Μὲ λιτοὺς καὶ σαφεῖς τρόπους ἡ Ἐκκλησία μας ἀρχίζει νὰ μᾶς εἰσοδεύει στὴ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων,
«τὴν Μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, ἡ ὁποία καὶ πλησιάζει, γιὰ νὰ μᾶς θυμίσει ἄλλη μιὰ φορὰ ἐκεῖνο τὸν θεμελιακὸ λόγο τοῦ ἱ. Ὑμνωδοῦ: «Δεῦτε λάβωμεν τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον σπηλαίου».
Ὅμως μέσα σὲ τοῦτο τὸ μεγάλο πανηγύρι τῶν Χριστουγέννων
πού ἐγγίζει, ὑπάρχει καὶ ἡ ἡ ἄλλη του δυναμικὴ ποὺ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴ γιορτὴ κάθε κοσμικὸ ἔνδυμα καὶ τὴν ὁποιαδήποτε ψευδῆ ἀλλοφροσύη· αὐτὰ δηλαδὴ πού ἐφεῦρε ἡ κοινωνία τῆς κατανάλωσης γιὰ νὰ ἐμπορευματοποιήσει
τὴν ἑορτὴ καὶ νὰ τῆς ἀποδώσει ἕνα χαρακτῆρα ἐντελῶς ξένο πρὸς αὐτὰ ποὺ κελεύει καὶ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία. Γιατὶ ὁ χαρακτήρας τῆς ἐκκλησιαστικῆς γιορτῆς εἶναι ἀσκητικὸς, ἐνδεδυμένος δηλαδὴ μὲ τὸν καθαγιασμένο χιτῶνα τῆς ἀσκήσεως καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ, ποὺ ἀφαιρεῖ κάθε ἐγωπαθῆ κατάσταση καὶ προσεγγίζει το Μυστήριο
τῆς θείας Ἐναθρωπήσεως μὲ ταπείνωση,
συντριβὴ καὶ φυσικὰ μὲ πίστη. Μὲ αὐτὴν δηλαδὴ τὴν πίστη, μὲ τὴν ὁποία «καλούμενος ὁ Άβραάμ ὑπήκουσεν ἐξελθεῖν εἰς τὸν τόπον ὅν ἥμελλε λαμβάνειν» (Ἐβρ. 11, 8). Τὴν ἴδια πίστη ποὺ ἀπὸ τὶς χαλεπὲς ἐκεῖνες ὧρες τῆς φυγῆς τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἀπόμεινε, μαζὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ ἀνθρώπινο γένος ὡς ἀναμονὴ, «λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ», δηλαδὴ, ὡς ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν» (Ἰω. 1, 14) μεταξὺ μας. Ἔτσι ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, «ἵνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται». Χωρὶς νὰ ἐπιδιώκει ἰδιαίτερες τιμὲς, προσφέρει τὴ μεγάλη τιμή στὸν κόσμο: τὴ σωτηρία του.
Διότι, ὅπως ὁ ἴδιος θὰ τονίσει, «Οὐ γὰρ ἀπέστειλεν Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνη τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ» (Ἰω. 3, 17-18).
Στέρεα λόγια καὶ ἐφαρμοσμένα πλήρως.
Πολὺ ἁπλὰ, ἀψεγάδιαστα καὶ ἀπέριττα μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος την εἴσοδο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὸν κόσμο. «Τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν» (Μτθ. 1,
18). Μᾶς διηγεῖται δηλαδὴ κάτι τὸ σημαντικὸ, ἀλλά ἐξ ἴσου αὐτονόητο· κάτι τὸ ἀναμενόμενο, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅλη του τὴ συνέπεια βεβαιωμένο. Γιὰ νὰ μᾶς θυμίσει φυσικὰ τὴ μνηστεία τῆς Παρθένου Μαρίας
μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἀγγέλου, ὥστε νὰ διαλυθοῦν οἱ ἀμφιβολίες τοῦ μνήστορος, ἀφοῦ Ἐκείνη «εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (στ. 19)· ὡστόσο εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ καλέσει το Ὄνομα «τοῦ παιδίου Ἰησοῦν», ὥστε νὰ πληρωθεῖ ἡ Προφητεία, ἀλλὰ καὶ να πληροφορηθεῖ ὁ κόσμος ὅτι «ἡ Παρθένος τέξεται
υἱὸν καὶ καλέσουσι το ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ, ὅ ἐστι
μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεὸς». Γιὰ νὰ μὰς ἐξηγήσει στὴ συνέχεια ὁ ἱ. Χρυσόστομος πὼς τὸ «καλέσουσιν Ἐμμανουὴλ, οὐδὲν ἄλλο δηλοῖ ἤ ὅτι ὄψονται Θεὸν μετὰ ἀνθρώπων». Αὐτὴ ἡ σημασία λοιπὸν εἶναι ποὺ δίδεται στὸ Ὄνομα αὐτὸ· σημασία ποὺ ἀποδεικνύει
περίτρανα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὴν κατὰ Χάριν ἁγιότητα. «Ἐγεννήθη, θὰ μᾶς πεῖ πάλι ὁ ἱ. Χρυσόστομος, κατὰ σάρκα, ἵνα σὺ γεννηθῇς κατὰ πνεῦμα». Ὅπως μιὰν ἄλλη σημασία ἔχει ἡ θέση τοῦ γεννεαλογικοῦ δέντρου ποὺ παραθέτει στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Γιατὶ ὁ ἐκτενὴς κατάλογος τῶν ὀνομάτων εἶναι ἀναμφίβολα τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα μὲ τὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου· ἐνὼ παρακάτω, ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου γίνεται λόγος
γιὰ τὴ Γέννησὴ Του, ἐμφανίζεται καὶ ἡ θεία φύση Του.
Παράλληλα φανερώνεται καὶ ὁ ἐσχατολογικὸς χαρακτήρας τῆς παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, ἀφοῦ τὸ πρῶτο ὄνομα, Ἰησοῦς, ἀναφέρεται στὴ σάρκωσὴ Του ἐνῶ τὸ ἄλλο, Χριστὸς, στὴ Δευτέρα Του ἔλευση.
Ἐπιχειρώντας νὰ σταθοῦμε, λοιπὸν, στὸ κορυφαῖο μυστήριο Θείας Ἐνανθρωπήσεως καλὸ θὰ ἦταν νὰ τονίσουμε, πὼς μέσα στὴν εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ συνυπάρχουν καὶ τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας, ἀφοῦ μὲ το Μυστήριο τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως ἀρχίζει ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὡστόσο, κορυφαῖο ζητούμενο εἶναι τὸ νὰ ὑπογραμμίσουμε, πὼς στὴν περικοπή αὐτὴ διακρίνεται καὶ ἡ τραγικότητα τῶν πρώτων στιγμῶν τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Μεσσίου, στὴν ὁποία πολὺ σωστὰ κάποιοι ἑρμηνευτὲς βλέπουν τὴ σκιὰ τοῦ Σταυροῦ. Καὶ τοῦτο ἐπειδὴ Ἐνανθρώπηση, Σταυρὸς και Ἀνάσταση δὲν συμπίπτουν μόνο
στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ξανακοιτώντας, καθὼς κλείνει τούτη ἡ λιτὴ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση στὴν περικοπὴ αὐτὴ, τὸν ὁλόφωτο λόγο τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου καταλαβαίνουμε πολὺ καλὰ τὰ παρακάτω βασικὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα γίνονται οἱ ἀκρογωνιαῖοι ἐκεῖνοι λίθοι πάνω στοὺς ὁποίους στηρίζεται
τὸ οἰκοδόμημα τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως.
Πρὼτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα μὲ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο ἐκπληρώνονται ὅλες οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ ἀναμονὴ τους μεταβάλλεται
σὲ γνώση τῆς θεϊκῆς παρουσίας.
Ἡ ἐκ Παρθένου Μαρίας
καὶ Πνεύματος Ἁγίου Γέννησις τοῦ Κυρίου σημαίνει
την ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ τὴν ἀπαρχὴ τῆς καινῆς κτίσεως. Γιατὶ μέσω τοῦ Προσώπου τοῦ Μεσσίου ὁ Θεὸς βρίσκεται ἀνάμεσα στους ἀνθρώπους, ποὺ ἀπολυτρώνονται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ ἐπιστρέφουν στὸ χῶρο τῆς Βασιλείας Του.
Τέλος, σκοπὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ περιουσίου λαοῦ Του μόνο, ἀλλὰ ὅλου τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοῦ ὁποίου οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία, ὁ λαὸς δηλαδὴ τῆς Χάριτός Του.
Παρακαλῶ, λοιπὸν, θὰ μᾶς συμβουλέψει
γνήσια καὶ φιλότιμα ὁ ἱ. Χρυσόστομος, ἀφυπνισθῆναι καὶ πρὸς τὸν ἥλιον τῆς Δικαοσύνης ἀπιδεῖν. Οὐδεὶς γὰρ καθεύδων ἥλιον ἰδεῖν δύναται, οὐδὲ εὐφρᾶναι τὰς ὄψεις τῷ κάλει τῆς ἀκτῖνος» τῆς θεοσώστου
Παρουσίας Του. Ὄχι μόνο φέτος ἤ πέρσυ καὶ πρὶν ἀπὸ δεκαετίες, ἀλλ᾿ αἰῶνες τώρα.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
(ἀνέκδοτο κήρυγμα τοῦ 2000)
No comments:
Post a Comment