(Μιὰ ἀκόμα ἐπίσκεψη στὸ Λεύκωμα «φωτο-μνῆμες» τοῦ καπετὰν Γιάννη Θεοδ. Παρρίση)
Θέλω νὰ πιστεύω πὼς ἕνα πολύτιμο λεύκωμα -ὅπως
αὐτό, τὸ ἐσχάτως ἐκδοθὲν ἀπὸ τὸ Ναυτικό
Μουσεῖο τῆς Σκιάθου-ἀναμφίβολα εἶναι κι
ἕνα ἀστείρευτο ὀρυχεῖο, πνευματικὸ ὀρυχεῖο παραγωγῆς πανάκριβου
ἐποπτικοῦ ὑλικοῦ. Ὑλικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι κι εὔκολο νὰ τὸ ξεπεράσεις
κοιτώντας το μιὰ φορὰ μονάχα καὶ θαυμάζοντας τις φωτογραφίες ποὺ τὸ κοσμοῦν. Γιατὶ θὰ πρέπει νὰ
γνωρίζουμε, πὼς ἡ κάθε εἰκόνα του ἤ ἡ ὅποια παλιὰ
φωτογραφία του, διακρατεῖ μέσα της, στὸν πυρήνα της δηλαδή, καὶ
προβάλλει σὲ ὄσους προσπαθοῦν νὰ τὴ μελετήσουν, ὄχι
μονάχα μιὰ κρυσταλλωμένη μορφὴ τοῦ Χρόνου, ἀλλὰ κι ἕναν ἄλλο πολύτιμο θησαυρό: Τὴν
ἀγωνία καὶ τὸ παίδεμα ἐκείνων
τῶν παλιῶν ναυτικῶν μας. Θησαυρὸ ἀθάνατο, ἀλλὰ καὶ πολύτιμο, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι κι ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ ἐποπτικὸ ὑλικὸ, πάνω στὸ ὁποῖο θὰ μαθητέψουν οἱ νέες
γενιές.
Ὅμως,
ἐπειδὴ πολλὰ εἶπα, καλὸ θὰ εἶναι νὲ ἔλθω στὸ θέμα μου καὶ νὰ καταθέσω τὰ δικά μου τὰ
βιώματα, ὅσα δηλαδή, ἔζησα στὰ δικά
μου τὰ παιδικὰ τὰ χρόνια τῆς
δεκετίας τοῦ 1950. Χρόνια ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ ναυτικὴ ζωὴ τῶν συγχωριανῶν μου, καὶ δὲν ἦταν, πιστεύω,
διόλου διαφορετικὰ ἀπὸ παρόμοια βιώματα ποὺ
ἔζησαν στὴ
γείτονα νῆσο Σκιάθο. Γιατί ἐκεῖνα τὰ δύσκολα χρόνια τῶν δεκαετῶν τοῦ 1950-60 ἦταν ὄντως οἱ
καιροί, ποὺ ἄνθιζε στὰ νησιά μας τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους μας «μπάρκο». Μὲ
λίγα λόγια τὰ νέα τὰ παιδιά, ἐπειδὴ εἶχαν πολλὲς καὶ ποικίλες ὑποχρέωσεις
-νὰ βοηθήσουν τοὺς
γονιούς, νὰ βγαλουν πέντε δραχμὲς,
γιὰ νὰ φτιάξουν τὶς προίκες τῶν ἀδερφάδων τους, ἀλλὰ καὶ νὰ κοιτάξουν κι οἱ ἴδιοι ν’ ἀνοίξουν
ἕνα σπίτι, ἀποφάσιζαν
νὰ «μπαρκάρουν», ταξιδεύοντας ὡς ναῦτες, ναυτόπαιδες
κ.λ.π. σὲ ποντοπόρα πλοῖα. Κι
αὐτό, γιατὶ στὸ χωριὸ τὰ πράγματα ἦταν πολὺ στριμωγμένα καὶ καχεκτικά. Τὰ
μεροκάματα λίγα, οἱ δουλιές ἀραιές καὶ τὰ μαξούλια
ποτε ἔτσι, ποτε ἀλλιῶς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολλοὶ ἀποφάσιζαν νὰ βγάλουν
τὸ λεγόμενο «φυλλάδιο» καὶ
νὰ μπαρκάρουν σὲ
κάποιο μεγάλο πλοῖο. Ἄλλοι πάλι διάλεγαν
τὸ δρόμο τῆς
ξενιτιᾶς σὲ Ἀμερική, Καναδᾶ, Αὐστραλία κ.λ.π.
Ἀλλησμόνητες
θὰ μείνουν οἱ μέρες
καὶ οἱ στιγμὲς τῆς
πρετοιμασίας καὶ τῆς φυγῆς. Μὲ πρόσωπα ὅπου ἄνθιζαν
μαραμένα χαμόγελα, ἀλλὰ μὲ τὰ ματια «νὰ
τρέχουνε σὰ βρύση» ἀποχαιρετούσανε
τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους κι ὕστερα, τὴν ἀλλη μέρα κατέβαιναν στὸ
Λουτράκι γιὰ νὰ φύγουν μὲ τὸ καΐκι ἤ τὸ πλοῖο τῆς γραμμῆς. Μάλιστα, ποτὲ
δὲν κατέβαιναν μοναχοί τους, ἀλλὰ πάντα
κάποιοι τοὺς συνόδευαν μέχρι νὰ ἔρθει τὸ πλοῖο. Καὶ τοὺς συντρόφευαν μὲχρι τὴν τελευταία στιγμή...
Ναί, δὲν περιγράφονται οἱ στιγμὲς τῆς ἀναμονῆς τῆς ἀναχώρησης τοῦ ξενητεμένου καὶ
μάλιστα ἐκείνου ποὺ γιὰ πρώτη του φορὰ
μπαρκάριζε. Γιατὶ ὅλοι τὸ καταλάβαιναν πὼς ἦταν μεγάλη ἡ
περιπέτεια κι ἐπικίνδυνη συνάμα.
Μέσα
στὸ Λεύκωμα αὐτὸ, λοιπόν, ὑπάρχουν
φωτογραφίες ἀπὸ τραγικὲς στιγμὲς ποὺ ζοῦσαν οἱ ναυτικοί μας, ἰδιαίτερα
στὰ μεγάλα ποντοπόρα πλοῖα,
ποὺ ταξίδευαν μέρες ὁλόκληρες
ἤ καὶ βδομάδες στοὺς ἀπέραντους τοὺς ὠκεανούς,
βλέποντας, ὅπως ἀναφέρει καὶ τὸ παλιὸ λαϊκὸ τραγούδι
«θάλασσα καὶ οὐρανό». Μονάχα
πὼς ἐκείνη ἡ θάλασσα δὲν ἦταν σὰν τὴν τρυφερή καὶ γνώριμη
θάλασσα τοῦ νησιοῦ τους, ἀλλὰ σκληρή, ἐπικίνδυνη καὶ
θύμιζε, σὲ καιροὺς
φουρτουνιασμένους τὸν «μεγάλο
βύθιο δράκοντα» τῶν μεταβυζαντινῶν
τοιχογραφιῶν, ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ καταπιεῖ τὸ πλοῖο καὶ τοὺς συν αὐτῷ.
Οἱ φωτογραφίες, ποὺ δανείζομαι
ἀπὸ τὸ ἐν λόγω Λεύκωμα
καὶ παρουσιάζω, νομίζω ὄτι
ἀπὸ μόνες τους μᾶς ἀφήνουν νὰ δοῦμε καὶ νὰ βιώσουμε -κατὰ τὸ δυνατόν, βέβαια- τὴ ζωὴ ποὺ πέρναγαν οἱ ναυτικοί μας, «οἱ
παπουριέρδις», ὅπως τοὺς λέγανε παλιὰ στὸ χωριό μου, τὸ Κλήμα, λὲς καὶ ἦταν ἐφοπλιστές!... Ὡστόσο,
πρέπει νὰ σημειώσουμε, πὼς ὁ τίτλος αὐτὸς δὲν ἦταν κι ἄσχετος,
γιατὶ πράγματι, ὅταν
μετὰ ἀπὸ ἕνα-ἐνάμισυ χρόνο πολλὲς φορὲς, ξεμπάρκαραν κι ἐρχόντουσαν
στὸ χωριό, ἔφερναν
γιὰ τοὺς δικούς τους
πολλὰ κι ὁμορφα
πράγματα. Κυρίως δέ, ἦταν πιὸ περιποιημένοι, καλοντυμένοι, ἀλλὰ καὶ περιζήτητοι γαμπροί. Κι ἄς κουβαλοῦσαν
πάνω τους ἔνα φορτίο ὀδυνηρὸ καὶ δύσκολο: αὐτὸ τὴς ξενητιᾶς καὶ τῆς σκληρῆς, μὲ ἀρκετὴ δοκιμασία,
δουλειᾶς.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment