαντα, ἀκρασίᾳ, πικροτάτης βρώσεως.  Ἑσπερινός Κυριακῆς πρό Χριστοῦ Γεννήσεως.

No comments:

Post a Comment