Καθὼς ἀνοίγονται μπροστά
μας οἱ πανίερες ἡμέρες τοῦ
Δεκαπενταυγούστου, τοῦ Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ, μιὰ νεόκοπη φράση ἦρθε δειλά-δειλὰ νὰ εἰσβάλει στὸ λεξιλόγιό μας τὸ τοπικό: «Καλὴ Παναγιά»!!!
Δὲν ξέρω ποῦ ἀκούγεται καὶ πῶς προῆλθε αὐτὴ ἡ φράση, ὅμως στὸν τόπο μας, στὸ νησί μας δηλαδή,
συνηθίσαμε νὰ λέμε κάποια ἄλλα εὐχετήρια λόγια, ποὺ ἀσφαλῶς καὶ περιέχομενο εἶχαν καὶ βαθειὰ στὴν Παράδοση ἦταν ριζωμένα.
Χώρια ποὺ τὰ βίωναν οἱ ἄνθρωποι μὲ κατάνυξη καὶ ἄμετρη συγκίνηση,
γιατὶ ζοῦσαν τὴ Σαρακοστή, ἀφοῦ ἄλλωστε νήστευαν
καί, μάλιστα, μὲ ἱεροπρέπεια καὶ σεβασμό. Καὶ δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἄν φᾶνε ψωμὶ μὲ ντομάτα ἤ καὶ ντοματόριζο ἀλάδωτο. Ἄν «σαόξου», στὴν ἐξοχὴ δηλαδή, -μὴ ξεχνᾶμε πὼς οἱ μέρες αὐτὲς ἦταν πολὺ κοπιαστικὲς, ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ μαζευτεῖ τὸ δαμάσκηνο καὶ τὸ ἀμύγδαλο- χόρταιναν
μὲ κορόμηλο, ψωμὶ καὶ νερό... Ξέρανε, πὼς ἐπιτελοῦσαν ἕνα ἱερὸ χρέος, κάνοντας τὸν κανόνα τους «τοὺ gάνουνα», εἰς τιμὴν καὶ μνήμην Ἐκείνης, τὴν Ὁποία «αἱ γενεαὶ πᾶσαι» τὴν μακάρισαν, ὡς μόνην Θεοτόκον.
Πῶς νὰ λείψουν ἐκεῖνοι, λοιπόν, ἀπὸ τὶς Παραδόσεις τῶν Πατέρων τους; Ἔτσι μόλις εἰσόδευε ὁ Δεκαπενταύγουστος
ἡ εὐχὴ ποὺ ἄκουγες ἦταν: «Καλὴ Σαρακουστίτσα».
Φυσικὰ λίγες ἦταν οἱ μέρες κι ὄχι σαράντα. Ὅμως Σαρακοστὴ τὴ νοοῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ εἶναι. Κι ἔτσι, ὅταν περνοῦσαν οἱ πρῶτες μέρες πάλι εὔχονταν «Ἄdι, τς᾿ Παναϊᾶς μὶ ὑγεία».
Μὲ τὰ χρόνια, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ τὴν παρουσία τοῦ τουρισμοῦ ποὺ ὀριζοντίωσε πολλὲς κι εὐλογημένες
συνήθειες, ἀτόνισαν καὶ τὰ παραπάνω. Βλέπεις
ἀκόμα καὶ ἡ μέρα τῆς Παναγίας, ἡ ἑορτὴ δηλ. τῆς Κοιμήσεως, εἶναι ἐργάσιμη μέρα, ὅπως ὅλες οἱ προηγούμενες καὶ τὸ μόνο ποὺ τὴ θυμίζει πιὰ εἶναι οἱ πανηγυρικές, εὐχαριστιακὲς συνάξεις τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες καὶ συνεχίζουν -σὲ πεῖσμα ἐκείνων ποὺ έπιθυμοῦν(;), - ἡ ἀνάγκη τοὺς κάνει(;), νὰ εἶναι ἐπιλήσμονες- νὰ θυμίζουν ὅτι «ἡ τῆς ζωῆς Μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστη...». Καὶ φυσικὰ τοὺς θυμᾶται πάντοτε...
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment