«Τὴν ἔβλεπον
νὰ φέρῃ με τὰ κοφίνια ἐκεῖνα τὰ σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερὰ καὶ
μεγάλα, εὐωδιάζοντα ἄνοιξιν, καὶ τὶς εὔμορφες στρογγυλὲς καὶ βυσσινοβαμμένες ἀγγινάρες, τὴν ἐζήλευον» (Ἀλ. Μωραϊτίδης, Τὰ Βακούφικα).
Στὸν
Γιατρὸ κ. Κων. Σπ. Τσιώλη, φιλάδελφο
εὐχετήριο γιὰ
τὰ ὀνομαστήριά
του
Εἶναι ἀλήθεια, πὼς τώρα τὸν Μάϊο, ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξαίσια λαχανικὰ ποὺ ἀρωματίζει τὸ σπίτι καὶ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο γεύσεις
μοναδικές, εἶναι κι οἱ ἀγγινάρες. Οἱ ἄγριες ἀγγινάρες, ποὺ τρώγονται
μαγειρεμένες μὲ τὰ κουκιά, τὸ ὑπέροχο δηλαδή ἔδεσμα, ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία στὸν τόπο μας «τ’ ἀγγιναροκούκια».
Μαγειρεμένα μὲ φρέσκο κρεμύδι, ἄνιθο καὶ μπόλικο τρυφερὸ μάραθο χαρίζει
τόση νοστιμιὰ καὶ εὐφροσύνη σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ γεύεται.
Θυμήθηκα, λοιπόν, τὶς τρυφερὲς καὶ γευστικότατες ἀγγινάρες, ποὺ πολὺ ὄμορφα καὶ μὲ ἀκρίβεια τὶς ὀνομάζει «βυσσινοβαμμένες»
ὁ ἀξεπέραστος
Σκιαθίτης λόγιος, ὁ μοναδικὸς Μωραϊτίδης. Κι εἶναι, στ᾿ ἀλήθεια, τόσο ἐπιτυχημένη ἡ ὀνομασία ποὺ ἔδωσε!!! Λὲς καὶ πῆρε κάποιος τὸ χρῶμα τοῦ βύσσινου καὶ τὶς ἔβαψε!!!
Ὅμως αὐτὲς τὶς ὧρες ὁ νοῦς τρέχει ἀλλοῦ... Περνάει στὰ παλιά, τὰ παιδικὰ τὰ χρόνια, τότε ποὺ μπαίναμε μέσα στοὺς ἀγγιναριῶνες τοῦ χωριοῦ μας καὶ κόβαμε τὶς σφιχτὲς καὶ τρυφερότατες ἀγγινάρες καὶ τὶς τρώγαμε ὠμές... Ἄς ἄφηναν μιὰ στυφίλα στὸ στόμα κι ἄς γιώναμε τὰ δάχτυλα ποὺ βάφονταν μελανά, ὅμως ἡ εὐχαρίστηση νὰ τρῶμε φρέσκες ἀγγινάρες καὶ κοκόσες ἀπὸ τὰ ὤριμα πιὰ «πεντοκούκια» -τὰ κουκιὰ δηλαδή, ποὺ τὸ «φκαρι» τους
περιέιχε πέντε κοκόσες ἦταν κάτι τὸ μοναδικό. Κάτι ποὺ τὰ σημερινὰ παιδιά, τὰ ἀναθρεμμένα μὲ τὶς γκοφρέτες καὶ τὰ ἄλλα βιομηχανικὰ ἐδέσματα, δὲν γεύονται πιά...
Τᾶ χρόνια πέρασαν...
Οἱ ἀγγιναριῶνες ἐλαττώθηκαν ἤ χάθηκαν καὶ μαζί τους
ταξίδεψε κι ἐκείνη ἡ νοστιμιὰ τῆς φρέσκιας ἀγγινάρας... Ποὺ μόνο στὴ νοσταλγία ἀπομένει νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ μᾶς φέρνει στὸ εὐλογημένο τὸ χτές. Στὸ χωριό μας
πάντα...
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment