Τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς οἱ ἀπαρχὲς
Ἀφοῦ ἀναγνώσαμε τὴν Ἑννάτη Ὠρα καὶ ἀποδώσαμε τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, μέσα σὲ κλίμα χαρμολύπης ἀνοίξαμε
κι ἐφέτος τὴν Ὡραὶα Πύλη στὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τὴν ἀνοίξαμε δειλά, μὲ
βαθύτατη συγκίνηση -γιατὶ ὁ καιρὸς τοῦ ἐγκόσμιου βίου ὅλο καὶ ἐλαττώνεται, μαζὺ μὲ τὶς δυνάμεις- κι ὕστερα ἀρχίσαμε τὸν πρῶτο Κατανυκτικὸ
Ἑσπερινό. Τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Συγχωρήσεως: Αὐτὸ τὸ συμβολικὸ διαβατήριο, ὥστε
νὰ πορευτοῦμε μέσα στὸν πανίερο Χρόνο τῆς Μ. Σαρακοστῆς, τὸν ντυμένο μὲ τὰ μώβ τὰ χρώματα καὶ μὲ τὴν ἀναμμένη λαμπάδα τῆς Προηγιασμένης λαμπάδας στὸ χέρι.
Ὅμως ὅλη ἡ κορύφωση τῆς βαθύτατης κατανύξεως καὶ συντριβῆς φάνηκε σὲ λίγο, ὅταν εἰσοδεύασμε ψάλλοντας τὸ «Φῶς ἰλαρόν» καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὰ μάτια χωμένα στὸ σύθαμπο τῶν δακρύων άναγγείλαμε τὴν ἔλευση τοῦ καιροῦ τῆς μετανοίας μὲ
τὸ Μέγα Προκείμενο: «Μὴ
ἀποστρέψης τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ
παιδός σου, ὅτι
θλίβομαι· ταχὺ
ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ
μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν». Τὸ ψάλλαμε προσέχοντας μία-μία τὶς λέξεις καὶ τὸ εἰδικὸ τὸ βάρος ποὺ φέρουν. «Μὴ ἀποστρέψεις
τὸ πρόσωπό Σου, Κύριε, ὅτι θλίβομαι…». Τὸ θλίβομαι, τὸ λέμε μὲ βαθύτατη συναίσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας καὶ τὸ τονίζουμε κραυζάγοντας, ἰκετεύοντας, καταννοώντας «τὸ πλῆθος
τῶν πεπραγμένων μας δεινῶν». Γιατὶ αὐτὴ εἶναι κι ἡ ἀλήθεια, μόνο ποὺ
ὡς κακομαθημένα παιδιὰ τὴ λησμονοῦμε κάποιες φορές -ὄχι καὶ λίγες- μέχρι πάλι νὰ ξαναγευτοῦμε ὅτι μέσα στὴ δύνη τοῦ κόσμου εἴμαστε μόνοι. Ναί, μόνοι καὶ ἀνέστιοι, γιἀ αὐτὸ καὶ «ἐρχόμενοι
εἰς ἑαυτόν» (Λκ. 15, 17,) ξαναβρίσκουμε τὸ δρόμο μας, ἐπειδὴ ξέρουμε ὅτι «ἐγὼ καὶ
ὁ Θεὸς ἐσμέν» σ’ αὐτὸν τὸν ἐγκόσμιο καὶ πρόχειρο βίο.
«Στέκομαι, λοιπόν, μπροστὰ
στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ
δόξα καὶ στὴν Ὀμορφιὰ τῆς
Βασιλείας Του. Συνειδητοποιῶ
ὅτι ἀνήκω σ’ αὐτή,
ὅτι δὲν ἔχω
ἄλλη κατοικία, οὔτε ἄλλη
χαρά, οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ἀκόμα ὅτι
εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ αὐτὴ μέσα στὸ
σκοτάδι καὶ
στὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας
γι’ αὐτὸ «θλίβομαι»! Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι
μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ
νὰ μὲ βοηθήσει σ’ αὐτὴ τὴ
θλίψη…» (π. Ἀλέξανδρος
Σμέμαν).
Κι ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ νυχτωμένου ναοῦ,
ποὺ κρύβει καὶ τὴν ἔσχατη φωτεινὴ μαρμαρυγὴ τῆς μέρας, ἔρχεται ὁ Λόγος Του παραμυθία λές, μέσα στὸ πένθιμο Σαρακοστιανὸ ἀπόβραδο: «Ἐγὼ εἰμὶ μεθ’ ὑμῶν πάσας τὰς
ἡμέρας τῆς ζωῆς» σας (βλ. Μτθ. 28. 20).
Καὶ τότε ἡ θλίψη εἰς χαρὰν γεννήσεται, ἀλλὰ καὶ εἰς κανονισμὸν ἔνθέου βίου. Άμήν.
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment