ἤ, Μιὰ διαφορετικὴ ἀνάγνωση τοῦ διήγηματος τοῦ Ἀλ. Μωραϊτίδη,
Ὁ μπάρμπα Δήμαρχος, μὲ τὴν ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα τοῦ Κων. Σπ. Τσιώλη,
ἐκδ. ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, Ἀθήνα 2019, σσ. 72
Ὄχι, δὲν εἶναι
βιβλιοπαρουσίαση, μήτε καὶ κριτικὴ λογοτεχνικοῦ ἔργου, ἡ ἐν λόγῳ γραφή. Εἶναι πρωτίστως εὐκαιρία γιὰ τὸν γράφοντα, νὰ ξεδιπλώσει τὶς μνῆμες του, ἐπιχειρώντας ἔτσι μιὰν εὐλογημένη ἐπιστροφή. Ἐπιστροφή, πού, ἀσφαλῶς, γιὰ τοὺς πολλοὺς μηδαμινὴ ἔχει σημασία, ὅμως γιὰ τὸν ἴδιο εἶναι μιὰ εὐκαιρία, μοναδικὴ θὰ τὴν ἔλεγα, νὰ ξαναζήσει. Ναί, νὰ ξαναζήσει τὸν παιδεμένο, ὅμως κοινωνικὰ χρήσιμο, κόσμο τῆς Μιλάχρως τῆς φουρνάρισσας, ποὺ δὲν θὰ τὴν ἀντίκρυζες ὡς «ξόανο», ὅπως εἰπώθηκε, ἀλλ᾿ ὡς ἕνα σπάραγμα μιᾶς μεταβυζαντινῆς ἁγιογραφίας,
λησμονημένο σήμερα...
Νὰ μὲ συγχωρέσουν οἱ ἀναγνῶστες μου ποὺ δὲν θὰ σταθῶ διόλου στὰ ὄντως ἐξαίσια καὶ μὲ ἱερὴ προσοχὴ γραμμένα,
προλεγόμενα καὶ ἐπιλεγόμενα ἀπὸ τὸ λόγιο γιατρό Κων.
Σπ. Τσιώλη, ἀλλὰ θὰ τολμήσω νὰ πῶ τὰ δικά μου: Αὐτὰ δηλαδή, ποὺ μοῦ φανερώνουν οἱ εὔκαρπες σελίδες τοῦ πάμφωτου
Μωραϊτίδου, τοῦ λησμονημένου,
δυστυχῶς, ἄλλου Ἀλέξανδρου τῆς γείτονος νήσου
Σκιάθου.
Μικρὸς ἦταν καὶ παλαιὸς ὁ φοῦρνος μας στὸ χωριό μου, τὸ Κλῆμα, ποὺ καθημερινὰ ἀγναντεύει «τοῦ Σκιάθου», βλέποντας, τὶς θερινὲς ἰδίως νύχτες, τὴ φεγγοβολὴ τῶν φώτων τῆς πολίχνης της.
Ὡς ψυχὴ τοῦ φούρνου αὐτοῦ, μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αι.
ἦταν ἡ Μάνα μου, ποὺ ὡς ἄλλη Μιλάχρω τὸν ἔκαιγε τὰ βαθειὰ τὰ χαράματα μὲ τὶς κλάρες, γιὰ νὰ θερμανθεῖ καλά -κι ἤθελε, στ᾿ ἀλήθεια δεμάτια
κάθε μέρα- κι ὕστερα ἔπρεπε νὰ μποῦν τὰ ξύλα ποὺ χρειάζονταν:
Πρώτα τὰ πευκίτικα, γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴ θερμοκρασία κι ὕστερα τὰ ἄγρια, τοῦ βουνοῦ ἤ τὰ ἐλίτικα, γιὰ νὰ τὴ διατηρήσουν. Ἀκόμα βλέπω τὶς μεγάλες
σταχτόχρυσες φλόγες νὰ χώνονται μέσα στὸ δεμάτι ἀπὸ τὶς κλάρες κι ὕστερα νὰ ζώνουν τὰ πευκίτικα τὰ ξύλα, νὰ τὰ ξεφλουδήζουν ἀπὸ τὸ πτίκι καὶ νὰ ψάχνουν πατόκορφα
τὸ κορμί τους. Κι ἀπὸ τὴν ἀλλη μεριά, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα τοῦ φούρνου, ποὺ φωτίζονταν ἀπὸ τὶς πύρινες φλόγες
ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ «τοὺ τ᾿φέκ’», τὴ στρογγυλή,
δηλαδή, ὀπὴ, ποὺ ὑπῆρχε στὸ κέντρο τῆς ἐπιφάνειας τοῦ φούρνου, ἡ φουρνάρισσα «σπογγίζουσα τὸ μετωπόν της», νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ φούρνισμα...
Κι ὔστερα ἐκεῖνα τὰ χέρια τὰ «ὁποῖα ἦσαν μαῦρα ὡς νὰ τὰ εἶχεν ψήσει τοῦ φούρνου ἡ λαμπή» νὰ φουρνίζουν καὶ νὰ ξεφουρνίζουν ἀτέλειωτα ταψιά,
ταβάδες ἤ καὶ σινιά... Ὅλα καφτερά καὶ ροδοψημένα, ποὺ στὸ βγάλσιμό τους ἄφηναν στὸν ἀέρα μιὰν εὐωδία μοναδική.
Γιὰ τὸ χωριό μας, πρέπει
νᾶ ποῦμε, πὼς ὁ φοῦρνος ἦταν ὁ καφενὲς τῶν γυναικῶν, ὁ ἑλκυστικὸς τόπος συνάξεώς
των. Μὲ λίγα λόγια, ἐκεῖ «συνηθρίζοντο ὅλαι [σχεδὸν] αἱ
γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, νεούπανδροι, χῆραι, καὶ γραῖαι, καὶ ἀνεκοίνουν πρὸς ἀλλήλας τὰ νέα τῆς ἡμέρας» ( Ἀ. Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στὰ
σπόρκα).
Ὅμως πέρα ἀπὸ τὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν τὸ διήγημα αὐτὸ παρέχει στὸν ὑπογράφοντα αὐτὸ τὸ κείμενο μιὰν ἄλλη ἀφορμή. Τὸ νὰ θυμηθεῖ κάτι τεμάχια συζητήσεων, ποὺ κάναμε μικρὰ παιδιά στὰ περίφημα τὰ «Κάγκελα», ἔξω ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τῆς θειᾶς Εὐανθίας, τὰ θερινὰ τὰ βράδυα
ρεμβάζοντας παράλληλα πρὸς τὸ μισοφωτισμένο Λουτράκι κι
ἀπέναντι στὴ μισοσκότεινη τὴ Σκιάθο καὶ τὴν Εὔβοια.
Κι ἀνάμεσα, λοιπόν, στὶς ἄλλες ἱστορίες ποὺ λέγανε οἱ μεγαλύτεροι ἀπὸ μᾶς, ἦταν κι ἐκεῖνες ποὺ σχετίζονταν μὲ τὴν εὕρεση θησαυροῦ ἀπὸ κάποιους -λέγανε,
μάλιστα, καὶ τὰ ὀνόματά τους. Ἔτσι ἄκουγες πὼς ὁ ἔνας βρῆκε λίρες στὴν «Ἀραπουσπλιά», ὁ ἄλλος ἐκεῖ ποὺ κάθησε νὰ ξαποστάσει σὰν γύριζε ἀπὸ τὴ δουλιὰ καὶ παραμέρισε ἡ πέτρα καὶ φάνηκε τὸ κιούπι, ὁ ἑπόμενος τὶς βρῆκε, ἀφοῦ τὸν ὀνείρεψε καὶ πῆγε νύχτα, δίχως νὰ τὸ πεῖ σὲ κανένα. Γιατὶ ἀλλιῶς θὰ ἔβρισκε κάρβουνα κι
ὄχι λίρες ὅπως τὸ πάθανε μερικοί κι
ἄλλα ἀκόμα... Ἰστορίες, λοιπόν,
ποὺ τὶς ἀναφέρανε ἀσφαλῶς οἱ πατεράδες ἤ οἱ παπποῦδες στὰ σπίτια τους καὶ τὶς ἀκούγανε μὲ προσοχὴ τὰ παιδιά. Ποὺ μετὰ τὶς διέδιδαν στὶς συντροφιές τους,
κάποιες φορὲς λίγο
παραλλαγμένες καὶ μὲ μικρὴ δόση μυστηρίου... Πού, ὡστόσο, τόσο πολὺ μάγευε, ὅπως μαγεύει τὶς ὅποιες τρυφερὲς ψυχὲς ἀπόμειναν σὲ αὐτὸν τὸν τραγικὰ πεζὸ καὶ διαταραγμένο
κόσμο μας.
Ἀναπαμένη, εὐχόμαστε,
λοιπόν, νὰ εἶναι ἡ ἀγία ψυχούλα τοῦ ἄλλου Ἀλέξανδρου τοῦ Μωραϊτίδου, τοῦ καὶ Ἀνδρονίκου Μοναχοῦ, καθὼς ἐφέτος συμπληρώνονται ἑξήντα ἔτη ἀπὸ τὴν ὁσιακή Του κοίμηση.
Κι ὁ «Μπάρμα Δήμαρχος» πιστεύω, πὼς εἶναι ἕνα ξεχωριστὸ ἄνθος εὐλαβείας στὴν ἱερή του Μνήμη.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment