Ξημερώνουν Χριστούγεννα.
Μιὰ Γιορτὴ ὅπου ἡ εὐαισθησία κι ἡ αἴσθηση τῆς ἀπουσίας γίνεται ὅλο καὶ πιὸ ἔντονη, καθὼς ἡ μέριμνα τῆς ψυχῆς ὅλο καὶ αὐξάνεται, ἀνοίγει δρόμους
μυστικούς γιὰ μιὰ συνάντηση.
Συναντηση μὲ ἀνθρώπους καὶ τόπους μακρυνούς,
ἔρημους, μοναχικούς,
ὅπου ἀπουσιάζει ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ παρουσία τοῦτες τὶς περιούσιες ὧρες καὶ μέρες. Γιατὶ ὅσο μεγαλώνεις, ὅσο λιγοστεύει τὸ σχοινί ποὺ θὰ σὲ φέρει στὴν ἀπέναντι τὴν ὄχθη, τόσο καὶ αὐξάνεται ἡ νοσταλγία μέσα
μας, τόσο καὶ γυρνᾶμε πίσω γιὰ νὰ δοῦμε, μαζὶ μὲ τὰ λάθη μας καὶ κάποιες τραγικὲς συνειδησιακὰ ὄψεις. Μὲ λίγα λόγια δὲ μπορεῖ νὰ ξημερώνουν
Χριστούγεννα γιὰ ἕναν παπᾶ και, καθὼς σὲ νυχτωμένη,
μοναχικὴ ὥρα πορεύεται γιὰ τὸ ναό, ὅπου σὲ λίγο θ’ ἀρχίσει ὁ Ὄρθρος τῆς Γιορτῆς. Γιατὶ ὁ νοῦς του -καὶ δικαίως- ἀποδρᾶ ἀπὸ τὴν ἑορταστικὴ καθημερινότητα, ἀπὸ τὴ αὐτονόητη διακονία
του καὶ ρεμβάζει. Ρεμβάζει
ἱεροπρεπῶς καὶ δίχως νὰ ἀποποιεῖται τὰ καθήκοντά του.
Βλέπεις χρονιάρα μέρα
ξημέρωσε. Κ’ ὕστερα αὐτὲς οἱ ὧρες, οἱ στιγμές, ἀκόμα καὶ τὰ λεπτά, κρύβουν τόση
συγκίνηση καὶ διακρατοῦν μιὰ συναισθηματικὴ φόρτιση, ποὺ δὲν ἀντέχεται. Ἐπειδή, καθὼς πορεύεται στὸ ναό σὲ ὤρα νυχτερινή, ἥσυχη καὶ νοσταλγική,
σκέφτεται ὅτι ἀξιώνεται κι ἐφέτος νὰ λειτουργήσει
τούτη τὴ μεγάλη ἑορτὴ καὶ πανήγυρι. Ὅμως μιὰ ἀνησυχία καὶ μιὰ στενοχώρια ἀνατέλει ἀπό μέσα του, γιατὶ ὁ νοῦς του πάει σὲ κεῖνα τὰ μοναστηράκια καὶ ἐξωκκλήσια ποὺ ἀπόψες εἶναι ἀλειτούργητα·
κάποια δὲ ἀπὸ αὐτὰ μὲ σβυστὰ τὰ καντήλια, ἀθυμιάτιστα,
παγωμένα καὶ ὑγρὰ μέσα στὸ χειμωνιάτικο τοῦτο ξημέρωμα. Καὶ περιμένουν νὰ βγεῖ τὸ φῶς νὰ ρίξει λίγες ἀκτῖνες του πάνω στὶς εἰκόνες, στὰ ἄδεια στασίδια, στὸ μοναχικὸ ἱερό, ὥστε νὰ ζεσταθεῖ κάπως ὁ χῶρος, νὰ φωτιστεῖ, μήπως κι ἀνατείλει μιὰ γιορταστικὴ χαρὰ σ’ αὐτὰ τὰ κλειστὰ ἱερὰ κτίσματα. Ποὺ κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἀνασαίνουν τοῦτες τὶς ἁγιασμένες μέρες τὴ μυρωδιὰ τῆς μούχλας, ἡ ὁποία φανερώνεται ἀπὸ τὴν κλεισούρα, ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι πολύμηνη ἤ καὶ πολύχρονη…
Πόσα, λοιπόν, μικρά, λιτά,
ταπεινά, ἀλλὰ καὶ κλειστὰ Θυσιαστήρια ἀπόψε παραμένουν ἀλειτούργητα… Ἴσως δὲ νὰ εἶναι ὑπερβολὴ αὐτό, ὅμως γιὰ ἕναν παπᾶ ποὺ ἔχει ζήσει τὴ μισή του ζωὴ σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ τοῦ τόπου του ἱερὰ καθιδρύματα,
τούτη τὴ χρονιάρα μέρα στάζει
θλίψη ἡ ψυχή του. Καὶ τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ πεῖ, μυσιά, μέσα του,
εἶναι τοῦτο. «Κύριε, στεῖλε ἀπόψε ἑνα ἄγγελό Σου, νὰ φτερουγίσει μέσα
σὲ κέινη τὴν ἐρημιά, ἀφήνοντας -ὅπως τότε, στὸ ἱ. Σπήλαιο- τὸ δοξολογικό ὕμνο νὰ θραύσει κάθε
παγωνιά, κάθε σιωπὴ καὶ να παιανίσει το, «Δόξᾳ ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη…». Ἔτσι νὰ δοῦν κι αὐτὰ τὰ κατοικητήρια τῆς Παρουσίας Σου
Χριστούγεννα.
π. Κ.Ν.
Καλλιανός
Χριστούγεννα 2020
No comments:
Post a Comment