Ο Μιχαήλ, ή Μιλτιάδης
Χουρμούζης προσέφερε τον εαυτό του ποικιλοτρόπως στην Επανάσταση του 1821 και
στο νεοπαγές Ελληνικό κράτος. Πολέμησε ως απλός στρατιώτης για την ελευθερία
της Πατρίδας, μετά την απελευθέρωση ανέλαβε στρατιωτικά καθήκοντα -έφτασε στον
βαθμό του αντισυνταγματάρχου- και από το
1850 έως το 1856 υπηρέτησε πολιτικά την Ελλάδα, ως βουλευτής Φθιώτιδος. Ως
δημοσιογράφος ήταν ακριβής και οξύτατος στην κριτική του για τα κακώς έχοντα και
ως συγγραφέας έγραψε κυρίως κωμωδίες, στις οποίες σατίρισε οξύτατα τα
ελαττώματα των Ελλήνων της εποχής του.
Στα θεατρικά του έργα με
τον ΛΕΠΡΕΝΤΗ χτύπησε τον νεοπλουτισμό, με τον ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗ και τον ΥΠΑΛΛΗΛΟ
σατίρισε την ξενομανία, την δουλικότητα και τον πιθηκισμό και με τον
ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗ καταφέρθηκε εναντίον του πάθους της χαρτοπαιξίας.
Στη δημοσιογραφική πένα
του, όπως σημειώνει ο Τάσος Λιγνάδης στην εξαίρετη μελέτη του «Ο Χουρμούζης,
Ιστορία - Θέατρο» (Εκδ. Χ. Μπούρας, Αθήνα, 1986, σελ. 324), «μόλο που ήταν
οξύς, τραχύς, εμπαθής και συχνά υπερβολικός ή άδικος στα δημοσιεύματά του,
πίστευε στην αφιλοκερδή και ευγενή άσκηση της δημοσιογραφίας και χτυπούσε σε
κάθε ευκαιρία τον κιτρινισμό του Τύπου και την δωροδοκία».
Ο Χουρμούζης γεννήθηκε στο
νησί Αντιγόνη της Κωνσταντινούπολης, το 1804. Τον Μάιο του 1821 έρχεται στην
Ελλάδα και έχοντας ενταχθεί στα σώματα των Κυνουριέων λαμβάνει μέρος στην άλωση
της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους. Το 1822 λαμβάνει μέρος στην
πολιορκία και στην παράδοση του Ακροκορίνθου. Κατά το ίδιο έτος κατατάσσεται
στο ναυτικό και συμμετέχει σε επιχειρήσεις σε διάφορα νησιά του Αιγαίου. Στη
Σάμο υπηρετεί ως Υπαξιωματικός της Αρμοστείας, το 1822, ακούει το κήρυγμα του Αρχιμανδρίτου
Βενιαμίν του Λεσβίου περί ομονοίας, συγκινείται και του ασπάζεται το χέρι. (Ρωξάνης
Δ. Αργυροπούλου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, Αθήνα,
2003, σελ. 114).
Το 1834 αρθρογραφεί στην
εφημερίδα του Ναυπλίου ΕΠΟΧΗ. Σε ένα από τα άρθρα του γράφει: «Είμαι γνήσιος
Έλλην δια την καταγωγήν μου, δια την θρησκείαν μου και δια τας προς την πατρίδα
δεκατριετείς εκδουλεύσεις μου και δι’ αυτά ακόμη τα ελληνικά μου αισθήματα. Τα
πολύτιμα ταύτα πλεονεκτήματα δεν ισχύει κανείς λόγος, καμμία δύναμις να με τα αφαιρέση...»
(Αριθμ. φ. 15, 15 Νοεμβρίου 1834). Το 1835 εκδίδει την πρώτη του κωμωδία Ο
ΛΕΠΡΕΝΤΗΣ και, ένα μήνα μετά, τη δεύτερη
Ο ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΣ. Σε αυτήν στόχος του είναι
ο Βαυαρός Χάιντεκ, μέλος της Αντιβασιλείας του Όθωνα.
Το 1836 διορίζεται στην
Χωροφυλακή της Λαμίας, με αποστολή την καταπολέμηση της ληστείας. Εκεί εκδίδει την
τρίτη του κωμωδία Ο ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ. Το 1839 παραιτείται από την Χωροφυλακή και
μεταβαίνει στην Αίγινα, όπου εκδίδει την τέταρτη κωμωδία του Ο ΧΑΡΤΟΠΑΙΚΤΗΣ. Το
1848 ο Χουρμούζης έχει επιστρέψει στο στράτευμα και του απονέμεται ο βαθμός του
αντισυνταγματάρχη. Το 1850 παραιτείται από το στράτευμα και εκλέγεται βουλευτής
Φθιώτιδας. Τη βουλευτική ιδιότητα διατήρησε έως τον Απρίλιο του 1856, όταν αιφνιδίως
και κρυφίως επιστρέφει και εγκαθίσταται έως το τέλος της ζωής του, το 1882, στη
γενέτειρά του, νήσο Αντιγόνη.
Ως πολιτικός, σε αγόρευσή
του στη Βουλή (8 Ιανουαρίου 1853), μίλησε για την Παιδεία: «Οφείλω να μεμφθώ
τους υπάρξαντας υπουργούς της παιδείας, διότι ουδείς αυτών εφρόντισε να περιθάλψη
την Ελληνικήν παιδείαν, αλλά αφήκε να εισαχθή παντού ο φραγγισμός. Έχομεν όλας
τας διεφθαρμένας ιδέας της Δύσεως, παραμελήσαντες εντελώς τας των εξαιρέτων και
μεγάλων εκείνων προγόνων μας...».
Σε άλλη αγόρευσή του, στις
25 Ιουνίου 1853, είπε: « Ω μακαρία και τρισένδοξη εποχή του αγώνος! Ω εποχή
αγία καθ΄ ην ο Έλλην αφιερώνων εις το έλεος του Υψίστου και εις την
ευγνωμοσύνην της πατρίδος τους γηραιούς γονείς, την νέαν σύζυγον, και τ’
ανήλικα τέκνα του, προσήρχετο εκούσιον ολοκαύτωμα της ελευθερίας του Έθνους!». Άλλοτε
ζήτησε να μιμηθεί η Ελλάδα την Ευρώπη σε ορισμένα πολιτισμικά επιτεύγματα:
«Ναι! Να μιμηθώμεν την Ευρώπην, αλλ’ ουχί εις την πολυτέλειαν, ουχί εις την
επιπολαιότητα, ουχί εις την επίδειξιν. Να μιμηθώμεν αυτήν εις παν ό,τι αναφέρεται
εις τον αληθή πολιτισμόν, εις την αληθή πρόοδον, εις την ευημερίαν της
ανθρωπότητος...».
Γενικά ο Χουρμούζης ήταν
εναντίον της ξενομανίας: «Δυστυχώς εκτρώματα της ΞΕΝΟΜΑΝΙΑΣ δεσπόζουν στο νού
και την καρδία μας και προκαλούν απροκάλυπτον περιφρόνησιν των πατρίων μας και
της θρησκείας μας ακόμη, ως δείγμα ευρωπαϊκής προόδου. Συμπεριφορά
γελοιωδεστάτη, δήθεν υψηλής ανατροφής και σφαίρας αριστοκρατικής! Ξιππασμένων
οψιπλούτων αηδέσταται επιδείξεις! Πτωχαλαζονεία αξία οίκτου...» (Ανατολικός
Αστήρ, αρ.φ. 3, 17/10/1880).
Ο Τάσος Λιγνάδης στο
προαναφερθέν πόνημα του γράφει για τον χαρακτήρα του Χουρμούζη: «Η εκρηκτική
και φανατική φύση των ψυχικών εκδηλώσεων του κρύβει ωστόσο τον χαρακτήρα ενός
ιδεολόγου πατριώτη. Πιστός και ευσεβής ορθόδοξος, άτομο ριζωμένο στους θεσμούς
και τις Παραδόσεις του Γένους -αξίες υποστασιακές, που δεν άφηνε ευκαιρία να
μην τις υπογραμμίζει αδιάλειπτα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του- εξεγείρεται
όταν βλέπει κάθε σύμπτωμα αλλοτρίωσης, υποκρισίας και ατομικισμού. Τα ελαττώματά
του, όπως η εμπάθεια, το φιλόνικον, η υπερβολή, όσο και αν είναι πιθανοφανές να
υπέκυπταν σε προσωπικά, κατά την ανθρώπινη φύση, ελατήρια, δεν είναι ικανά να
ερμηνεύσουν το ιστορικό του πρόσωπο, που ήταν καθαρά αποστολικό και αφιερωμένο»
(Τ. Λιγνάδη «Ο Χουρμούζης» σελ. 273).
Για την αιφνίδια επιστροφή
του στη γενέτειρα νήσο του ο ίδιος δεν έδωσε εξήγηση. Στη Βουλή κατηγορήθηκε
από πολιτικούς του αντιπάλους για την φυγή του στην Κωνσταντινούπολη και για το
ότι εκεί «εδέχθη κρατικήν υπηρεσίαν οθωμανικήν» και ζητήθηκε από τον υπουργό
των Εξωτερικών η αφαίρεση των πολιτικών του δικαιωμάτων και η διαγραφή του από
τον βουλευτικό κατάλογο. Απάντηση από τον Υπουργό δεν υπήρξε... (Αυτ. σελ.
241-242).
Στην νήσο Αντιγόνη έδρασε
ποικιλοτρόπως για τη διατήρηση του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων της
Βασιλεύουσας. Στο πλαίσιο αυτό το 1864 εξέδωσε την πατριωτική εφημερίδα ΑΡΜΟΝΙΑ,
την οποία διατήρησε τέσσερα χρόνια. Επίσης έδιδε συχνά διαλέξεις με
εθνοθρησκευτικό χρώμα. Ισόβια και σταθερή ήταν η αγάπη του προς την Εκκλησία:
«Ανεξάλειπτος και ακμαία είναι η προς την αγίαν μητέρα μας Εκκλησίαν
ευγνωμοσύνη του Έθνους, διότι αύτη και την γλώσσαν μας διετήρησε και την αγίαν
μας θρησκείαν έσωσε». Λόγω αυτής της αγάπης του εκδήλωνε την αγανάκτησή του
«για τους ορκοπάτηδες εκείνους που έγιναν αίτιοι της σημερινής αξιοδακρύτου
καταστάσεως». Ο Χουρμούζης ανήγειρε στην Αντιγόνη το ναό της Θεοκορυφώτου Μονής του Σωτήρος Χριστού. Το
έκανε, όπως ο ίδιος έγραψε, χύνοντας πολύν ιδρώτα, βλάπτοντας την υγεία του,
παραμελώντας τα οικιακά του και «καθιστάμενος μέχρις οχληρότητος επαίτης, ακόμη
και στον Μ. Βεζύρη Ααλή Πασά, ο οποίος «συνέδραμε γενναίως το έργον» (Αυτ. σελ.
245-246).
Γιώργου Ν.
Παπαθανασόπουλου
No comments:
Post a Comment