ἤ, Τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς τά ἔνδοξα ἐναρκτήρια
Μὲ σταθεροὺς βηματισμοὺς πνευματικῆς ὠφελείας καὶ ἱερῆς διδαχῆς, ἡ Ἐκκλησία γιὰ μιὰν ἑβδομάδα μᾶς προπαίδευσε, ὥστε, ὅταν βρεθοῦμε στὴ ὁριακὴ στιγμὴ τῆς παντίμου εἰσόδου τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι. Δηλαδή, πλήρως ἐνημερωμένοι τὸ ποῦ καὶ γιατὶ συμ-πορευόμαστε μὲ τὸ Λαὸ τῆς Χάριτος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸ ἱερὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν. Ἔτσι, ἀπὸ νωρίς, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς ἑβδομάδος τῆς Τυρινῆς, ἀκοῦμε τοὺς θεόσταλτους λόγους: «Φαιδρὰ προεόρτια τῆς ἐγκρατείας, λαμπρὰ τὰ προοίμια τῆς νηστείας σήμερον...» ἤ, «Ἀρχὴ κατανύξεως καὶ μετανοίας, κακῶν ἀλλοτρίωσις καὶ παθῶν ἐγκράτεια...» καὶ μὲ ποιητικὸ τρόπο, τόσο ἔκδηλα ὑπογραμμισμένο ὄτι «Τὸ ἔαρ
μηνύουσα ἤγγικεν αὕτη ἡ προκαθάρσιος Ἑβδομὰς ἡ πάνσεπτος τῶν ἱερῶν νηστειῶν...».
Μὲ τὰ παραπάνω, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία προσπαθεῖ, ἐν μέσῳ ἡμερῶν ποὺ τὶς σφραγίζουν οἱ περίεργες συμπεριφορὲς τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὶς μασκαρεμένες τους μορφὲς (καὶ συνειδήσεις κάποτε) νὰ διδάξει τό τί εἶναι ἡ Σαρακοστή. Νὰ ὑπομνήσει στὸν καθένα μας, δηλαδή, ὅτι «ἔφθασε (πιὰ ὁ) καιρός», ὥστε νὰ σταθοῦμε πιὰ «ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου καὶ χερσί τύπτοντες τὰς ὄψεις [νὰ ἀναφωνήσουμε τό], ἐλεῆμον, ἐλεήσόν με τὸν παραπεσόντα». Γιατὶ ὁ σκοπός μας εἶναι νὰ ἀναλογιστοῦμε σοβαρὰ τούτη τὴ φορὰ «τὴν ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς» ἔκπτωσή μας. Νὰ ἀναλογιστοῦμε καὶ νὰ συναισθανθούμε τὴν ὀδύνη τοῦ προπάτορά μας Ἀδὰμ, ὁ
ὁποῖος «ἰδὼν τὸν ἀγγελον ὠθήσαντα καὶ κλείσαντα τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν, ἀναστέναξε μέγα καὶ ἔλεγε... <συνάλγησον, Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι, καὶ τῶ ἤχῳ σου τῶν φύλλων ἰκέτευσον τὸν Πλάστην, μὴ κλείση με>».
Ἀλήθεια, πόση ὀδύνη κρύβουν αὐτὲς οἱ λέξεις, ποὺ μαρτυροῦν τὴν βαθειὰ νοσταλγία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου γιὰ τὸν χαμένο Παράδεισο. Τὸν Παράδεισο, στὸν ὁποῖο ὅλοι ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπανέλθουμε, ὡστόσο, ἐκεῖνο ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ τὸν κατοικήσουμε ξανὰ εἶναι ἕνα: τὸ θέλημά μας, κι ὄχι τό, «Γεννηθήτω τὸ Θέλημά Του». Ποὺ στὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς συμφέρον μας εἶναι. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει σ᾿ ἐκείνο ποὺ σωστὰ ὑπογράμμισε
καὶ διατύπωσε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης, ὁ ὁποῖος βαθύτατα ψυχολόγισε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἐξηγεῖ, λοιπόν, καὶ ἀναφέρει στὸν περίφημο Μεγάλο Κανόνα Του, πὼς ὁ πεπτωκὼς ἄνθρωπος ὅταν συνειδητοποιήσει ὅτι «αὐτείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μου βλάπτων» [Ὠδὴ δ΄] τότε ἀρχίζει νὰ συνέρχεται ἀπὸ τὸν ναρκισσισμό του
Αὐτείδωλον ἐγενόμην,
τοῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μου βλάπτων, Οἰκτίρμον·
ἀλλ᾿ ἐν μετανοίᾳ με παράλαβε,
καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι·
μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τοῦ ἀλλοτρίου·
Σωτήρ, αὐτός με οἴκτειρον
Μακάρι νὰ συμβεῖ καὶ σὲ μᾶς αὐτὴ ἡ συνειδητοποίηση τῆς πεπτωκυίας
φύσεώς μας.
π.
Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment