(Μνῆμες καὶ βιώματα)
Στὸ Γιῶργο Σανιδᾶ, ποὺ μοῦ «ξέθαψε»
αὐτὸ τὸ παλιό καὶ λησμονημένο γραφτό
Αὐτὸ πάντως
ποὺ διατηρεῖ ἡ μνήμη
μὲ συγκίνηση καὶ νοσταλγία, ἦταν οἱ Κυριακὲς
στὸ Βόλο τῆς
δεκαετίας τοῦ 1960. Μὲ συγκίνηση τὶς
θυμᾶμαι αὐτὲς
τὶς Κυριακὲς,
χειμωνιάτικες ἤ καὶ ἀνοιξιάτικες, ἀφοῦ τὸ καλοκαίρι ἀπουσιάζαμε, καθὼς
τὰ πρωϊνὰ, μετὰ τὸν
ἐκκλησιασμὸ, κατεβαίναμε στὴν
παραλία καὶ πηγαίναμε στὸ σινεμὰ, κυρίως
στὸν κινηματογράφο «Κρόνος» ὅπου
παίζονταν ἔργα μὲ ἱστορικὸ περιεχόμενο, ὅπως «Ρῶμος
καὶ Ρωμύλος», «Ὀδύσσεια»,
ἀλλὰ κι
ὁ θρυλλικὸς
Μασίστας, καὶ μαζὶ μὲ τὸ ἔργο
βλέπαμε κινούμενα σχέδια, ὅπως
«Μίκυ Μάους», «Τόμ
καὶ Τζέρυ» καὶ ἄλλα
ἀκόμη
ποὺ μᾶς
ἀρεσαν
πολύ. Γέμιζε ὁ κινηματογράφος
παιδιά, ποῦ δὲ νὰ βρεθεῖ κάθισμα !
Τὸ ἀπόγευμα,
πρὸς
τὸ σούρουπο, ἄν
ὁ καιρὸς
ἦταν
καλὸς, πάλι κατεβαίναμε
στὴ παραλία.
Αὐτὴ τὴ φορὰ γιὰ βόλτα,
ἐκεῖνο
δηλαδὴ τὸ πέρα
δῶθε ἀπό
τοῦ «Παπαστράτου» μέχρι
τὴν προβλήτα
ποὺ ἔρχονταν τὰ πλοῖα
καὶ ἄντε πάλι.
Ἐδῶ πρέπει
νὰ πῶ ὅτι
ἐμεῖς,
τὰ παιδιὰ ἀπό
τὰ νησιὰ, κατεβαίναμε καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο
λόγο· ἐπειδὴ τὸ ἀπόβραδο
ἔφθανε
ἀπό
τὰ μέρη μας τὸ καράβι
τῆς γραμμῆς,
«Ὁ Κύκνος»,
κι ἔτσι
μπορούσαμε νὰ δοῦμε
κάποιο πατριώτη μας,
νὰ μάθουμε γιὰ τοὺς
δικοὺς μας,
ἀλλὰ καὶ νὰ παραλάβουμε κάτι. Ἔτσι,
ἐκεῖνα
τὰ ἀπόβραδα τῆς
Κυριακῆς ἦταν
γιὰ μᾶς,
τὰ νησιωτόπουλα, ἕνα
βάπτισμα στὴ νοσταλγία τοῦ χωριοῦ καὶ τῶν
δικῶν μας.
Κι ἔθλιβε τόσο
τὴν παιδικὴ καρδιὰ ἐκεῖνο
τῆς Κυριακῆς
τὸ ἀπόβραδο... Ἰδίως
τὸν πρῶτο
χρόνο...
Ὡστόσο
μιὰ κι ἀναφέρθηκα στ᾿ ἀπόβραδα
τῶν Κυριακῶν
καλὸ εἶναι
νὰ προσθέσω ὅτι
ἐκτὸς
ἀπό
τὴ βόλτα ποὺ κάνανε
οἱ Βολιῶτες,
ὕστερα
κάθονταν καὶ στὰ δύο
μεγάλα ζαχαροπλαστεῖα
τῆς παραλίας,
τὸ «Μινέρβα» καὶ τὴν «Κυψέλη» γιὰ νὰ πιοῦν
καφὲ, νὰ πάρουν
ἐκείνη
τὴ στρογγυλὴ τυρόπιτα
ἤ νὰ πιοῦν
μπύρα μὲ κάποια
ποικιλία, πιὸ πολὺ ὅμως
γιὰ νὰ τὰ ποῦνε
μεταξὺ τους, ἀφοῦ μαζεύονταν παρέες-παρέες. Καὶ κρατοῦσαν αὐτὲς
οἱ συνάξεις, ἰδιαίτερα
τὰ θερινὰ τὰ βράδυα,
μέχρι τὰ μεσάνυχτα, γιατὶ ἦταν
τόσο ὄμορφες ἐκεῖνες
οἱ ὧρες...
Φωτεινὴ παρένθεση στὸ Βόλο
τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 ἦταν
«Μουσικὰ Νειᾶτα»,
ἐκδηλώσεις ποὺ γίνονταν
στὸν κινηματογράφο «Ἀττίκ»,
στὴν παραλία. Ἔρχονταν,
λοιπὸν, ἀπό
τὴν Ἀθήνα
καὶ ἀλλοῦ χορωδίες, μικρὲς
ὀρχῆστρες
(τρίο ἤ κουαρτέτα ἐγχόρδων),
ἀλλὰ καὶ ἐπιφανεῖς
σολίστες κλασικῆς
μουσικῆς καὶ μᾶς
εἰσόδευαν, ἐμᾶς
τοὺς μαθητὲς
τοῦ Γυμνασίου, στὸν
κόσμο τῆς
μουσικῆς αὐτῆς.
Πόσο θαυμάσιες ἦταν
ἐκεῖνες
οἱ ὧρες, ἰδιαίτερα
τὶς παραμονὲς
τῶν Χριστουγέννων, ὅταν μικρὲς
χορωδίες τραγουδοῦσαν
τὶς ὑπέροχες
μελωδίες, ὅπως «Ἅγια
Νύχτα», «Ὤ, ἔλαττο»,
«Τὸν μικρὸ τυμπανιστὴ» κ.ἄ. Μπορεῖ δὲ νὰ φαναταστεῖ κανένας
πόση ἐντύπωση
ἔκαναν
σὲ μᾶς
τὰ ἁπλᾶ χωριατόπουλα αὐτὲς
οἱ στιγμὲς,
τὶς ὁποῖες
στὴ συνέχεια τὶς
κουβαλούσαμε, μαζὶ μὲ πολλὰ, πάρα
πολλὰ ὄνειρα
-χαμένα
καὶ χαντακωμένα σήμερα-
στὰ χωριά μας… Πάντως εὐγνωμονῶ ἀκόμα
τὸν καθηγητή
μου τῆς
μουσικῆς στὸ Γυμνάσιο,
ποὺ μ᾿ ἔφερε
σιμὰ σ᾿ αὐτὲς
τὶς συνάξεις… Ἀγάπησα ἀπό
τότε τὸν
Ἰωάννη
Σεβαστιανὸ Μπάχ, κάπως
δὲ λιγότερο τὸν
Φρ. Λίστ, τὸν
Σοπὲν καὶ τὸν
Μπετόβεν.
Ἡ ἄλλη
βόλτα τῶν
Βολιωτῶν ἦταν
ἐκείνη
τοῦ ἀπόβραδου τῆς
Τετάρτης. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἡ βόλτα
γίνονταν στὴν
ὁδὸ Ἑρμοῦ, τὸν
τότε ἐμπορικὸ δρόμο
τοῦ Βόλου. Ἦταν
μιὰ χρωπὴ νότα
στὴν τότε
σκληρὴ καθημερινότητα, ἕνα
ἀντάμωμα
φίλων καὶ συγγενῶν,
μιὰ ἐπίσκεψη στὶς
φωτεινὲς βιτρίνες
γιὰ ἕνα παραπανίσιο ὄνειρο τὸ βράδυ… Μάλιστα, ἐκεῖνο
ποὺ ἐντυπωσίαζε πολὺ ἦταν
οἱ προεόερτιες ἡμέρες
τῶν γιορτῶν
τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς
Πρωτοχρονιᾶς, ὅταν
οἱ βιτρίνες στολίζονταν ἐπίκαιρα, ὄχι
μὲ τὸν
σημερινό, ἐξεζητημένο τρόπο,
ἀλλὰ πολὺ νοικοκυρεμένα καὶ ὄμορφα.
Κι ἔβλεπες τὶς
βιτρίνες τοῦ «Κ.
Μαρούσης», τοῦ «Κουτσίνα» κ.ἄ. καταστημάτων νὰ φέρουν
ἔναν
ἐξαίσιο
στολισμὸ, μπρὸς
στὸν ὁποῖο
χάζευαν ἀρκετὰ μικροὶ καὶ μεγάλοι...
Τὸν
Ἰούνιο,
πηγαίναμε γιὰ μπάνιο
στὸν Ἄναυρο
ἤ δίπλα,
στὴν
πλάζ τοῦ Ν.Ο.Β. Αὐτὸ γινόταν κυρίως τὶς
Κυριακὲς τὸ μεσημέρι,
γιατὶ εἴχαμε
ἐξετάσεις
κι ἔπρεπε νὰ περάσουμε τὴν
τάξη. Ὡστόσο ἡ θάλασσα
μᾶς ἕλκυε,
βλέπεις εἴμασταν
νησιωτόπουλα, καὶ τὸ κυριώτερο στὸ Βόλο
τὰ μπάνια ἄρχιζαν
ἀπό
τῆς Ἀναλήψεως,
ἐνῶ σὲ μᾶς,
στὸ χωριὸ ἄρχιζαν
ἀπό
τοῦ Ἁη-Γιαννιοῦ, δηλαδὴ στὶς
24 Ἰουνίου.
Τὸ Ν.Ο.Β
ἦταν
πιὸ ἐπίσημη παραλία
ἀπό
τὸν Ἄναυρο,
μὲ κέντρο ὅπου
τὰ βράδυα παίζανε
ὀρχῆστρες
ρυθμοὺς τῆς
ἐποχῆς.
Δὲν τὸ θυμᾶμαι
νὰ πῆγα
ποτὲ γιὰ οἰκονομικοὺς
κυρίους λόγους, μόνο
ἄκουγα
στὸ τοπικὸ Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ, μὲ τὸν
ἀμίμητο
ἐκεῖνο
ἐκφωνητὴ, τὸν
Τάσο τὸν
Μητρογῶγο, κάποιες
ἐπιτυχίες
τῶν Shadows,
Forminx, Elvis Pristley,
Adamo, κ.α. καὶ νόμιζα πὼς
βρέθηκα κι ἐγὼ στὸ Ν.Ο.Β.
Νεότητα, βλέπεις...
Καιρὸς
ὅμως
εἶναι ν᾿ ἀναφερθῶ καὶ στὰ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ καὶ τῶν
ὅσων
ἐκείνη
τὴν
ἐποχὴ εἶχαν
σχέση μὲ τὴν
ἐκκλησία
καὶ τὴν
ἐν
γένει ἐκκλησιαστικὴ ζωή.
Ἡ πρώτη
ἐνορία
ποῦ γνώρισα ἦταν
ἐκείνη
τῆς Ἀναλήψεως
στεγασμένη σὲ ξύλινο
οἴκημα, τοῦ τύπου
τῆς ξυλοστέγου βασιλικῆς,
ἀρκετὰ εὐρύχωρη
καὶ σεμνή. Φυσικὰ δὲν
εἶχε καμμία
σχέση μὲ τὸ σημερινὸ ναὸ τὸν
τεραστίων διαστάσεων καὶ βαρυφορτωμένο μὲ πολλὰ καὶ περιττὰ.
Ἐκεῖνες
οἱ λειτουργίες τῆς
Κυριακῆς στὴν
Ἀνάληψη
θὰ μείνουν ἀλησμόνητες, ὅπως ἐπίσης
καὶ ἡ ἐνάτη
τοῦ Πάσχα ποὺ διαβάζεται λίγο πρὶν
ἀπό
τὸν ἑσπερινὸ τῆς
πανηγύρεως…
Θυμᾶμαι
ἀκόμα
τὶς
καμπάνες στὸ αὐτοσχέδιο
καμπαναριὸ, ὅπως
καὶ κάποια μάρμαρα,
λείψανα ἀπό τὸν
παλαιὸ ναὸ ἔξω
στὸ προαύλιο…
Ἡ ἄλλη
ἐνορία
ποὺ ἔζησα ἦταν
ὁ Ἅγιος
Κωνσταντῖνος, μὲ τὸν
γλυλύτατο ψάλτη, τὸν
Καποδίστρια, ὁ ὁποῖος
παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔψαλλε
Σακκελαρίδη, κρατοῦσε
τὸ καλὸ κι εὐπρεπὲς
ὕφος
τῆς ὐμνολογίας. Σὲ ἀντίθεση
μὲ τὴν
Ἀνάληψη
ὁ Ἅγιος
Κωνσταντῖνος ἦταν,
καὶ παραμένει νὰ εἶναι,
μιὰ ἐνορία,
ἡ ὁποία
ἄν
καὶ δὲν
ἔχει
ἔντονο
κοσμικὸ χαρακτῆρα,
ἐν
τούτοις διακρατεῖ μιὰν
ὑψηλὴ θέση
μέσα στὴν
κοινωνία τοῦ Βόλου,
ἀφοῦ ἐκεῖ γίνονταν καὶ γίνονται
οἱ τελετὲς
τῆς Ὑψώσεως
καὶ Προσκυνήσεως τοῦ Τ.
Σταυροῦ κ.α.
Μάλιστα θυμᾶμαι
ἐπί
τῶν ἡμερῶν
τῆς Ἀρχιερατείας
τοῦ Δημητριάδος
Δαμασκηνοῦ, οἱ τελετὲς
αὐτὲς
ἦταν
κάτι τὸ ἀλησμόνητο,
ἀφοῦ ὀρθωνόταν
στὴ μέση
ὁμοίωμα
τοῦ Γολγοθᾶ, ὅπου
στήνονταν ὁ Σταυρὸς, γιὰ νὰ ἐντυπωσιάζουν.
Ἀναφέρθηκα στὸν
Μητροπολίτη Δαμασκηνὸ, ἕνα
ζωντανὸ ἐπίσκοπο, μὲ διαπεραστικὸ βλέμμα καὶ παρρησία.
Ὁ Δαμασκηνὸς,
λοιπὸν, ἐποίμανε
τὴ Μητρόπολη Δημητριάδος σὲ χρόνους ὅπου
ὁ Βόλος
ἔβγαινε
μέσ᾿ ἀπό τὶς
στάχτες ἑνὸς
μεγάλου σεισμοῦ, χώρια
ὁ ἐμφύλιος…
Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ πέρασε
ἔνα
κομμάτι τῆς
ζωῆς του
στὸ φρικιαστικὸ Νταχάου,
γι᾿ αὐτὸ κι
ἕνα
σούρουπο, θυμᾶμαι,
ποὺ ἔφερε ἕναν
ἀμφορέα
μὲ στάχτη ἀπό
τὸ μαρτυρικὸ ἐκεῖνο
στρατόπεδο καὶ τὸ τοποθέτησαν στὸν
Ἅγιο
Νικόλαο, τὸν
Μητροπολιτικὸ Ναὸ, σ᾿ ἕνα
παράθυρο τῆς
κόγχης τοῦ ἱεροῦ. Τὸ διακρίναμε ἀπέξω, γιατὶ τὸ εἶχαν
ἀσφαλίσει
μὲ κάποιο
πλέγμα… Σήμερα ἀγνοῶ τὶ ἔγινε.
Μετὰ τὸ Δαμασκηνὸ ἦλθε
ὁ Ἠλίας,
ἕνας ἄνθρωπος
χαμηλῶν τόνων,
χωλός στὸ ἔνα
του πόδι, προερχόμενος ἀπό τὴν
ἀδελφότητα «Ζωή». Κι ἀφοῦ ἀναφέρθηκα στὴν
ἀδελφότητα αὐτὴ ὀφείλω
νὰ πῶ δυὸ πράγματα
σχετικὰ μὲ τὴν
κίνησή της στὸ Βόλο.
Ὅταν
πήγαμε στὸ Γυμνάσιο
εἴχαμε καθηγητὴ τῶν
Θρησκευτικῶν τὸν
Β. Κοτσμανίδη, ποὺ ἄν
καὶ ἦταν «μικρὸς
τὸ δέμας» ἐν
τούτοις μᾶς
ἔμαθε
πολλὰ. Τὸ κυριώτερο δὲ, μᾶς
πρότεινε νὰ πᾶμε
στὸν «Ἀπόστολο
Παῦλο», ὅπου
γίνονταν τὰ Κατηχητικὰ.
Τότε στὸ Βόλο
ἦταν
ἐπικεφαλῆς
τοῦ «Ἀποστόλου
Παύλου» ἕνας πολὺ σημαντικὸς
θεολόγος, μέλλος τῆς
«Ζωῆς», ὁ Ἀλέξανδρος Βάμβας ἀπό
τὶς Σπέτσες.
Ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς,
πραγματικὸς ἱεραπόστολος, δὲν
στεκόταν ποτὲ σὲ ψυχωφέλιμα καὶ ήθικιστικὰ ζητήματα, ποὺ στεγνώνουν τὴν
ψυχὴ ἀπό τὸν
πραγματικὸ διάλογο, ὅπου
ἀπαραίτητα κρύβεται καὶ ἡ ἀμφιβολία,
ἀλλὰ προχωροῦσε
καὶ βοηθοῦσε
μὲ κεῖνο
τὸ χαμόγελο -ὁπωσδήποτε ὄχι φαρισαϊκό- τὸν
συνομιλητή του νὰ βρεῖ ἄκρη… Εἶχα
τὴν εὐλογία
νὰ μάθω ἀπ᾿ αὐτὸν
τον ἄνθρωπο πολλὰ καὶ νὰ χαρῶ τὶς
Κυριακάτικες ὁμιλίες
του ποὺ γίνονταν
πρῶτα στὴ παλιὰ αἴθουσα,
στὴν ὁδὸ Ἰάσωνος
κι ὕστερα, ὅταν
ὁ Σύλλογος
μετακόμισε, στὴν
ὁδὸ Μεταμορφώσεως…
Θυμᾶμαι
τὸν Βάμβα ἐπίσης σὲ κεῖνες
τὶς πρωϊνὲς
Θεῖες Λειτουργίες, στὴ Ἁγία Τριάδα
τοῦ Νοσοκομείου, ἕναν εὐκατάνυκτο τότε ναὸ. Τὸν
θυμᾶμαι νὰ ψάλλει,
νὰ μᾶς
κηρύττει, πάντοτε τὴν
ὤρα
τοῦ Κοινωνικοῦ, κι
ὕστερα
νὰ Κοινωνεῖ. Εἶναι
χρέος μου δὲ ἐδῶ νὰ καταθέσω,
πὼς αὐτὲς
οἱ πρωϊνὲς
Θ. Λειτουργίες μὲ συγκινοῦν
ἀκόμα
καὶ σήμερα, γιατὶ μοῦ ἔχουν
προσθέσει πολλὰ…
Ἀργότερα
στὴ θέση του
ἦλθε ὁ Νικόλαος
Ἀρκᾶς,
ἐπίσης
θεολόγος τῆς
«Ζωῆς» ἀπό
τὴ Πάρο. Τὸ σημαντικὸ μ᾿ αὐτὸν
ἦταν
ὅτι
μοῦ γνώρισε,
μέσω ἐκείνου τοῦ μικροῦ, ἀλλὰ τόσο
σημαντικοῦ βιβλίου του,
τὴν ἁγιασμένη
Μορφὴ τοῦ Ἀθανασίου
τοῦ Παρίου, αὐτοῦ τοῦ μεγάλου
τέκνου τῆς
Ἀθωνικῆς
πολιτείας καὶ τῶν
Κολλυβάδων.
Τὸ 1971 συνάντησα τὸν
Ἀρκᾶ, ὡς
Ἀρχιμανδρίτη πλέον, στὴ Μητρόπολη Χαλκίδος.Ἦταν
δὲ ἐκεῖνος
ποὺ εἰσηγήθηκε
στὸν τότε
Μητροπολίτη Χαλκίδος Νικόλαο,
ὅτι
μποροῦσα νὰ ἔχω
τὴν ἀπαραίτητη συμμαρτυρία γιὰ τὴν
εἴσοδό μου
στὴ Ριζάρειο…
Αὐτὰ ὅμως
ποὺ χάρηκα
ἰδιάιτερα
στὸ Βόλο τῶν
ἐφηβικῶν
μου χρόνων ἦταν
πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα
τὰ Κυριακάτικα πρωϊνά,
ὅταν
πήγαινα στὴν
ἐκκλησία
παρακολουθώντας μὲ προσοχὴ τοὺς
ψάλτες κι ἔχοντας
πάντα τὸν
Συνέκδημο στὰ χέρια.
Πήγαινα πότε στὸν
Ἅγιο
Νικόλαο, ὅπου ἔψαλλε
ὁ Μανώλης
Χατζημάρκος, ἀλλὰ καὶ στὴν
Ἀνάληψη.
Μάλιστα στὴν
Ἀνάληψη
ἀνέβαινα
καὶ στὸ δεξὶ τὸ ψαλτῆρι,
φυσικὰ μὲ πρόσκληση τοῦ πρωτοψάλτη. Πρέπει δὲ νὰ πῶ ὅτι
τότε ἡ Ἀνάληψη μὲ ἀνάπαυε
περισσότερο, γιὰ πολλοὺς
λόγους… Ἴσως, ἐπειδὴ ἦταν
μιὰ ἁπλῆ, λιτή, ἀπέριττη
καὶ ταπεινὴ συνοικιακὴ ἐνορία…
Τελειώνοντας αὐτὴ τὴν
ἀφήγηση,
θὰ ἤθελα νὰ πῶ δυὸ λόγια
γιὰ τὰ γραφικὰ καφενεῖα
τῆς παραλίας,
ίδιαίτερα δὲ τὸ καφενεῖο
τοῦ Καριαγιάννη ποὺ ἦταν
ἀπέναντι
ἀπό
τὰ παλιὰ ψαράδικα
μὲ τὰ μικρὰ, ξύλινα
οἰκήματα, τὸ καθένα
ἀπό
τὰ ὁποῖα
εἶχε καὶ τὸ ὄνομα
τοῦ ἐμπόρου ψαρᾶ.
Στὸ καφενεῖο,
λοιπόν, αὐτὸ αὐτὸ πήγαιναν
οἱ συγχωριανοί μου,
ὅταν
ἔρχονταν
στὸ Βόλο καὶ ἀνταμώνανε
ὁ ἕνας τὸν
ἄλλο,
ἀλλὰ καὶ ὅσοι
ἀπό
τοὺς πατριῶτες
μας μένανε στὸ Βόλο.
Ἔτσι,
τὸ καφενεῖο
αὐτὸ ἦταν
ἐκείνη
τὴν ἐποχὴ ἔνα
μικρὸ Κλῆμα,
μιὰ μικρογραφία τῆς
Γλώσσας… Ἀκόμα κρατάει
μέσα μου ἡ βαρειὰ μυρωδιὰ τοῦ τσιγάρου,
ἀνακατεμένη μὲ καφὲ, οὖζο
καὶ θάλασσα. Ἄν
δὲ ἀνάφερα τὴ θάλασσα
τὸ ἔκαμα, γιατὶ πράγματι
ἡ γνώριμη
μυρωδιὰ τοῦ θαλασσινοῦ νεροῦ ἔφτανε
μέχρι μέσα στὸ καφενεῖο,
ξεκινώντας ἀπό
τὰ ἀπέναντι
ψαράδικα. Γιατὶ, καθὼς
ἦταν
ἀραδιασμένες στοὺς
κυρτοὺς ξύλινους
πάγκους οἱ ψαροκασέλες μὲ τὰ διάφορα
εἴδη τῶν
ψαριῶν, οἱ ἔμποροι
κάθε τόσο ρίχνανε
ἀπό
τὸ πίσω μέρος
τοῦ παραπήγματος τὸν
κουβᾶ στὴ θάλασσα,
τὸν γεμίζανε
κι ὕστερα βρέχανε
τὰ ψάρια.
Κι ἐκεῖνα
λαμποκοποῦσαν, ἀκόμα
κι ὅταν οἱ μέρες
ἦταν
γκρίζες…
Ἐκτὸς
τοῦ Καραγιάνη ὑπῆρχαν
κι ἄλλα καφενεῖα
στὴν παραλία,
ὅπου
συχνάζανε οἱ Βολιῶτες
καὶ οἱ Πηλιορεῖτες
καὶ παίζανε χαρτιὰ πίνοντας
τὸν καφὲ, διαβάζοντας τὴν
ἐφημερίδα,
κουβεντιάζοντας καὶ καπνίζοντας. Κάποιοι καὶ ναργιλὲ.
Στὴν
παραλία ὑπῆρχαν
καὶ ἐστιατόρια, ὅπως
ἐκεῖνο
τοῦ Μεταφτσῆ, πιὸ πέρα
τοῦ Κωνσταντᾶ, ἡ Ἀθηναϊκὴ Ταβέρνα
καὶ ἄλλα μικρότερα. Στὴν
ἀρχὴ δὲ τῆς
ὁδοῦ Ἰωλκοῦ ἦταν
καὶ ὁ φοῦρνος
τῶν ἀδελφῶν
Λέτσιου, μὲ τὸν
μακαρίτη τὸ Δημήτρη
Λέτσιο νὰ τυλίγει
τὸ ψωμὶ ἤ τὶς
ἀφράτες
χειροποίητες φρυγανιὲς
μὲ προσοχὴ, ἐπιμέλεια
καὶ μιὰν
ἀρχοντιὰ, ποὺ δὲν
ξανασυνάντησα. Μάλιστα θυμᾶμαι
ὅτι
δὲ χρησιμοποιοῦσε
«ζελοτέϊπ», ἀλλὰ λευκὸ, λεπτὸ σχοινὶ, τὸ καροῦλι
τοῦ ὀποίου ἦταν
πάνω, ψηλὰ ἀπό
τὸ ταμεῖο.
Τὸ πιὸ σημαντικὸ ὅμως
ἦταν
οἱ «ἐκθέσεις»
φωτογραφίας ποὺ ἔκανε
σὲ μικρὲς
φωτισμένες βιτρίνες, οἱ ὁποῖες
ἦσαν
προσαρμοσμένες στοὺς
τοίχους, δεξιὰ κι
ἀριστερὰ τῆς
εἰσόδου, ὁ μακαρίτης ὁ Δημήτρης Λέτσιος,
αὐτὸς
ὁ καλλιτέχνης μὲ τὰ λευκὰ μαλλιὰ, τὰ γαλάζια
μάτια καὶ κατάλευκη ποδιὰ τοῦ φούρναρη…
Ἄλλο ἀρτοποιεῖο
ἦταν
τοῦ Καραδήμου, στὴν
ὁδὸ Δημητριάδος, μὲ τὶς
περίφημες τυρόπιτες. Θυμᾶμαι,
μάλιστα, τὸν
ἐπίσης
μακαρίτη καθηγητὴ στὸ Γυμνάσιο,
τὸν Βασίλη
Καλορρίζο, ποὺ ἦταν
μερακλῆς, νὰ λέει
μιὰ μέρα στὸν
καθηγητή μας τὸν
Ντόβα, τὴν
ὥρα
ποὺ ἔτρωγε μιὰ λειψὴ τυρόπιτα,
ἀγορασμένη ἀπό κάποιον
πλανόδιο. «Ἄμα
θὲς νὰ φᾶς
τυρόππιτα νὰ πάρεις ἀπ᾿ τὸν
Καραδῆμο, νὰ χορτάσεις...».
Ὑπάρχουν,
ἀσφαλῶς,
κι ἄλλες διηγήσεις ἀπό τὸν
Βόλο τῶν
μαθητικῶν καὶ ἐφηβικῶν
μας χρόνων… Ὅμως
μετὰ ἀπό πενήντα,
κοντά, χρόνια πολλὰ ξεχάστηκαν, μαζὶ μὲ τοὺς
παλιοὺς συμμαθητὲς,
τοὺς παλιοὺς
καθηγητὲς, τοὺς
δρόμους, τὰ σπίτια,
ἀλλὰ καὶ τοὺς
ἀνθρώπους,
ποὺ ἀπομένουν ἀτάραχοι,
ὡσὰν
βαλσαμωμένοι, στὸ βάθος
τῆς σκηνῆς,
τὸ ὁποῖο
σκεπάζει μιὰ ὀμίχλη,
ἡ ὁποία,
ποιὸς ξέρει,
μπορεῖ νἄναι
κι ἀπό τὰ θαμπωμένα μου μάτια...
π. Κ.Ν.
Καλλιανός
Σκόπελος, Χεμῶνας
2004
ΤΕΛΟΣ!
No comments:
Post a Comment