Φῶς κρυπτόμενο
ἰχνηλατοῦμε τώρα…
(π. Παναγιώτης Καποδίστριας) [1]
Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν. Ἡμερολόγιο καραντίνας λόγῳ Κορωνοϊοῦ,
Λονδίνο 2020, σ.σ. 218)
Μὲ βαθειὰ συγκίνηση καὶ μὲ θαυμαστὴ ὁμολογία διαβάζω τὸ νέο βιβλίο τοῦ καλοῦ μου φίλου καὶ ἀδελφοῦ π. Ἀναστασίου Δ.
Σαλαπάτα, τοῦ φιλότιμου οἰκοδεσπότη μου,
γιατὶ πάλιν καὶ πολλάκις μὲ φιλοξενεῖ στὴν ὑπέροχη ἠλεκτρονική του
σελίδα, ποὺ φέρει, μάλιστα,
καὶ τὸ νοσταλγικὸ τίτλο: «Ἡμερολόγιο Ἀποδημίας». Κι εὐχαριστῶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὴν κυρία Νατάσα
Κεσμέτη ποὺ μὲ γνώρισε μὲ τὸν ἐν λόγω λόγιο ἀπόδημο ἀδελφὸ καὶ συλλειτουργό.
Τὸ νέο, λοιπόν, βιβλίο
τοῦ π. Ἀναστασίου φαίνεται
νὰ εἶναι μιὰ ἡμερολογιακὴ καταγραφὴ τῶν ὅσων ζήσαμε τὴν ἄνοιξη ποὺ μᾶς πέρασε. Καὶ εἶναι, ἅμα τὸ δεῖ κανεὶς μὲ τὸν ψυχρὸ φακὸ τῆς κριτικῆς. Ποὺ στέκει ἀπέναντι ἀπὸ κάθε γραπτὸ καὶ τὸ ἐξετάζει μὲ κανόνες καὶ μὲ διάφορα ἄλλα μέτρα, καθαρὰ φιλολογικὰ καὶ πολὺ ἐλάχιστα ἀνθρώπινα.
Ὡστόσο, ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ βαθειὰ ἐξομολόγηση ἑνὸς ἀποδήμου παπᾶ, ἑνὸς ἀνθρώπου δηλαδή, ποὺ βλέπει τὰ πράγματα ἀπὸ μιὰν ἄλλη ὁπτική: Ἐκείνη τοῦ ποιμένα πρωτίστως
καὶ μετὰ τοῦ καθημερινοῦ συνανθρώπου, ποὺ κι ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ βιώνει τὸ κενὸ ἑνὸς ἐγκλεισμοῦ λόγῳ τῆς πανδημίας, ὅμως ἕνας ποιμένας τὸ ζεῖ πολλαπλά. Γιατὶ ἡ σκέψη, τὸ εἶναι του καὶ ἡ ψυχή του
καθρεφτίζονται πάνω στὰ πρόσωπα τῶν ἐνοριτῶν του, ποὺ οἱ ἴσκιοι τους γεμίζουν
τώρα τὰ ἄδεια καθίσματα καὶ μέσα στὸ σύθαμπο τῶν ματιῶν του καθρεφτίζονται
ὅλοι τους μὲ τὶς λαμπάδες τῆς ψυχῆς τους ἀναμμένες ζωηρά.
Πολὺ σωστὰ ἀναφέρει, λοιπόν, ἡ προλογίσασα τὸ βιβλίο αὐτό, ἡ κ. Κικὴ Σονίδου. «Μᾶς πῆρε μαζί του στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς του ἐν μέσω πανδημίας… καὶ μάθαμε ὄτι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ ἀγνόησε τοὺς φόβους μας….Ὄχι, ἡ ζωὴ δὲν ἔπρεπε νὰ τελειώσει» (σ. 10). Αὐτὸ τὸ σύνθημα, λοιπόν, προβάλλει τὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ ἐπιμένει νὰ κηρύττει παντοῦ ὁ ἔνθεος καὶ φωτεινὸς λόγος τοῦ π. Ἀναστασίου. «Κλεισμένοι στὰ σπίτια μας ἀναμένουμε κάτι νὰ γίνει, περιμένουμε ὑπομονετκὰ νὰ μᾶς ἐπισκεφτεῖ τὸ θαῦμα» (σ. 78) Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν εἶναι μιὰ ἁπλῆ κι ἀόριστη ἀναμονή. Τὸ θαῦμα ἔχει πρόσωπο καὶ ὑπόσταση: Εἶναι Αὐτὸς ποὺ διακονεῖ καὶ διακόνησε μέσα στὸν σιωπηλὸ ναὸ του τὶς πλέον κορυφαῖες μέρες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους: Τῆς Μ. Ἑβδομάδας, ποὺ τὴ ράντιζε ἡ ἄνοιξη καὶ πίσω της
παραμόνευε τὸ πικρὸ τὸ δόντι τοῦ θανάτου. Ὡστόσο ὁ ἴδιος, ἀκολουθώντας τὴ γραμμὴ τῶν πατέρων του, ὅπως τόσες χιλιάδες
ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοί του
τελεῖ τὰ διατεταγμένα: «Τελικὰ βάλαμε λίγα λουδούδια πάνω
στὸν πανέμορφο ξυλόγλυπτο Ἐπιταφιό μας, ἔτσι… γιατὶ ἡ καρδιά μας δὲν ἄντεχε νὰ τὸν ἀφήσουμε …ἀμύριστο… Τὸ βράδυ στὴν καθιερωμένη Ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου, ψάλλαμε τὰ Ἐγκώμια… Τὰ νιώσαμε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ» (σ. 54).
Ὡς παπᾶς κατανοῶ πλήρως τὸν ψυχισμὸ τοῦ π. Ἀναστασίου καὶ γνωρίζω πολὺ καλά, πὼς οἱ γραπτές του αὐτὲς καταθέσεις δὲν εἶναι προϊόντα
γραφείου, ἔτσι, δηλαδή, γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσει ἤ νὰ δεχτεῖ τὰ συχαρίκια τοῦ ἀναγνώστη του, ὅπως γίνεται στὶς ἄλλες περιπτώσεις
συγγραφῆς. Λχ. Μιᾶς μελέτης, δηλαδή,
ἑνὸς διηγήματος, ἑνὸς δοκιμίου κ.λ.π. Ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι ξεκάθαρα: Γιατὶ ὁ λόγος τοῦ π. Ἀναστασίου εἶναι εἰλικρινής, τίμιος
καὶ ἀναμφισβήτητα
βιωματικός. Δὲν θέλει νὰ κρύψει τίποτε.
Μήτε τὴν εὐαισθησία του, μήτε
τὴν ὅποια του συλλογή, ἀλλὰ καὶ τὴν ὁμορφιὰ ποὺ ἀντικρύζει γύρω
του, στοὺς μοναχικούς του
περιπάτους (βλ. σελ. 140). Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ βιβλίο αὐτὸ δὲν τὸ ἀφήνεις εὔκολα. Τὸ διαβάζεις καὶ τὸ χαίρεσαι. Τὸ προσέχεις καὶ διδάσκεσαι, τὸ ξεφυλλίζεις καὶ ἀνοίγεις δρόμους στὴν ψυχή σου νὰ ὁδοιπορήσει νοερὰ μαζὶ μὲ τὸν συγγραφέα καὶ νὰ τὸν ἀκούει νὰ σοῦ ἐμπιστεύεται: «Εἶχα καιρὸ ν’ ἀκούσω δύο γνώριμους ἤχους μέσα στὸ ναό: τὶς φωνὲς τῶν παιδιῶν καὶ τὸ μπαστούνι τῶν ἡλικιωμένων νὰ κτυπᾶ στὶς μαρμάρινες πλάκες. Ἧχοι (ὄντως) ποιητικοί…» (σ. 214). Ὀπως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἦχοι, ποὺ μυστικὰ ἀφουκράζεσαι κατὰ τὴν ἀνάγνωση…
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment