Ὅπως καὶ πέρσυ καὶ πρόσπερσυ, ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ χρόνους πολλούς,
μόνη καὶ σιωπηλὴ ἐμφανίζεται ξανά στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ στὴ ζωή μας, ἡ Μεγάλη Σαρακοστή.
Γιατὶ τὸ ἀπόβραδο της
Τυρινής στοὺς ναούς ἐλάχιστοι προσῆλθαν, ἀφοῦ ἔπρεπε νὰ τιμήσουν τὰ «πολιτιστικὰ» δρώμενα, μὲ μεταμφιέσεις,
χορούς, τραγούδια καὶ ἄφθονο οἰνόπνευμα, «γιατὶ τὸ καλεῖ (ὅπως ἰσχυρίζονται) ἡ ἡμέρα». Κι ὅλοι αὐτοὶ την Καθαρά
Δευτέρα εὔχονται καλὴ σαρακοστή! Γιατὶ τάχα;
Ἀλήθεια, θὰ ἤθελε ὁ ὁποιοσδήποτε πιστὸς νὰ σταθεῖ στὸ μέγεθος καὶ τοὺς συμβολισμοὺς ποὺ μᾶς δίδαξε ἡ λεγόμενη μὲν Κυριακὴ τῆς Τυρινής, ὅμως εἶναι ἡ Κυριακὴ κατὰ τὴν ὁποία ἐνθυμούμεθα «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτοπλάστου Ἀδάμ»; Μὲ λίγα
λόγια, νὰ θυμηθεῖ καὶ νἂ
συνειδητοποιήσει τὴν ἐξορία
του. Πολὺ δὲ σωστὰ προτείνεται στὸν
παρακάτω στίχο «Κόσμος γενάρχαις πικρὰ συνθρηνησάτω», γιὰ νὰ
δειχθεῖ ἐμφανῶς καὶ νὰ ἀποδειχτεῖ, ὅτι αὐτὴ ἡ μεγάλη
παρένθεση ποὺ ἀνοίγεται ἀπὸ
σήμερα στὴ ζωή μας, δὲν εἶναι
τυχαία.
Ζυγώνοντας τὰ ἰερὰ
κείμενα τῆς Γενέσεως, ὅπου ἀναφέρεται
αὐτὴ ἡ ἔξωσις τῶν πρωτοπλάστων γενητόρων μας ἀπὸ τὸν
Παράδεισο, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Καθαράς Δευτέρας,
μποροῦμε κάλλιστα νὰ καταννοήσουμε
τὸ μέγεθος τοῦ κενοῦ ποὺ φέρουμε
μέσα μας, μὲ τὸ νὰ ὑποκαθιστοῦμε τὸν θεϊκὸ Παράδεισο
μὲ τὴν ὅποια εὐχαρίστηση καὶ πρόχειρη,
μεταβαλλόμενη, τέρψη ποὺ μᾶς
χαρίζουν οἱ στιγμὲς τῶν
λεγομένων ἀποκριάτικων, ἑορταστικῶν
τελετῶν. Πού, στὸ κάτω-κάτω τῆς γραφῆς, οὐδεμία
ψυχωφέλεια προσφέρουν, ἀφοῦ
διόλου δὲ νοηματίζουν καὶ δὲν στερεώνουν
τὴν πίστη καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἐλάχιστων
φίλων τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ
συνείδηση προσέρχονται στὸ ναὸ γιὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς
συγχωρήσεως. Ὅμως εἶναι ἔθιμο
πιά... Καὶ χάριν αὐτοῦ
λησμονιέται ἡ μεγάλη εὐκαιρία ποὺ δίνεται
στὸ κάθε πιστό, ὥστε νὰ ἀναλογιστεῖ, μέρα
ποὺ εἶναι, κι ἀφοῦ τοῦ
δίνεται καὶ ἡ ἀφορμὴ ποὺ τοῦ χρειάζεται, τὸ μέγεθος τῆς
τραγωδίας ποὺ ζεῖ καὶ ἀσυνείδητα τὸ ἔχει
μέσα του: ἀπωθημένο γεγονός, κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς
προπάτορές του, προτροπὴ τῆς Ἐκκλησίας
γιὰ ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια
ἀλάνθαστη. Ἄς δοῦμε,
λοιπόν, τὸ πῶς ἡ Ἐκκλησία προτρέπει τὸν κάθε πιστὸ νὰ δεῖ καὶ
συνάμα νὰ βιώσει τὴν ἡμέρα αὐτή:
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ κλαπέντα, καὶ δόξης μακρυνθέντα! οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δὲ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου καὶ Πλάστην· εἰς γῆν γάρ ἀπελεύσομαι, ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην. Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον, βοῶ σοι· Ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα».
Στὸ ἴδιο
πνευματικὸ κλίμα εἶναι γραμμένο καὶ τὸ
παρακάτω τροπάριο,
«Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως· διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο, ὁλολύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ, καὶ ἔλεγεν· Οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! μίαν ἐντολὴν παρέβην τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι. Παράδεισε ἁγιώτατε, ὁ δι' ἐμὲ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι, κᾀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι. Διὸ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Σωτήρ· Τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σῴζεσθαι, καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, ὅτι τὸν ἐρχόμενον πρός με,
οὐ μὴ ἐκβάλλω ἔξω».
Γιὰ νὰ φτάσουμε
στὴν πλέον
βαθύτατη καὶ μὲ ἀληθινὸ δέος εἰπωμένη,
ὡς ἄλλη θρηνιτικὴ κραυγή, ἔντονα
βιωματικὴ ἔκφραση τοῦ ἱ. ὑμνωδοῦ, ποὺ ἀναφέρει:
«Ἐκάθισεν Ἀδὰμ τότε, καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις, καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.
Ἰδὼν Ἀδὰμ τὸν Ἄγγελον, ὠθήσαντα, καὶ κλείσαντα τὴν τοῦ θείου κήπου θύραν, ἀνεστέναξε μέγα, καὶ ἔλεγεν· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.
Συνάλγησον Παράδεισε, τῷ κτήτορι πτωχεύσαντι, καὶ τῷ ἤχῳ σου τῶν φύλλων, ἱκέτευσον τὸν Πλάστην, μὴ κλείσῃ σε. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.
Παράδεισε πανάρετε, πανάγιε, πανόλβιε, ὁ δι' Ἀδὰμ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευσον Θεὸν διὰ τὸν παραπεσόντα. Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα».
Ἐπίτηδες παράθεσα αὐτὰ τὰ τροπάρια, γιὰ νὰ μᾶς παρουσιάσουν ἀνάγλυφα τὸ μέγεθος καὶ τὸ νόημα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς. Μιᾶς ὄντως σημαδιακῆς καὶ σημαντικῆς ἡμέρας, ποὺ μᾶς εἰσάγει στὸν πάντερπνο λειμῶνα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ἡμέρα πού, δυστυχῶς, περνάει ἀπαρατήρητη, ἀφοῦ ὑποκαθίσταται ὁ θρῆνος τῆς ἀπώλειας τοῦ Παραδείσου μὲ τὴν ἐφήμερη διασκέδαση
καὶ εὐωχία, πού, ὅταν περατωθεῖ, ἀφήνει στὴν ψυχὴ ἕνα μεγάλο κενό.
Κενὸ ποὺ μετατίθεται καὶ στὴν Καθαρὰ Δευτέρα, ποὺ κι αὐτὴ ξοδεύεται σὲ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις, ἀντὶ ν᾿ ἀρχίσει ἡ προετοιμασία γιὰ ἐπιστροφή, γιὰ ἐμβιωμένη μετάνοια,
γιὰ ἐπανεύρεση τοῦ μονοπατιοῦ ἐκείνου ποὺ θὰ μᾶς εἰσάγει «πάλιν εἰς Παράδεισον».
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment