Μικρὴ
προσωπικὴ κατάθεση ἑνὸς ἁπλοῦ ἀνθρώπου τῆς τρίτης ἡλικίας
Ἀπὸ καιρὸ σχεδιάζω νὰ γράψω αὐτὲς τὶς σκέψεις, χωρὶς νὰ πιστεύω ὅτι κάποιοι θὰ μὲ καταλάβουν. Γιατὶ ξέρω πολὺ καλά: Οἱ ἄνθρωποι ὅλοι, ποὺ ζοῦν μιὰν ἰσορροπημένη καὶ χαμηλὴ ζωή, ἔχουν τὰ προβλήματά τους,
μὲ πρῶτο τὸ νὰ ὑπερβοῦν τὴ σκληρὴ κι ἀδυσώπητη καθημερινότητα κι ὕστερα νὰ ἡσυχάσουν λίγο, μέχρι νὰ ξαναβρεθοῦν στὸ στάδιο τῶν ἀγώνων τους, γιὰ «τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον» καὶ ὄχι μόνο. Ἔτσι πολλὲς φορὲς τὰ προβλήματα τῶν ἄλλων τὰ καλύπτει ἡ στάχτη ποὺ ἀφήνουν τὰ ἀποκαΐδια τῶν ὀνείρων τους, τῶν προσδοκιῶν τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λησμονοῦν τόσο εὔκολα. Βλέπεις,
πάει ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ποὺ ὅταν συνέβαινε κάτι
στὴ γειτονιά ἤ στὴ μικρὴ τὴν κοινότητα τῶν ἀνθρώπων, τὸ μάθαιναν σχεδὸν ὅλοι καὶ τρέχανε, ὥστε νὰ σταθοῦν σιμὰ στὸν κάθε πληγωμένο
καὶ τυραγνισμένο ἄνθρωπο.
Τώρα, λοιπόν, ποὺ κι ἐγὼ ἔφτασα σὲ μιὰν ἡλικία ἀρκετὰ προχωρημένη ἀπὸ τὴ νεότητα καὶ τὴ δημιουργία, ἄρχισα νὰ βλέπω τὶς δυνάμεις νὰ ἐγκαταλείπουν ἡ μιά μετὰ τὴν ἄλλη τὸ κορμί, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ ψυχὴ πάλλεται καὶ ἐπιθυμεῖ ὅλα νὰ γίνουν σωστά, ὅμορφα,
νοικοκυρεμένα, ὅπως κάποτε. Αὐτό, φυσικά, εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο πιά, ἀφοῦ τὰ ἑβδομήντα χρόνια ἔχουν βαρύνει ἀρκετὰ πάνω μου. Ναί, ἔχουν ὄντως βαρύνει, ὡστόσο ἔχουν ἀφήσει καὶ τὴν πληρωμή τους, ποὺ εἶναι ἡ συσσώρευση ἐμπειριῶν καὶ σοφίας, διαλεχτῶν θείων δώρων, ποὺ ἰσοζυγιάζουν τὰ πράγματα. Γιατὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κόπωση,
μπορεῖ οἱ πόνοι τῶν ἀρθριτικῶν νὰ μὴν ἀφήνουν περιθώριο
γιὰ περισσότερα
βήματα, ὅμως ὑπάρχει τὸ βαρὺ «πτυχίο» τῆς ἐμπειρίας ποὺ διδάσκει καὶ συντηρεῖ συνάμα τὴν αἰσιοδοξία μέσα σου.
Αἰσιοδοξία ποὺ καλεῖσαι νὰ μεταδώσεις καὶ στὸν κόσμο, μὲ ὅποιο τίμημα -δὲν ἔχει σημασία- ὅμως πρέπει νὰ φυλακιστεῖ αὐτὴ ἡ ἀρετή, αὐτὸ τὸ μέγιστο τοῦ Θεοῦ δῶρο, μέσα σου, ἀλλὰ νὰ φτερουγίσει κι ἀλλοῦ, ὥστε νὰ σηκώσει πολλὲς ψυχὲς ἀπὸ τό τέλμα τῆς ἀδιαφορίας, τοῦ πεσσιμισμοῦ, τῆς ἀπραξίας.
Ναί, τὸ γνωρίζω ὅτι οἱ καιροὶ εἶναι διαφορετικοί, ἀπαράκλητοι,
κλειστοί, μουτζουρωμένοι ἀπὸ τὴν αἰθαλομίχλη τῶν καπνῶν ποὺ ἀφήνουν οἱ μηχανές. Ὅμως ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε καὶ τὰ χέρια, τὰ ὁποῖα καὶ τὰ κουνᾶμε, γιὰ νὰ καθαρίσουμε τοὺς προσωπικούς μας
ρύπους. Γιὰ νὰ φανεῖ πρωτίστως τὸ καθαρό μας τὸ πρόσωπο καὶ νᾶ τὸ νοιώσουμε ὡς μιὰ πρώτη προσπάθεια
γιὰ τὴν ἀπόταξη κάθε
προσωπίδας, ποὺ ἐξ ἀνάγκης τὴ φορᾶμε μέσα στὴν στυγνὴ καθημερινότητα,
γιὰ νὰ θολώνουμε, δυστυχῶς, ὅλο καὶ περισσότερο τὸ τοπίο τῆς ψυχῆς μας.
Εἶναι ἀλήθεια πιά, τὰ ὡραῖα καὶ τὰ πολλὰ τὰ χρόνια πέρασαν, ἀφήνοντας τὸ δικό τους στίγμα
στὶς ψυχὲς καὶ στὸ βίο τῶν ἐνοριτῶν. Τώρα, τὰ λίγα ποὺ ἀπόμειναν εἶναι πιὰ χρόνια προσευχῆς καὶ ἐκζήτησης τοῦ Ἐλέους Του καὶ τῶν οἰκτιρμῶν του: «Τὸ γῆρας περικράτησον»,
Τὸν παρακαλοῦμε... Ξέρουμε πὼς μᾶς ἀφουκράζεται, πῶς μᾶς προσέχει, ὅπως Ἐκεῖνος νομίζει
καλύτερα. Καὶ περιμένουμε τὴν ὥρα νὰ σφαλίσει πιὰ ἡ θύρα ἡ μεγάλη, ἀφοῦ ἐμεῖς θὰ τὴν ἔχουμε περάσει.
Δίχως ἐπιστροφὴ ἀσφαλῶς...
π. K.N. Kαλλιανός
No comments:
Post a Comment