-Ακούσατε ακούσατε,
απόψε στο καφενείο του
μπάρμπα Κώστα του Τζιντζή η μεγάλη παράσταση: Ο Καραγκιόζης και ο Αθανάσιος
Διάκος! Τρέξατε! Στις 8 ακριβώς αρχινάει
η παράσταση! Μην την χάσει κανένας! Φώναζε
με όση δύναμη του είχε μείνει στο πολυδουλεμένο λαρύγγι του ο
Στάθης! Που λεφτά για ρεκλάμες… Ο ίδιος σεργιάνιζε από Γειτονιά σε γειτονιά και
διαφήμιζε το μεγάλο έργο του! Ο Στάθης ο Μικρασιάτης,
ο δουλευτής, ο ψάλτης, ο πολύτεκνος πατέρας, ο
πρόσφυγας, ο τίμιος, ο φτωχός καραγκιοζοπαίχτης… Τόσα
χρόνια μιζέρια, ξεριζωμός, περιφρόνηση, στεναγμοί, ελπίδες… Τίποτα από δαύτα
όσο κι αν άλλα τους έταζαν οι μεγάλοι με τα ατσαλάκωτα ρούχα, δεν τους
εγκατέλειψε ακόμα και τώρα που πέρασαν τόσα χρόνια
πια από του Γερμανικού Θηρίου το
άσβηστο έγκλημα και το αδελφικό, το
δαιμονόσπαρτο μίσος…
Έξι στόματα
στο σπίτι μαζί με την γραία πλέον μάνα του καρτέραγαν από αυτόν… Όπου του
λέγανε έτρεχε χαρούμενος να κάνει μεροκάματο, σε
χωράφια που ακόμα υπήρχαν, σε γιαπιά, στο
λιμάνι… Και στην Ενορία τους την Κοίμηση, περιστασιακός ψάλτης ευλαβικός και
αρχοντικά περήφανος σε ό,τι του έδιναν, όποτε ανοίγαν την εκκλησία για
Λειτουργία και τον καλούσε ο παπάς, κανένα
προσφοράκι, δυό παράδες, τα ’παιρνε με συστολή και πολλά ανυπόκριτα ευχαριστώ! Στο
παραγκόσπιτό τους είναι αλήθεια πως το τσουκάλι δεν άχνιζε συχνά! Η πυροστιά
τους, μια στο τόσο γέμιζε τα παιδιά με χαρά και την ψυχή του Στάθη
με δοξολογήματα! Καμιά φορά στις μεγάλες αναδουλειές του, σαν
παραπονιόντουσαν τα μικρότερα, έτσι για να τα
ησυχάσουν λίγο, βράζαν σκέτο νερό και έριχναν μέσα πετρούλες, να τα
ξεγελάσουν για λίγο, πως τάχατες κάτι
έφερε ο πατέρας για φαγί, σαν συνέχεια εκείνα τον
ρωτούσαν παιχνιδιάρικα :
-Πατέλα, πατέλα τι
έφερες να φάμε;
Τα κατάφερνε πάντα
και τα έκανε να γελούν και να ξεχνιούνται τα κολλητήρια του… Τώρα, τους έλεγε,
θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε! Και
έπειτα… δούλευε ξανά η μπαζίνα και τα αγριόχορτα που μάζευαν κάθε τόσο οι
μεγάλες, οι δυο οι θυγατέρες
του! Δεν ήθελε τεφτέρια και γραψίματα ο Στάθης! Ήθελε να μπορεί σε όλους να
λέει την καλημέρα του κοιτώντας τους στα μάτια! Με ό,τι είχαν και ό,τι έδινε ο
Θεός ήθελε να περνάνε!
Ας ήταν καλά και
εκείνος ο αρραβωνιαστικός της Δεσπούλας τους, ο
Μηνάς ο γαμπρός τους, που όλο και λίγο λαδάκι, λίγο
αλεύρι, καμιά φάβα και κανα ζαρζαβάτι τους οικονομούσε από
την αγορά που δούλευε στον θειό του… Σε λίγο θα ορίζανε τον γάμο και ο Στάθης
σαν πατέρας, δεν είχε για την προίκα της τίποτα! Μόνη του
περιουσία το παραγκόσπιτό τους και οι φιγούρες
του! Ο αδελφός του, ο
Μαυρομάτης του, ο αχώριστος φίλος του, ο Καραγκιόζης,
τα κολλητήρια του, ο Μπάρμπα Γιώργος, ο Χατζηαβάτης που όλοι λέγανε πως
του έμοιαζε, ο Πεπόνιας, ο Ομορφονιός,
ο Σταύρακας, ο Διονύσιος,
η Αγλαΐα, οι γενναίοι ήρωες…
…Ώρες - ώρες τους μιλούσε και τους έλεγε για τα βάσανά του, τα όνειρα, τα
περασμένα όμορφα… Και κείνοι σαν να του δίνανε υπόσχεση πως όλα θα σιάξουν…
-Εμείς θα σε
βοηθήσουμε να γίνεις σπουδαίος, να μάθει ο κόσμος για την τέχνη σου…
Δεν πάνε χρόνοι πολλοί που όλοι οι σπουδαίοι δάσκαλοι μιλούσανε για
σένα και το λαρύγγι σου, και
λέγανε πως από την εποχή του Μίμαρου έχουμε να ακούσουμε τέτοια φωνή να
παίζει Καραγκιόζη! Ξανάρχισε να φωνάζει ο Στάθης:
Πιο δυνατά τώρα από πρωτύτερα!
- Ακούσατε
ακούσατε, τρέξατε σήμερα στο καφενείο του μπάρμπα Κώστα του Τζιντζή στην
πλατεία! Η μεγάλη παράσταση,
το μεγάλο έργο: Ο Καραγκιόζης και ο Αθανάσιος Διάκος! Απόψε στις
8 αρχινάει η παράσταση! Μην λείψει κανένας!
Πως του άρεσαν τα
έργα τα ηρωικά! Έβαζε όλη του την ψυχή και το μαράζι μέσα σε αυτές! Έκλαιγαν
όλοι πάντα με τον Αθανάσιο Διάκο, τον Ανδρούτσο, τον Κατσαντώνη! Έσπαγε και η
δική του φωνή σαν τους παράσταινε, λεβέντες, αγέρωχους και αθάνατους!
Απόψε πρέπει να
κάνω είσπραξη σκεφτόταν περπατώντας στις φτωχογειτονιές! Δεν βαστάνε κι άλλη
μέρα με τα ψέματα τα κούτσικα! Πρέπει
να αχνίσει η χύτρα αύριο το δίχως άλλο! Στην σκέψη αυτή σταυροκοπήθηκε
καταμεσίς του δρόμου! Άγιε μου Φανούριε προστάτη μας ένδοξε, βοήθησε και εσύ να
πάω στο σπίτι κάτι καλό, να χαρούνε όλοι!
Το βράδυ γέμισε η
πλατεία και το καφενείο του μπάρμπα Κώστα του
Τζιντζή από παιδιά και μεγάλους! Ό,τι
είχε ευχαρίστηση έδινε ο καθένας στον
σερβιτοράκο τον μικρό που περνούσε κάθε λίγο από μπροστά τους με έναν δίσκο στα
χέρια… Χειροκρότημα και γέλια άφθονα όλο το βράδυ! Ποτέ του δεν τα στερήθηκε ο
Στάθης και ήταν πλερωμή και αυτά ανεκτίμητη! Στο τέλος σαν άδειασε η πλατεία,
μοιράσανε την είσπραξη. Πήρε το καφενείο, πήρε ο βοηθός του ο Γιωργάκης της
αδελφής του το ψυχοπαιδί… Το μερτικό το δικό του και
πάλι πενιχρό, όπως βιαστικά τα υπολόγισε έφτανε ίσα-ίσα για
μια οκά όσπριο
και μια μισοκαδιάρικη μπουκάλα με γάλα για τα παιδιά!
Πήρε τον δρόμο της
επιστροφής για την γειτονιά του εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ, φορτωμένος με τα
σύνεργα της παράστασης. Σκοτεινιά, πίσσα
στον χωματόδρομο και ησυχία, ώσπου μια φωνή ακούστηκε στα ξαφνικά:
–Αγαπητέ μου
κύριε… είστε μεγάλος καλλιτέχνης! Συγγνώμη αν σας τρόμαξα !Η φιγούρα ενός νεαρού
ψηλόλιγνου άντρα σαν να εμφανίστηκε δίπλα του από το πουθενά!
- Σας ακολούθησα
απ’ την πλατεία! Έτυχε να περνάω και στάθηκα! Και σας χάρηκα! Τέτοια φωνή! Τέτοιο
πάθος! Σπουδαία παράσταση, όμορφα λόγια του Θεού, οι ήρωες, οι θυσίες τους!
Ξέρετε, ασχολούμαι με τα θεάματα, το θέατρο… έχω γνωριμίες! Θα σας ενδιέφερε να
παίξετε τα έργα σας και αλλού; Στην επαρχία; Εκεί είναι καλύτερα τα πράγματα!
Κόβουνε και εισιτήρια !
–Δεν ξέρω τι να
σας πω κύριε! Έχω και οικογένεια εδώ πιο κάτω στα προσφυγικά! Εφτά στόματα
περιμένουν… Αλλά πάλι, δεν πάει άλλο, μεγάλη φτώχεια κύριε! Ναι, ναι με
ενδιαφέρει η πρότασή σας!
–Μάλιστα… λοιπόν,
ελάτε αύριο να με συναντήσετε στο καφενείο που δώσατε την παράσταση! Θα
είμαι εκεί στις δέκα το πρωί να μιλήσουμε! Ορίστε, πάρτε παρακαλώ και αυτά τα
χρήματα !
-Όχι, όχι δεν
χρειάζεται, αλίμονο!
–Σας παρακαλώ,
είναι για την παράσταση που απήλαυσα! Δεν είναι ελεημοσύνη! Σαν εισιτήριο να το
εκλάβετε!
–Είναι πολλά…
-Ωραία… τότε… να
το εκλάβετε σαν προκαταβολή… κύριε Στάθη… για την συνεργασία μας!
Δεν μίλησε άλλο σε όσο
δρόμο έμεινε για το σπίτι! Τον καλοδέχτηκε όπως
πάντα η γυναίκα του η Αγγελικώ του, η
βεργετόστομη, η γλυκομίλητη!
-Καλώς τον! Καλώς
τον! Έλα να βάλεις τα
πόδια σου στο νερό, τόσες ώρες όρθιος!
Πως τα πήγες; Δόξα τω Θεώ! Δεν μας αφήνει άντρα μου!
Δεν της είπε για
τα χρήματα του αγνώστου… Μέσα σε όλα λησμόνησε να ρωτήσει και
το όνομά του! Έδωσε στην γυναίκα του την είσπραξη της παράστασης μόνο και
εκείνη πάλι χιλιοευχαρίστησε τον Ουρανό! Λογάριαζε έπειτα αυτή, τι θα αγόραζε
το επόμενο πρωινό απ’ το μπακάλικο του μεγάλου δρόμου! Μαζί με τα δικά της από
κάτι ξενοπλυσίματα θα περνούσανε λίγες
μέρες! Και έχει ο Θεός! Δοξασμένο το όνομά του! Τσιτσίριζε το καντήλι στο
εικονοστάσι. Δυο εικόνες είχε πάνω στο περβάζι που έβλεπε στον δρόμο!
Ο Χριστός
να μπαίνει στα Ιεροσόλυμα πριν το Εκούσιον Πάθος Του! Μια μεγάλη εικόνα
κειμήλιο από τα λίγα που κατάφεραν να φέρουνε μαζί τους σαν ξεριζώθηκαν τότε
στα δεκάξι του! Και μια μικρότερη που είχε ο
Στάθης, του Αγίου Φανουρίου του προστάτη του σωματείου τους των
καραγκιοζοπαιχτών! Είχανε βάλει και ένα τάμα
και συνέχεια το λέγανε με την γυναίκα του, κάποτε
να μπει στο εικονοστάσι τους και μια
Παναγιά Γαλακτοτροφούσα, σαν εκείνη την μάλλον καμένη την χρυσοποίκιλτη, που
’χαν στο σπίτι της Αγγελικώς, στου Αγίου Βουκόλου, στου Μπασμανέ τις όμορφες
γειτονιές της μάνας Σμύρνης!
Έριξε μέσα στο
καντήλι λίγο λάδι η γυναίκα και κατέβασε ακόμα
το φιτίλι να μην καίει αυτό πολύ! Την είδε ο Στάθης και σφίχτηκε στο μέσα του και
του ήρθε να της πει για το μπαξίσι που είχε στην μέσα τσέπη του σακακιού του… Κρατήθηκε
γιατί ήθελε πρώτα να ανταμώσει με τον άγνωστο άνδρα το πρωί στο καφενείο
του μπάρμπα Κώστα… Πήγε εκεί νωρίτερα από τις 10… Περίμενε... περίμενε... Δεν
φάνηκε ο άγνωστος… Έφτασε περίπου μεσημέρι! Ακούστηκε ο ψαράς με το καρότσι του!
Φρέσκα ψάρια! Ο ψαράς!
Ασυναίσθητα έβαλε
το χέρι του στην μέσα τσέπη του σακακιού! Έβγαλε τα χρήματα και πλησίασε στο
κάρο με τον πάγο που μύριζε θάλασσα!
-Θέλω δυο ψάρια
για νόστιμη σούπα για τα παιδιά! Είμαστε 8
στόματα!
–Αμέ… ό,τι θέλει ο
κύριος! Θα πάρεις αυτά τα μεγάλα! Μπακαλιάροι πρώτης! Θα κάνει μια σούπα η κυρά
σου!
–Φτάνουνε αυτά;
τον ρώτησε ο Στάθης που δεν θυμόταν από πότε είχε να αγοράσει ψάρια… Φτάνουνε
και για ένα ακόμα! Του τα δίπλωσε στο χαρτί εκείνος! Καλοφάγωτα κύριε! Και να
σας βλέπουμε! Περνάω κάθε μέρα σχεδόν από
εδώ!
Έτρεξε να φτάσει
σπίτι! Λαχταρούσε να δει την έκφραση της Αγγελικώς και των παιδιών, μόλις
θα έμπαινε στο σπίτι με τα ψάρια! Τα μικρά ήταν έξω στον δρόμο και έπαιζαν!
Μπήκε μέσα, έβγαλε ένα
ψάρι και το σήκωσε ψηλά!
- Κοιτάξτε
τι έφερε ο πατέρας σας! Κοιτάξτε! Ψάρια! Πρώτης! Τα πιο φρέσκα!
Κοίταξε την
γυναίκα του στα μάτια! Τις μεγάλες του τις θυγατέρες! Περίμενε την χαρά τους!
Αλλόκοτη του φάνηκε τούτη!
-Στάθη μου!
Μάτια μου! Φρεσκότατα είναι! Πως μυρίζει η θάλασσα! του
είπε η Αγγελικώ! Μα ψυχή μου… σήμερα… σήμερα
είναι Τετάρτη… και το λαδάκι νηστεύουμε!
-Ω! Το είχα
ξεχάσει… ελέησέ με Κύριε! είπε
και αμέσως έβαλε ξανά μέσα στο χάρτινο χωνί το ψάρι! Βγήκε στον δρόμο και με
όλην του την δύναμη έτρεξε ως την πλατεία να προλάβει τον ψαρά! Έφτασε έπειτα
από λίγη ώρα… Μόλις που έφευγε εκείνος!
-Συγγνώμη,
συμπαθάτε με… σας παρακαλώ είναι Τετάρτη σήμερα... Νηστεύουμε στο σπίτι… ξεχάστηκα…
ως αύριο θα μυρίσουν… δεν έχω πάγο να τα βάλω… μπορείτε αν δεν είναι πρόβλημα, να
μου επιστρέψετε τα χρήματα;
Τον λυπήθηκε
εκείνος και του επέστρεψε όλα τα χρήματα!
–Να, κρατήστε και
αυτά για την ταλαιπωρία…του είπε ο Στάθης…
-Όχι αδελφέ… προς
Θεού! Μην νοιάζεσαι θα βρεθεί μουστερής να τα αγοράσει!
Πήρε τον δρόμο της
επιστροφής στο παραγκόσπιτό τους. Ανακουφίστηκε που
ο Ψαράς ήταν καλός και φιλότιμος άνθρωπος και δέχτηκε να του επιστρέψει τα
ψάρια. Σκεφτόταν και τον νέο άντρα που δεν ήρθε τελικά στην συνάντηση…
-Τι να του συνέβη
άραγε; μονολόγησε... μήπως να μην χαλάσω τα λεφτά; Αλλά
πάλι μου τα ’δωσε με την καρδιά του! Δυο
στενά πριν τον μεγάλο δρόμο άκουσε μια φωνή να του μιλά… Του φάνηκε σαν γνώριμη
εκείνη… Και ένα νέο ψηλόλιγνο παλικάρι που φορούσε
κόκκινο πουκάμισο με μεγάλους γιακάδες…
-Συγχωρέστε με κύριε,
μπορώ να σας μιλήσω για λίγο;
-Παιδί μου,
γνωριζόμαστε; Έχουμε ξανανταμώσει εμείς οι δύο;
Εκείνος σαν να μην
άκουσε την ερώτηση του Στάθη συνέχισε:
-Έχω ανάγκη κύριε...
ψάχνω να βρω έστω λίγα χρήματα για το φάρμακο της
μάνας μου! Είναι άρρωστη μέρες τώρα! Πουλάω αυτήν την εικόνα της Παναγίας μας!
Μη και σας ενδιαφέρει να την αγοράσετε; Ψυχικό θα κάμετε!
Πήρε στα χέρια του
την εικόνα ο Στάθης! Σαστισμένος καθώς ήταν με τον πόνο του αδελφού ούτε που
κοίταξε πάνω της!
-Παιδί μου πάρε
αυτά τα χρήματα! Δεν θέλω να σου πάρω την εικόνα! Δεν χρειάζεται να την
πουλήσεις! Μακάρι να είχα και άλλα να σου έδινα! Με αυτά τρία ψάρια αγοράζεις!
Που να σου εξηγώ τώρα! Έτσι ήταν γραμμένο απ
τον Θεό να γίνει! Αλλά δως τα τώρα να πάρεις το φάρμακο! Και του έβαλε τα
χρήματα στο χέρι!
-Όχι, όχι κύριε!
Αλλιώς δεν τα δέχομαι! Θα πάρετε την εικόνα! Σας ευχαριστώ πολύ κύριε… Στάθη! Είπε
και χωρίς να το καταλάβει ο Στάθης, σχεδόν τρέχοντας ο νέος εξαφανίστηκε
στην γωνία!
Έμεινε άφωνος
εκείνος καταμεσίς του δρόμου! Πού ήξερε ο μικρός το όνομά του; Λες να ερχόταν
στις παραστάσεις του; Αλλά και αυτή η γνώριμη φωνή του; Μήπως… Κοίταξε την
εικόνα! Ίσα που τα κατάφερε να μην του πέσει από τα χέρια! Μια Παναγιά
Γαλακτοτροφούσα! Πιο ζωντανή παράστασή Της δεν είχε ματαδεί! Χρυσάφι απλωμένο
πάνω της!…
2016 μ.Χ… Πάνε 60 χρόνια και βάλε από τότε! είπε η γερόντισσα η Δεσπούλα, σε ένα δωμάτιο γηροκομείου ένα μεσημέρι μιας φθινοπωρινής
Τετάρτης! Δυο φρυγανιές και ένα μήλο ήταν το φαί της εκείνο το μεσημέρι! Το
καντήλι έκαιγε την φλογίτσα του και κείνη καθρεφτιζόταν στο χρυσό στίλβωμα της Γαλακτοτροφούσας
Παναγίας!
-Αυτή ήταν η μόνη προίκα μου παιδί μου, μου είπε… Τότε
που παντρευτήκαμε με χίλιες δυο στερήσεις, με τον συγχωρεμένο τον Μηνά μου! Ο
Θεός να τους αναπαύσει όλους τους! Την μανούλα μου την γλυκιά, την αδελφή μου
την μικρή την Φωτεινούλα μας, τον Πετρή μας… Τον Πατέρα μας τον Άγιο άνθρωπο… Ποτέ
του ξέρεις, δεν έμαθε το όνομα εκείνου του ψηλόλιγνου παλικαριού με το κόκκινο
πουκάμισο… Κάποτε τον άκουσα που έλεγε μυστικά
στην μάνα μας, πως ήταν βέβαιος ότι τότε ο ίδιος ο Άη Φανούριος του είχε δώσει
και τα λεφτά και την εικόνα… Τον είχε παρακαλέσει εξάλλου… θυμάσαι; Να τον
βοηθήσει, μετά από εκείνη την παράστασή του στην πλατεία… να φέρει στο σπίτι μας κάτι
καλό… να χαρούμε όλοι!
Νώντας
Σκοπετέας
Απόσπασμα από νέο υπό έκδοση
βιβλίο, στην σκιά του Προμάχου Ορθοδοξίας.
Διήγημα βασισμένο σε αληθινό περιστατικό.
Ευχαριστούμε από καρδιάς την αδελφή μας Αγγελική
από το Ανάπλι που μας το εμπιστεύθηκε!
Στην μνήμη του παππούλη της του Καραγκιοζοπαίχτη
Ευσταθίου και της γιαγιάς της Αγγελικώς της ευλαβέστατης
γυναίκας…
No comments:
Post a Comment