Monday 21 September 2020

Ο Βόλος πού γνώρισα... [2]

 (Μν­μες κα βι­ώ­μα­τα)
 
Στ Γιργο Σανιδ, πο μο «ξέθαψε» ατ τ παλιό κα λησμονημένο γραφτό
 

Ατ πάντως πο διατηρε μνήμη μ συγκίνηση κα νοσταλγία, ταν ο Κυριακς στ Βόλο τς δεκαετίας το 1960. Μ συγκίνηση τς θυμμαι ατς τς Κυριακς, χειμωνιάτικες κα νοιξιάτικες, φο τ καλοκαίρι πουσιάζαμε, καθς τ πρωϊν, μετ τν κκλησιασμ, κατεβαίναμε στν παραλία κα πηγαίναμε στ σινεμ, κυρίως στν κινηματογράφο «Κρόνος» που παίζονταν ργα μ στορικ περιεχόμενο, πως «Ρμος κα Ρωμύλος», «δύσσεια», λλ κι θρυλλικς Μασίστας, κα μαζ μ τ ργο βλέπαμε κινούμενα σχέδια, πως «Μίκυ Μάους», «Τόμ κα Τζέρυ» κα λλα κόμη πο μς ρεσαν πολύ. Γέμιζε κινηματογράφος παιδιά, πο δ ν βρεθε κάθισμα !
 
Τ πόγευμα, πρς τ σούρουπο, ν καιρς ταν καλς, πάλι κατεβαίναμε στ παραλία. Ατ τ φορ γι βόλτα, κενο δηλαδ τ πέρα δθε πό το «Παπαστράτου» μέχρι τν προβλήτα πο ρχονταν τ πλοα κα ντε πάλι. δ πρέπει ν π τι μες, τ παιδι πό τ νησι, κατεβαίναμε κα γι ναν λλο λόγο· πειδ τ πόβραδο φθανε πό τ μέρη μας τ καράβι τς γραμμς, « Κύκνος», κι τσι μπορούσαμε ν δομε κάποιο πατριώτη μας, ν μάθουμε γι τος δικος μας, λλ κα ν παραλάβουμε κάτι. τσι, κενα τ πόβραδα τς Κυριακς ταν γι μς, τ νησιωτόπουλα, να βάπτισμα στ νοσταλγία το χωριο κα τν δικν μας. Κι θλιβε τόσο τν παιδικ καρδι κενο τς Κυριακς τ πόβραδο... δίως τν πρτο χρόνο...
 
στόσο μι κι ναφέρθηκα στ᾿ πόβραδα τν Κυριακν καλ εναι ν προσθέσω τι κτς πό τ βόλτα πο κάνανε ο Βολιτες, στερα κάθονταν κα στ δύο μεγάλα ζαχαροπλαστεα τς παραλίας, τ «Μινέρβα» κα  τν «Κυψέλη» γι ν πιον καφ, ν πάρουν κείνη τ στρογγυλ τυρόπιτα ν πιον μπύρα μ κάποια ποικιλία, πι πολ μως γι ν τ πονε μεταξ τους, φο μαζεύονταν παρέες-παρέες. Κα κρατοσαν  ατς ο συνάξεις, διαίτερα τ θεριν τ βράδυα, μέχρι τ μεσάνυχτα, γιατ ταν τόσο μορφες κενες ο ρες...
 
Φωτειν παρένθεση στ Βόλο τς δεκαετίας το 1960 ταν «Μουσικ Νειτα», κδηλώσεις πο γίνονταν στν κινηματογράφο «ττίκ», στν παραλία. ρχονταν, λοιπν, πό τν θήνα κα λλο χορωδίες, μικρς ρχστρες (τρίο κουαρτέτα γχόρδων), λλ κα πιφανες σολίστες κλασικς μουσικς κα μς εσόδευαν, μς τος μαθητς το Γυμνασίου, στν κόσμο τς μουσικς ατς. Πόσο θαυμάσιες ταν κενες ο ρες, διαίτερα τς παραμονς τν Χριστουγέννων, ταν μικρς χορωδίες τραγουδοσαν τς πέροχες μελωδίες, πως «για Νύχτα», «, λαττο», «Τν μικρ τυμπανιστ» κ.. Μπορε δ ν φαναταστε κανένας πόση ντύπωση καναν σ μς τ πλ χωριατόπουλα ατς ο στιγμς, τς ποες στ συνέχεια τς κουβαλούσαμε, μαζ μ πολλ, πάρα πολλ νειρα -χαμένα κα χαντακωμένα σήμερα- στ χωριά μας… Πάντως εγνωμον κόμα τν καθηγητή μου τς μουσικς στ Γυμνάσιο, πο μ᾿ φερε σιμ σ᾿ ατς τς συνάξεις… γάπησα πό τότε τν ωάννη Σεβαστιαν Μπάχ, κάπως δ λιγότερο τν Φρ. Λίστ, τν Σοπν κα τν Μπετόβεν.
 
λλη βόλτα τν Βολιωτν ταν κείνη το πόβραδου τς Τετάρτης. Ατ τ φορ βόλτα γίνονταν στν δ ρμο, τν τότε μπορικ δρόμο το Βόλου. ταν μι χρωπ νότα στν τότε σκληρ καθημερινότητα, να ντάμωμα φίλων κα συγγενν, μι πίσκεψη στς φωτεινς βιτρίνες γι να παραπανίσιο νειρο τ βράδυ… Μάλιστα, κενο πο ντυπωσίαζε πολ ταν ο προεόερτιες μέρες τν γιορτν τν Χριστουγέννων κα τς Πρωτοχρονις, ταν ο βιτρίνες στολίζονταν πίκαιρα, χι μ τν σημερινό, ξεζητημένο τρόπο, λλ πολ νοικοκυρεμένα κα μορφα. Κι βλεπες τς βιτρίνες το «Κ. Μαρούσης», το «Κουτσίνα» κ.ἄ. καταστημάτων ν φέρουν ναν ξαίσιο στολισμ, μπρς στν ποο χάζευαν ρκετ μικρο κα μεγάλοι...
 
Τν ούνιο, πηγαίναμε  γι μπάνιο στν ναυρο δίπλα, στν πλάζ το Ν.Ο.Β. Ατ γινόταν κυρίως τς Κυριακς τ μεσημέρι, γιατ εχαμε ξετάσεις κι πρεπε ν περάσουμε τν τάξη. στόσο θάλασσα μς λκυε, βλέπεις εμασταν νησιωτόπουλα, κα τ κυριώτερο στ Βόλο τ μπάνια ρχιζαν πό τς ναλήψεως, ν σ μς, στ χωρι ρχιζαν πό το η-Γιαννιο, δηλαδ στς 24 ουνίου.
 
Τ Ν.Ο.Β ταν πι πίσημη παραλία πό τν ναυρο, μ κέντρο που τ βράδυα παίζανε ρχστρες ρυθμος τς ποχς. Δν τ θυμμαι ν πγα ποτ γι οκονομικος κυρίους λόγους, μόνο κουγα στ τοπικ Ραδιοφωνικ Σταθμ, μ τν μίμητο κενο κφωνητ, τν Τάσο τν Μητρογγο, κάποιες πιτυχίες τν Shadows, Forminx, Elvis Pristley, Adamo, κ.α. κα νόμιζα πς βρέθηκα κι γ στ Ν.Ο.Β. Νεότητα, βλέπεις...
 
Καιρς μως εναι ν᾿ ναφερθ κα στ το κκλησιασμο κα τν σων κείνη τν ποχ εχαν σχέση μ τν κκλησία κα τν ν γένει κκλησιαστικ ζωή.
 
πρώτη νορία πο γνώρισα ταν κείνη τς ναλήψεως στεγασμένη σ ξύλινο οκημα, το τύπου τς ξυλοστέγου βασιλικς, ρκετ ερύχωρη κα σεμνή. Φυσικ δν εχε καμμία σχέση μ τ σημεριν να τν τεραστίων διαστάσεων κα βαρυφορτωμένο μ πολλ κα περιττ.
 
κενες ο λειτουργίες τς Κυριακς στν νάληψη θ μείνουν λησμόνητες, πως πίσης κα νάτη το Πάσχα πο διαβάζεται λίγο πρν πό τν σπεριν τς πανηγύρεως…
 
Θυμμαι κόμα τς καμπάνες στ ατοσχέδιο καμπαναρι, πως κα κάποια μάρμαρα, λείψανα πό τν παλαι να ξω στ προαύλιο…
 
λλη νορία πο ζησα ταν γιος Κωνσταντνος, μ τν γλυλύτατο ψάλτη, τν Καποδίστρια, ποος παρ᾿ λο πο ψαλλε Σακκελαρίδη, κρατοσε τ καλ κι επρεπς φος τς μνολογίας. Σ ντίθεση μ τν νάληψη γιος Κωνσταντνος ταν, κα παραμένει ν εναι, μι νορία, ποία ν κα δν χει ντονο κοσμικ χαρακτρα, ν τούτοις διακρατε μιν ψηλ θέση μέσα στν κοινωνία το Βόλου, φο κε γίνονταν κα γίνονται ο τελετς τς ψώσεως κα Προσκυνήσεως το Τ. Σταυρο κ.α. Μάλιστα θυμμαι πί τν μερν τς ρχιερατείας το Δημητριάδος Δαμασκηνο, ο τελετς ατς ταν κάτι τ λησμόνητο, φο ρθωνόταν στ μέση μοίωμα το Γολγοθ, που στήνονταν Σταυρςγι ν ντυπωσιάζουν.
 
ναφέρθηκα στν Μητροπολίτη Δαμασκην, να ζωνταν πίσκοπο, μ διαπεραστικ βλέμμα κα παρρησία. Δαμασκηνς, λοιπν, ποίμανε τ Μητρόπολη Δημητριάδος σ χρόνους που Βόλος βγαινε μέσ᾿ πό τς στάχτες νς μεγάλου σεισμο, χώρια μφύλιος…
 
ταν  νθρωπος πο πέρασε να κομμάτι τς ζως του στ φρικιαστικ Νταχάου, γι᾿ ατ κι να σούρουπο, θυμμαι, πο φερε ναν μφορέα μ στάχτη πό τ μαρτυρικ κενο στρατόπεδο κα τ τοποθέτησαν στν γιο Νικόλαο, τν Μητροπολιτικ Να, σ᾿ να παράθυρο τς κόγχης το ερο. Τ διακρίναμε πέξω, γιατ τ εχαν σφαλίσει μ κάποιο πλέγμα… Σήμερα γνο τ γινε.
 
Μετ τ Δαμασκην λθε λίας, νας νθρωπος χαμηλν τόνων, χωλός στ να του πόδι, προερχόμενος πό τν δελφότητα «Ζωή». Κι φο ναφέρθηκα στν δελφότητα ατ φείλω ν π δυ πράγματα σχετικ μ τν κίνησή της στ Βόλο.
 
ταν πήγαμε στ Γυμνάσιο εχαμε καθηγητ τν Θρησκευτικν τν Β. Κοτσμανίδη, πο ν κα ταν «μικρς τ δέμας» ν τούτοις μς μαθε πολλ. Τ κυριώτερο δ, μς πρότεινε ν πμε στν «πόστολο Παλο», που γίνονταν τ Κατηχητικ.
 
Τότε στ Βόλο ταν πικεφαλς το «ποστόλου Παύλου» νας πολ σημαντικς θεολόγος, μέλλος τς «Ζως», λέξανδρος Βάμβας πό τς Σπέτσες. νθρωπος ατς, πραγματικς εραπόστολος, δν στεκόταν ποτ σ ψυχωφέλιμα κα ήθικιστικ ζητήματα, πο στεγνώνουν τν ψυχ πό τν πραγματικ διάλογο, που παραίτητα κρύβεται κα μφιβολία, λλ προχωροσε κα βοηθοσε μ κενο τ χαμόγελο -πωσδήποτε χι φαρισαϊκό- τν συνομιλητή του ν βρε κρη… Εχα τν ελογία ν μάθω π᾿ ατν τον νθρωπο πολλ κα ν χαρ τς Κυριακάτικες μιλίες του πο γίνονταν πρτα στ παλι αθουσα, στν δ άσωνος κι στερα, ταν Σύλλογος μετακόμισε,  στν δ Μεταμορφώσεως…
 
Θυμμαι τν Βάμβα  πίσης σ κενες τς πρωϊνς Θεες Λειτουργίες, στ γία Τριάδα το Νοσοκομείου, ναν εκατάνυκτο τότε να. Τν θυμμαι ν ψάλλει, ν μς κηρύττει, πάντοτε τν ρα το Κοινωνικο, κι στερα ν Κοινωνε. Εναι χρέος μου δ δ ν καταθέσω, πς ατς ο πρωϊνς Θ. Λειτουργίες μ συγκινον κόμα κα σήμερα, γιατ μο χουν προσθέσει πολλ
 
ργότερα στ θέση του λθε Νικόλαος ρκς, πίσης θεολόγος τς «Ζως» πό τ Πάρο. Τ σημαντικ μ᾿ ατν ταν τι μο γνώρισε, μέσω κείνου το μικρο, λλ τόσο σημαντικο βιβλίου του, τν γιασμένη Μορφ το θανασίου το Παρίου, ατο το μεγάλου τέκνου τς θωνικς πολιτείας κα τν Κολλυβάδων.
 
Τ 1971 συνάντησα τν ρκ, ς ρχιμανδρίτη πλέον, στ Μητρόπολη Χαλκίδος.ταν δ κενος πο εσηγήθηκε στν τότε Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο, τι μποροσα ν χω τν παραίτητη συμμαρτυρία γι τν εσοδό μου στ Ριζάρειο…
 
Ατ μως πο χάρηκα διάιτερα στ Βόλο τν φηβικν μου χρόνων ταν πρτ᾿ π᾿ λα τ Κυριακάτικα πρωϊνά, ταν πήγαινα στν κκλησία παρακολουθώντας μ προσοχ τος ψάλτες κι χοντας πάντα τν Συνέκδημο στ χέρια. Πήγαινα πότε στν γιο Νικόλαο, που ψαλλε Μανώλης Χατζημάρκος, λλ κα στν νάληψη. Μάλιστα στν νάληψη νέβαινα κα στ δεξ τ ψαλτρι, φυσικ μ πρόσκληση το πρωτοψάλτη. Πρέπει δ ν π τι τότε νάληψη μ νάπαυε περισσότερο, γι πολλος λόγουςσως, πειδ ταν μι πλ, λιτή, πέριττη κα ταπειν συνοικιακ νορία
 
Τελειώνοντας ατ τν φήγηση, θ θελα ν π δυ λόγια γι τ γραφικ καφενεα τς παραλίας, ίδιαίτερα δ τ καφενεο το Καριαγιάννη πο ταν πέναντι πό τ παλι ψαράδικα μ τ μικρ, ξύλινα οκήματα, τ καθένα πό τ ποα εχε κα τ νομα το μπόρου ψαρ.
 
Στ καφενεο, λοιπόν, ατ ατ πήγαιναν ο συγχωριανοί μου, ταν ρχονταν στ Βόλο κα νταμώνανε νας τν λλο, λλ κα σοι πό τος πατριτες μας μένανε στ Βόλο. τσι, τ καφενεο ατ ταν κείνη τν ποχ να μικρ Κλμα, μι μικρογραφία τς Γλώσσας… κόμα κρατάει μέσα μου βαρει μυρωδι το τσιγάρου, νακατεμένη μ καφ, οζο κα θάλασσα. ν δ νάφερα τ θάλασσα τ καμα, γιατ πράγματι γνώριμη μυρωδι το θαλασσινο νερο φτανε μέχρι μέσα στ καφενεο, ξεκινώντας πό τ πέναντι ψαράδικα. Γιατ, καθς ταν ραδιασμένες στος κυρτος ξύλινους πάγκους ο ψαροκασέλες μ τ διάφορα εδη τν ψαριν, ο μποροι κάθε τόσο ρίχνανε πό τ πίσω μέρος το παραπήγματος τν κουβ στ θάλασσα, τν γεμίζανε κι στερα βρέχανε τ ψάρια. Κι κενα λαμποκοποσαν, κόμα κι ταν ο μέρες ταν γκρίζες…
 
κτς το Καραγιάνη πρχαν κι λλα καφενεα στν παραλία, που συχνάζανε ο Βολιτες κα ο Πηλιορετες κα παίζανε χαρτι πίνοντας τν καφ, διαβάζοντας τν φημερίδα, κουβεντιάζοντας κα καπνίζοντας. Κάποιοι κα ναργιλ.
 
Στν παραλία πρχαν κα στιατόρια, πως κενο το Μεταφτσ, πι πέρα το Κωνσταντ, θηναϊκ Ταβέρνα κα λλα μικρότερα. Στν ρχ δ τς δο ωλκο ταν κα φορνος τν δελφν Λέτσιου, μ τν μακαρίτη τ Δημήτρη Λέτσιο ν τυλίγει τ ψωμ τς φράτες χειροποίητες φρυγανις μ προσοχ, πιμέλεια κα μιν ρχοντι, πο δν ξανασυνάντησα. Μάλιστα θυμμαι τι δ χρησιμοποιοσε «ζελοτέϊπ», λλ λευκ, λεπτ σχοιν, τ καρολι το ποίου ταν πάνω, ψηλ πό τ ταμεο. Τ πι σημαντικ μως ταν ο «κθέσεις» φωτογραφίας πο κανε σ μικρς φωτισμένες βιτρίνες, ο ποες σαν προσαρμοσμένες στος τοίχους, δεξι κι ριστερ τς εσόδου, μακαρίτης Δημήτρης Λέτσιος, ατς καλλιτέχνης μ τ λευκ μαλλι, τ γαλάζια μάτια κα κατάλευκη ποδι το φούρναρη…
 
λλο  ρτοποιεο ταν το Καραδήμου, στν δ Δημητριάδος, μ τς περίφημες τυρόπιτες. Θυμμαι, μάλιστα, τν πίσης μακαρίτη καθηγητ στ Γυμνάσιο, τν Βασίλη Καλορρίζο, πο ταν μερακλς, ν λέει μι μέρα στν καθηγητή μας τν Ντόβα, τν ρα πο τρωγε μι λειψ τυρόπιτα, γορασμένη πό κάποιον πλανόδιο. «μα θς ν φς τυρόππιτα ν πάρεις π᾿ τν Καραδμο, ν χορτάσεις...».
 
πάρχουν, σφαλς, κι λλες διηγήσεις πό τν Βόλο τν μαθητικν κα φηβικν μας χρόνων… μως μετ πό πενήντα, κοντά, χρόνια πολλ ξεχάστηκαν, μαζ μ τος παλιος συμμαθητς, τος παλιος καθηγητς, τος δρόμους, τ σπίτια, λλ κα τος νθρώπους, πο πομένουν τάραχοι, σν βαλσαμωμένοι, στ βάθος τς σκηνς, τ ποο σκεπάζει μι μίχλη, ποία, ποις ξέρει, μπορε νναι κι πό τ θαμπωμένα μου μάτια...
 
π. Κ.Ν. Καλλιανός
Σκόπελος, Χεμνας 2004
 
ΤΕΛΟΣ!

No comments:

Post a Comment