«Ἐκεῖ, ὄπισθεν τῶν θάμνων τοῦ φράκτου, ἐν μέσῳ τῶν χωραφίων,〈τῶν〉 ἀμπέλων καὶ τοῦ αἰγιαλοῦ, ὅπου ὄχι σπανίως ἡ μὲν θάλασσα ἐπάτει καὶ ἀφωμοίου τὸ ἥμισυ κήπου ἢ ἀγροῦ μὲ συκᾶς, μηλέας καὶ ἀπιδέας, οἱ δὲ διαβάται ἔκαμναν δρόμον τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ αὐτοῦ κήπου ἢ ἀγροῦ (καὶ οἱ εὐτυχεῖς ἰδιοκτῆται εἰς ποῖον νὰ προσκλαυθῶσιν;) ἤκουες πολλάκις τὴν ἑσπέραν περὶ τὸ λυκόφως, ἐνῷ οἱ ναυπηγοὶ φορτωμένοι τὰ ζεμπίλια μὲ τὰ σιδερικά των ἐπέστρεφαν εἰς τὴν πολίχνην, ἤκουες, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν μαραγκῶν, μετρούντων τὰς ἡμέρας ἑωσοῦ ἔλθῃ ἡ πρώτη Κυριακή, κατόπιν τῆς ὁποίας εἵποντο κατὰ σειρὰν τρεῖς ἢ τέσσαρες ἑορταί (τῶν Κορυφαίων Ἀποστόλων, τῶν Δώδεκα, τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ τῆς Ἁγίας Ἐσθῆτος), καὶ ἀναλογιζομένων μετὰ προαπολαύσεως μελλούσης μακαριότητος ὅτι θὰ ἔπλεον ὅσον οὔπω ἀντικρύ, εἰς τὴν ἀνατολικὴν νῆσον, τὴν κρατοῦσαν δέσμια πανταχόσε τῆς γῆς ὅλα τὰ τέκνα της μὲ ἀόρατον συμπαθὲς νῆμα πόθου καὶ νοσταλγίας, θὰ ἔπλεον ὅλοι στοιβαζόμενοι εἰς δύο μεγάλας ὁλκάδας, ἔργα τῶν χειρῶν των, ὅπως ἐπὶ τετραήμερον ἑορτάσωσιν· ἤκουες, λέγω,
διάλογον οἷος ὁ ἑξῆς:
― Νά, κοντεύουμε
τώρα, Νταντή…
― Ἀργοῦμε ἀκόμα, Μπεφάνη…
― Τί λές, βρὲ Νταντή;… Δευτέρα πέρασε, Τρίτ᾿ Τετράδ᾿ μιά, Πέφτ᾿ Παρασκευὴ δυό, Σαββάτο, πρῶτα ὁ Θεός, εἴμαστε πέρα.
Καὶ οὕτως ὁδός μακά βραχεῖα γίγνεται, ὄχι κατὰ τὸν Σοφοκλέα».
Μέρες
ποὺ εἶναι, μέρες ἀπανωτὲς ἑορτῶν σημαντικῶν καὶ γεμάτων νοσταλγία ἑορτῶν, ἔρχεται ἡ ἀθάνατη γραφίδα τοῦ Παπαδιαμάντη
νὰ μᾶς θυμίσει. Ἀλήθεια, τί; Μὰ τὶ ἄλλο ἀπὸ τὴν στολισμένη εὐλάβεια ζωὴ τῶν προγόνων μας, γιατὶ τὸ παραπάνω κομμάτι ποὺ παραθέτω ἀναφέρεται καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα στοὺς Σκοπελίτες.
Στοὺς Σκοπελίτες ναυπηγοὺς ποὺ δούλευαν τότε στὴ γείτονα
Σκιάθο καὶ περίμεναν πῶς καὶ πῶς, ὥστε νὰ βροῦν εὐκαιρίες ὡσὰν αὐτή, γιὰ νὰ βρεθοῦν πέρα, «εἰς τὴν ἀνατολικὴν νῆσον, τὴν κρατοῦσαν δέσμια πανταχόσε
τῆς γῆς ὅλα τὰ τέκνα της μὲ ἀόρατον συμπαθές νῆμα πόθου».
Εὐλάβεια ξεχασμένη σήμερα. Καί, μάλιστα, ξεχασμένη μὲ ἀνόητο τρόπο, ἀφοῦ λησμονήσαμε πιὰ τὰ ἰερὰ καὶ ὅσια, γιὰ νὰ μᾶς κατακτήσει τώρα πιὰ ἡ ἄλλη ἀρρώστια: ἐκείνης τοῦ ἀγχωτικοῦ τρεξίματος, ποὺ ἄν τὸ δεῖς ψύχραιμα καὶ μὲ τὴ δέουσα λογική, τότε ὁδηγεῖ καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα στὴ συσώρευση ἀγαθῶν, πλούτου, ἐφήμερης χλιδῆς ποὺ ἀπὸ τὰ θεμέλιά της ἀποπνέει τὴν ἀδυσώπητη μυρουδιὰ τοῦ τάφου. Γι᾿ αὐτὰ τρέχουμε, ἀντίθετα μὲ τοὺς προγόνους μας ποὺ τηροῦσαν μὲ ἱερὴ ἀκρίβεια τὶς μέρες αὐτὲς τῶν γιορτάδων. Γιατὶ τὸ λέει ξεκάθαρα ὁ Παπαδιαμάντης
ἔρχονται στὸ νησί τους οἱ ξενιτεμένοι ναυπηγοί, «ὅπως ἐπὶ τετραήμερον ἑορτάσωσιν».
Ἄς σκεφτεῖ κάποιος καὶ μετὰ ἄς δεὶ τὰ πράγματα στὴ σωστή τους διάσταση
καὶ προοπτική. «Νὰ ἑορτάσωσιν», λοιπόν, πήγαιναν στὸ νησί τους οἱ ναυπηγοί. Καί, ποῦ, ἀλήθεια, νὰ ἐορτάσουν; Μά, στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους στὸ Βράχο τῆς Ρίζαινας πρῶτα, ἴσως δὲ καὶ «Τσ’ Ἀγιαπουστόλ(ι)» στὴ Γλώσσα, Μετὰ «Σ᾿ ν’ Ἁγιαναργυρ’ στοῦ Πρασσᾶ τοὺ Ρέμα», ἤ «στοὺ Πουτάμ’», ἀκόμα δὲ καὶ στὸ Παλιὸ τὸ Κλήμα μὲ τὸ ὀνομαστὸ του τὸ πανηγύρι. Κι ὔστερα, «τς᾿ Παναΐτσας», τῆς Καταθέσεως δηλ. τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Παναγίας, μὲ τὸ πανηγύρι στὸ Στάφυλο καὶ στὸ Ποτάμι...
...Γι᾿ αὐτὸ εὐγνωμονοῦμε τὸν Παπαδιαμάντη, τὸ μεγάλο μας
γείτονα, ἐπειδὴ μᾶς ἄφησε αὐτὲς τὶς ὅμορφες καὶ πάντα νοσταλγικὲς σελίδες, ποὺ τιμοῦν τὸ νησί μας, τὴν παράδοση καὶ πιὸ πολὺ τοὺς προγόνους μας. Τί ἄλλο θέλουμε,
λοιπόν;
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment