Α΄ ΜΕΡΟΣ
Ο
Χριστιανισμός και η θεωρία της εξέλιξης
Η θεωρία του Δαρβίνου
για την εξέλιξη και την καταγωγή των ειδών, μετά από 158 χρόνια που
δημοσιοποιήθηκε, συνεχίζει να απασχολεί τους επιστήμονες και να είναι, ως μη
ώφελε, η κεντρική ιδεολογία των πάσης φύσεως αθέων εναντίον των
Χριστιανών και, γενικότερα, εναντίον της πίστεως στον Θεό. Αν και ατελής επιστημονική θεωρία, προωθείται
ως έχουσα πλέον παγκόσμια και πλήρη αποδοχή...
Τον περασμένο Νοέμβριο ο ομότιμος καθηγητής της
ιστορίας των επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Τζον Μπρουκ μίλησε στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, με
θέμα «Ο Δαρβίνος και η επιβίωση της θρησκείας». Με την ευκαιρία της παρουσίας
του στην Ελλάδα έδωσε συνέντευξη στον Τάσο Καφαντάρη (Εφημ. «Το Βήμα», Κυριακή,
27 Νοεμβρίου 2016, σελ. 22). Στην ερώτηση για το ποιος, κατά την άποψή του,
είναι ο λόγος της ανοχής που έδειξε η Ορθόδοξη Εκκλησία προς τους Γαλιλαίο και
Δαρβίνο, όταν τέτοια ανοχή δεν υπήρξε από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες,
ο Άγγλος καθηγητής σημείωσε, ότι δεν γνωρίζει τους λόγους, αλλά προέβη σε
κάποιες υποθέσεις. Ως μία από αυτές θεώρησε ότι είναι «η σοφή οικονομία του
λόγου Της». Πάντως ζήτησε η Ορθόδοξη Εκκλησία να πάρει «σαφή θέση» στο θέμα της
Θεωρίας της Εξέλιξης του Δαρβίνου, η οποία, όπως είπε, «είναι δεδομένο ότι για
όλους τους επιστήμονες ισχύει και ότι δεν νοείται βιολογία χωρίς αυτήν».
Ο κ. καθηγητής προφανώς αγνοεί την πνευματικότητα της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία αντίθετα προς το πνεύμα των Προτεσταντών και των
Ρωμαιοκαθολικών, δεν σχολιάζει τα επιτεύγματα
της Επιστήμης. Πίστη Της είναι ότι ουδεμία ανάμιξη μπορεί να έχει στα επιστημονικά
επιτεύγματα, που φέρνουν τον άνθρωπο πιο κοντά στον Θεό. Εκεί που εκφράζει
αντιρρήσεις είναι όταν με την επιστήμη
και την τεχνολογία θίγεται ο άνθρωπος ως
ύπαρξη και ως οντότητα, όταν καταλύονται οι θεσμοί, όπως η οικογένεια, και όταν
παραβιάζεται και καταστρέφεται η φύση, εν ονόματι μιας ελευθερίας, που στην
ουσία είναι υποταγή στην τυραννική εξουσία των παθών, ή της ιδεολογίας.
Για τη θεωρία του Δαρβίνου, περί της εξέλιξης και της
καταγωγής των ειδών πράγματι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει εκφράσει άποψη. Σε
καμία επιστημονική θεωρία δεν την έχει εκφράσει επισήμως, και έπραξε ορθώς. Δεν
έχει εκφράσει την άποψή της λ.χ. για το Νόμο της Παγκόσμιας Έλξης του Νεύτωνα, για τους
Αστρονομικούς Νόμους του Κέπλερ και για τις αστρονομικές ανακαλύψεις του
Γαλιλαίου, καθώς και για τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, που
συγκλόνισαν τον επιστημονικό κόσμο της εποχής τους. Κατά τον 18ο
αιώνα μεμονωμένα κληρικοί και λαϊκοί Της σχολίασαν τα επιστημονικά επιτεύγματα
της εποχής τους, κυρίως τα αστρονομικά, άλλοι θετικά, άλλοι αρνητικά. Αρκετοί
μετάφρασαν στα ελληνικά τις σύγχρονές τους επιστημονικές εργασίες και τις
εξέδωσαν, προς ενημέρωση των Ελλήνων.
Μεταξύ αυτών, που υπήρξαν οι πρωτεργάτες του ελληνικού
Διαφωτισμού και που προώθησαν τις θετικές επιστήμες στον Ελληνισμό ήσαν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Χρύσανθος Νοταράς,
οι Αρχιεπίσκοποι Σλαβενίου και Χερσώνος Ευγένιος Βούλγαρης και Νικηφόρος
Θεοτόκης, οι ιερομόναχοι Βενιαμίν ο
Λέσβιος, Άνθιμος Γαζής, Μεθόδιος Ανθρακίτης και Διονύσιος Πύρρος, και λαϊκοί,
πιστοί στην Ορθοδοξία, όπως ο ήρωας και εθνομάρτυρας Ρήγας ο Βελεστινλής και
Κωνσταντίνος Κούμας. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Βενιαμίν του Λεσβίου για τον Γαλιλαίο:
«Γαλιλαίος, εις τον οποίον η φιλοσοφία
(Σημ. γρ. Ο Βενιαμίν ονομάζει Φιλοσοφία την Επιστήμη) είναι τόσον υπόχρεως,
υπεβάσταξε περί τον δέκατον έβδομον αιώνα την δόξαν του Κοπερνίκου. Επειδή όμως
και ο αρχηγός της δυτικής εκκλησίας φέρει ανά χείρας και τον σταυρόν και την
σπάθην, και κολάζει (Σημ. γρ. τιμωρεί) καθώς ήθελε τω φανή, εβίασε τον
Γαλιλαίον ή να εκβάλη το πυρ εκ του κέντρου του κόσμου και να αντικαταστήση την
γην, ή να βαλθή αυτός εις το πυρ, καθό αιρετικός. Ούτω πως οι μαθηταί του πράου
Ιησού κολάζουν τους αιρετικούς. Αν από το ένα μέρος είναι άτοπον να θεολογή η
φιλοσοφία, από το άλλο είναι, ως φαίνεται, και αναγκαίον να φιλοσοφή (Σημ.γρ.
Να ασχολείται με την Επιστήμη) η θεολογία. Δύο είναι τα αίτια, δια τα οποία το
σύστημα του Κοπερνίκου υπήντησε κοινώς τόσην αντίστασιν, η φιλαυτία του
ανθρώπου και η δύσληψις του ότι η γη κινείται». (Βλ. σχ. Εθνικού Ιδρύματος
Ερευνών «Ιστορία και φιλοσοφία των Επιστημών στον Ελληνικό χώρο (17ος-19ος
αι.)», Εκδ. «Μεταίχμιο», Αθήνα, 2003, σελ. 467).
Για το ίδιο θέμα, του Γαλιλαίου και της αντιμετώπισής
του, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος γράφει:
«Σωστά ο Γαλιλαίος έκαμε τους
λογαριασμούς του (δεν είχε άλλο τρόπο). Το λάθος βρίσκεται στην καταδίκη του
από την Καθολική Εκκλησία, που συσχέτιζε άτοπα. Το ίδιο άτοπος ο συσχετισμός
ανάμεσα στον Αδάμ ή την Εύα και στην εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου. Δεν
υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα σε θρησκεία και επιστήμη, ανάμεσα σε αιωνιότητα
και χρονικότητα ή χρόνο. Μάταια κονταροχτυπιούνται όσοι δεν το καταλαβαίνουν
αυτό». (Ζήσιμου Λορεντζάτου «Collectanea», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 2009, σελ. 663).
Ο Άγγλος καθηγητής Τζον Μπρουκ υποστηρίζει ότι η θεωρία του Δαρβίνου έχει την γενική
αποδοχή των βιολόγων. Όμως πάντα είναι
μια θεωρία, η οποία έχει δεχθεί αυστηρή αρνητική επιστημονική κριτική. Ένας από
τους επικριτές της θεωρίας του Δαρβίνου είναι ο διάσημος φιλόσοφος,
υπερασπιστής της ανοικτής κοινωνίας και
καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και του London School of Economics Σερ
Καρλ Πόπερ (1902-1994). Την θεωρεί μια εντυπωσιακή θεωρία, αλλά σημειώνει ότι η
πεποίθηση πως ερμηνεύει πλήρως την
εξέλιξη των ειδών «είναι πολύ μακριά από το να αποδειχθεί». H Ειρήνη Παπαδάκη στην εισαγωγή της στο βιβλίο
του Πόπερ «Η ανοιχτή κοινωνία και οι
εχθροί της» (Σημ. Η ίδια το μετέφρασε στα ελληνικά και έχει εκδοθεί από τις
εκδόσεις «Δωδώνη»), γράφει πως ο εν λόγω άγγλος καθηγητής της Λογικής
υποστήριξε ότι η «διαψευσιμότητα» είναι απαραίτητη για να έχει μια θεωρία
επιστημονική βάση. Δηλαδή μια θεωρία πρέπει να έχει πειραματικό και ελέγξιμο
περιεχόμενο και να μην εκφράζει απλώς μιαν πίστη ή μιαν ιδεολογία. Επίσης τα
δεδομένα της έρευνας για μιαν επιστημονική θεωρία δεν πρέπει να είναι
περιορισμένης παρατήρησης,
εξειδικευμένης εμπειρίας και με λογικά κενά.
Γράφει ο Πόπερ:
«Ως εκ τούτου μετά χαράς
αποδέχομαι ότι διαψευσιοκράτες σαν και μένα προτιμούν πολύ περισσότερο το να
επιχειρήσουν να λύσουν ένα ενδιαφέρον πρόβλημα με μία τολμηρή εικασία, ακόμα και αν (και ειδικά αν) αυτή πρόκειται
να αποδειχθεί σύντομα ψευδής, από το
να παραθέσουν μιαν ακολουθία άσχετων προφανειών. Το προτιμάμε γιατί
πιστεύουμε ότι αυτός είναι μοναδικός τρόπος να μάθουμε από τα σφάλματά μας.
Πιστεύουμε πως, ανακαλύπτοντας ότι η υπόθεση μας ήταν ψευδής, θα έχουμε μάθει
πιο πολλά για την αλήθεια, θα έχουμε φτάσει πιο κοντά στην αλήθεια». (Βλ.σχ. A.F. Chalmers «Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη;», Πανεπ.
Εκδ. Κρήτης, Ηράκλειο, 1994, σελ. 66 και K.R. Popper “Conjectures and Refutations”, Ed.
Routledge & Kegan Paul,
1969, p. 231. Οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Στα 1974, με γνωστή πλέον τη δομή του DNA και το
καταστάλαγμα της σχετικής έρευνας περί της θαυμαστής πολυπλοκότητας της λειτουργίας του, ο Πόπερ
οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως «η
δυνατότητα πρόσβασης στην αρχή της ζωής
κατέστη ένα αδιαπέραστο τείχος για την επιστήμη». («Studies in the Philosophy of
Biology: Reduction and Related Problems», Edited by Francisco Jose Ayala &
Theodosius Dobzansky, Mc Millan Press, 194, p. 270).
Η θεωρία του Δαρβίνου δεν πληροί
τους όρους, που θέτει ο Πόπερ, για να θεωρηθεί επιστημονική. Ο ίδιος ο Δαρβίνος στο βιβλίο του «Η
καταγωγή των ειδών» εξετάζοντας διάφορα είδη σημειώνει τη σχετικότητα και το
ατελές της θεωρίας του: «Οι δυσκολίες που
συναντάμε με τη θεωρία της καταγωγής με τροποποίηση είναι αρκετά σοβαρές. Όλα
τα άτομα του ιδίου είδους και όλα τα είδη του ιδίου γένους... κατάγονται από
κοινούς γονείς. Επομένως σε όσο μακρινά και απομονωμένα μέρη του κόσμου και αν
βρεθούν τώρα, θα πρέπει να έχουν ταξιδέψει στη διάρκεια διαδοχικών γενιών από
κάποιο σημείο σε όλα τα άλλα. Είμαστε
συχνά εντελώς ανίκανοι ακόμα και να υποθέσουμε πώς θα μπορούσε να έχει
πραγματοποιηθεί αυτό». (Καρόλου Δαρβίνου «Η καταγωγή των ειδών», Εκδ.
«Το Βήμα», Αθήνα, 2009, Τόμος Β΄, σελ. 181. Ο τονισμός του υπογρ.).
Σε άλλο σημείο ο Δαρβίνος γράφει: «Αν και η γεωλογική έρευνα έχει αποκαλύψει αναμφίβολα την κατά το
παρελθόν ύπαρξη πολλών κρίκων, φέρνοντας πολυάριθμες μορφές ζωής πολύ
πλησιέστερα τη μία με την άλλη, δεν
δίνει τις απείρως πολλές λεπτές διαβαθμίσεις μεταξύ των προγενεστέρων και
σημερινών ειδών που χρειάζονται στη θεωρία και αυτό είναι η πιο προφανής από
τις πολλές αντιρρήσεις που χρειάζονται στη θεωρία». (Σημ. της καταγωγής των ειδών και της εξέλιξης. Ό.π. σελ. 183. Ο
τονισμός του υπογρ.).
Στις αρχές του 20ού αιώνα o σημαντικός Γερμανός ιστορικός και φιλόσοφος της
ιστορίας Oσβαλντ
Σπένγκλερ (1880-1936) στο
βιβλίο του «Η παρακμή της Δύσης», το οποίο είχε ολοκληρώσει στα 1914, αλλά
κυκλοφορήθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θεωρεί ότι «η βιολογική θεωρία του Δαρβίνου για τη γένεση των ειδών είναι πράγματι
μόνον απομίμηση της εξέλιξης της ίδιας της Αγγλίας» και σημειώνει:
«Τίποτε δεν αναιρεί τόσο έγκυρα
τον Δαρβίνο όσο τα αποτελέσματα της παλαιοντολογίας. Τα ευρήματα των
απολιθωμάτων δεν μπορούν, σύμφωνα με μια απλή πιθανότητα, παρά να είναι μόνο
τυχαία δείγματα. Κάθε κομμάτι θα έπρεπε λοιπόν να αντιπροσωπεύει ένα
διαφορετικό στάδιο εξέλιξης. Θα υπήρχαν μόνο <μεταβατικά στάδια>, όχι όρια
και κατά συνέπεια όχι είδη. Αντ’ αυτού όμως βρίσκουμε εντελώς σταθερές και επί
μακρά χρονικά διαστήματα αμετάβλητες μορφές, οι οποίες δεν αναπτύχθηκαν ασφαλώς
σκόπιμα, αλλά εμφανίζονται ξαφνικά και
αμέσως σε οριστική διαμόρφωση, και δεν μετατρέπονται σε ακόμη πιο σκόπιμες,
αλλά γίνονται πιο σπάνιες και εξαφανίζονται, ενώ έχουν εμφανισθεί και πάλι
εντελώς διαφορετικές μορφές...».
Ως προς την δημιουργία του ανθρώπου ο Σπένγκλερ γράφει
μεταξύ των άλλων:
«Όσον αφορά τον άνθρωπο, τα
ευρήματα της πλειστοκαίνου υποπεριόδου δείχνουν όλο και πιο φανερά ότι όλες οι
μορφές, που υπήρχαν τότε, αντιστοιχούν σε αυτές που ζουν σήμερα και ότι δεν
εμφανίζουν το παραμικρό ίχνος μιας εξέλιξης προς μια πιο σκόπιμα δομημένη φυλή.
Και η έλλειψη ευρημάτων της τριτογενούς περιόδου κάνει όλο και πιο φανερό ότι η
μορφή ζωής του ανθρώπου οφείλει, όπως και κάθε άλλη, την προέλευσή της σε μια
ξαφνική αλλαγή, το <από πού>, το <πώς> και το <γιατί> της
οποίας θα παραμείνει ένα ανεξιχνίαστο μυστικό. Αν όντως υπήρχε μια εξέλιξη υπό
την αγγλική έννοια, δεν θα υπήρχαν ούτε ξεχωριστά γήινα στρώματα ούτε
μεμονωμένες τάξεις ζώων, αλλά μία και μοναδική γεωλογική μάζα και ένα χάος επί
μέρους ζωντανών μορφών, που θα είχαν απομείνει στον αγώνα για την ύπαρξη». (Οσβαλντ Σπένγκλερ «Η παρακμή της Δύσης»,
Ελλην. Έκδ. «Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός», Αθήνα, Α΄ Ανατύπωση 2004, Β΄ Τόμος,
σελ. 42-45. Ο τονισμός στο πρωτότυπο).
Ο Ζακ Μονό (1910-1976), βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας το
1965, άθεος και οπαδός «ενός σοσιαλιστικού ουμανισμού πραγματικά επιστημονικού»
έγραψε το βιβλίο «Η τύχη και η αναγκαιότητα» (Έκδ. Ράππα, Αθήνα, 1971). Χρησιμοποιώντας
τα τότε γνωστά στοιχεία περί DNA επιχειρεί να εκσυγχρονίσει τη θεωρία της
εξέλιξης του Δαρβίνου. Όμως δεν μπορεί να αποφύγει να αναγνωρίσει ότι οι
μοριακοί μηχανισμοί αντιγραφής, μετάλλαξης και αποδικωποίησης επί
τρισεκατομμύρια χρόνια και με προς το άπειρο τείνουσες μεταβολές αποτελούν
«αίνιγμα», που τείνει στο «θαύμα». Γι’ αυτό και αναγνωρίζει ως εύλογο το λόγο
του Μωριάκ: « Τα όσα λέει ο καθηγητής (Σημ. Ο Μονό) είναι πολύ πιο απίστευτα ακόμα
και από όσα πιστεύουμε εμείς οι ταπεινοί
Χριστιανοί και τα θεωρεί απίστευτα» (Σημ. ο.π. σελ. 181). Πράγματι, δεν μπορεί κανείς μη δογματικός και σοβαρός επιστήμονας να
υποστηρίξει με υπευθυνότητα την άποψη
του Μονό, πως όλα στον πλανήτη μας
συνέβησαν χωρίς σκοπό και μόνο με την τύχη και την αναγκαιότητα... Είναι
γνωστό το λεχθέν ότι οι θεωρίες των Δαρβίνου και Μονό έχουν απείρως μικρότερη
πιθανότητα να πραγματοποιηθούν από το να αναμιχθούν τα 24 γράμματα της
αλφαβήτου σε έναν αναμικτήρα και να προκύψει η Ιλιάδα...
Το συμπέρασμα του Μονό, ενός σημαντικού επιστήμονα, που όμως ανέμιξε την
ιδεολογία του στην επιστήμη, στο βιβλίο του «Τύχη και αναγκαιότητα», είναι
χαρακτηριστικό του λογικού και πνευματικού κενού στο οποίο ζούσε: «Ο άνθρωπος ξέρει επιτέλους ότι είναι
μόνος μέσα στην αδιάφορη απεραντοσύνη του Σύμπαντος, από όπου ξεπήδησε τυχαία.
Όχι μόνο το πεπρωμένο του, μα ούτε και το χρέος του είναι γραμμένο πουθενά...».
(Σημ. Ο.π. σελ. 228).
Ο Ζαν Γκιτόν , μαθητής του Ανρί Μπερξόν, φιλόσοφος και ο ίδιος και μέλος της Γαλλικής
Ακαδημίας, σχολιάζοντας τη θεωρία του Δαρβίνου γράφει: «Οπωσδήποτε οι νόμοι της εξέλιξης που διατύπωσε ο Δαρβίνος ισχύουν
αφήνοντας πολλά περιθώρια στο τυχαίο. Όμως ποιος
αποφάσισε αυτούς τους νόμους; Ποιο τυχαίο γεγονός έκανε ορισμένα άτομα να
ενωθούν σχηματίζοντας τα πρώτα μόρια αμινοξέων; Και από ποιο τυχαίο γεγονός
πάλι, αυτά τα μόρια συγκεντρώθηκαν για να καταλήξουν σε αυτό το εξαιρετικά
πολύπλοκο οικοδόμημα, το DNA; Σαν
τον βιολόγο Φρανσουά Ζακόμπ (Σημ.
Έζησε από το 1920 έως το 2013. Έλαβε το βραβείο Νόμπελ μαζί με τον Ζακ Μονό), θέτω και εγώ την απλή ερώτηση: Ποιος επινόησε τα σχέδια του πρώτου
μορίου DNA,φορέα
του αρχικού μηνύματος, που θα επιτρέψει στο πρώτο ζωντανό κύτταρο να
αναπαραχθεί;». (Από το βιβλίο «Dieu et la Science», Edition Grasset, Paris, 1991. Στην Ελλάδα κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις
«Αστάρτη» το 1998, με τίτλο «Θεός και Επιστήμη». Ο τονισμός στο πρωτότυπο).
Ως προς τη θεωρία του Ζακ Μονό, περί της τύχης και της
αναγκαιότητας, που, κατά την άποψή του, δημιούργησαν και συντηρούν από τον
μονοκύτταρο οργανισμό και τα όσα επί του πλανήτη μας υπάρχουν έως το σύνολο του
σύμπαντος, ο Ζαν Γκιτόν σημειώνει στο ίδιο του βιβλίο: «Στις ρίζες της δημιουργίας δεν υπάρχει κανένα συμπτωματικό συμβάν, τίποτε το τυχαίο, αλλά ένας βαθμός
τάξης άπειρα μεγαλύτερος από όσο μπορούμε να φαντασθούμε: Είναι μια ύψιστη
τάξη, που ρυθμίζει τις φυσικές σταθερές, τις αρχικές συνθήκες, τη συμπεριφορά
των ατόμων και τη ζωή των άστρων. Παντοδύναμη, ελεύθερη, άπειρα υπαρκτή,
μυστηριακή, σιωπηλή, αόρατη, ευαίσθητη, βρίσκεται
παντού αιώνια και απαρατήρητη, πίσω από τα επιφαινόμενα, πολύ μακριά πάνω
από το σύμπαν, αλλά παρούσα σε κάθε σωματίδιο».
Ο Γάλλος διανοούμενος Ρενέ Γκενόν (1886-1951), για το ίδιο θέμα, σημειώνει ότι ο
«εξελικτισμός» στράφηκε τελικά κατά του ορθολογισμού, σημειώνοντας πως η λογική
δεν μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως σε αυτό, που δεν είναι παρά αλλαγή και καθαρή
πολλαπλότητα, ούτε να περιλάβει στις έννοιές της την απεριόριστη πολυπλοκότητα
των αισθητών πραγμάτων. (Βλ. σχ. Ρενέ Γκενόν «Η κρίση του σύγχρονου κόσμου»,
Εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα, 1980, σελ. 89).
Οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες στο θέμα της
Δημιουργίας και των περί αυτής αποδείξεων
ακολούθησαν τη λογική του Θωμά
Ακινάτη. Η πεποίθηση των Λατίνων και λατινιζόντων θεολόγων, ότι δια της
λογικής είναι δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού και να στηριχθεί το γράμμα
της περιγραφής του προφήτη Μωυσή περί της Δημιουργίας, προκάλεσε και συνεχίζει
να προκαλεί την έντονη αντιπαράθεσή τους
με τους αγνωστικιστές και τους αθέους. Οι Χριστιανοί της Δύσης δεν έμειναν στην
επιστημονική και ορθολογιστική κριτική της θεωρίας του Δαρβίνου, αλλά
αντιπαράθεσαν τα απολογητικά
επιχειρήματα της πίστης τους σε αυτά της ιδεολογίας των αθέων. Μπήκαν
έτσι στο παιχνίδι τους και έφτασαν στο
σημείο, για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, να αμφισβητούν προφανή
επιστημονικά δεδομένα...
Μελέτη Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Χημικού, Δημοσιογράφου και Συγγραφέα
(Η μελέτη συνεχίζεται...)
No comments:
Post a Comment