ἤ, Ἀποκαλύπτοντας
μιὰ εὐλογημένη συνέχεια: Τῆς ποιητικῆς
δημιουργίας
|
Ο Π.Β. Πάσχος στην πατρίδα του Λευκοπηγή! |
Μεσ’ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τοῦ στήθους
σὲ νοιώθω ἀναρριχώμενη
ποιητικὴ μορφὴ καὶ ψάχνεις
ἕνα λευκὸ χαρτὶ ν’ ἁπλώσεις
τὴν ὕπαρξή σου, ἡλιόλουστη
Μὲ ἱερὴ συγκίνηση, κατάνυξη καὶ ὄχι χωρὶς τὸ άπαραίτητο παλευλαβὲς συναισθηματικὸ φορτὶο, συνάχθηκαν αὐτὰ τὰ «εὔοσμα ἄνθη» ἀπὸ τὸν θαλερὸ πάντα κῆπο τοῦ ποιητῆ Π.Β.Π. Εἶναι μιὰ ἀνθοδέσμη περίεργη, ἀλλὰ πολὺ σεμνή, λιτή, στολισμένη μὲ περίσεια φιλοκαλίας καὶ ἐμπιστοσύνης σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τὰ παραδίδει. Τὰ παραδίδει φρεσκοκομμένα μὲ τὶς διαμαντιένες
νεροσταλίδες νὰ τὰ στολίζουν ἀκόμα. Κ’ ἂλήθεια, ποιὸς δὲν τὸ ὑποθέτει, ὅτι πάνω τους εἶναι σταγμένα καὶ τὰ ἐγκάρδια δάκρυα ψυχῆς προσευχομένης. Ἐκείνης τοῦ ποιητῆ. Ὅπως τότε, ποὺ μικρὰ παιδιὰ μᾶς στέλνανε οἱ μανάδες μας πρωΐ - πρωΐ στὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσκομίσουμε τὰ ἄθῶα μας ἄνθη, ποὺ κόβανε ἀπό τις γλάστρες καὶ τὰ κηπάκια οἱ δικοί μας καὶ νὰ τὰ πᾶμε στὶς «στολίστρες» νὰ καλλωπίσουν μὲ σεμνότητα καὶ ἀνόθευτη πίστη τὸν Ἐπιτάφιο. Ἔτσι, Μ. Παρασκευή, Ὄρθους βαθέως αὐτὴ ἡ χαρμολυπικὴ λιτανεία γίνονταν μιὰ πάντιμη σφραγίδα, ποὺ ἐκτυπώνεται ἀνεξίτηλα στὴν ψυχή καὶ μένει, ὡσὰν μυστικὴ δέησις, ὡσὰν μιὰ ἰδιότυπη προσευχή, ἀφοῦ ὅλα τὰ φύλλα τῶν λουλουδιῶν ἐκείνων κρατοῦσαν ταπεινὰ καὶ βαθειὰ μέσα μας ἰκέσιους λόγους, τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων. Δεήσεις, ποὺ ἀναδύονταν ἀπὸ τὰ βαθύτατα ἔγγατα τῆς ψυχῆς, ποὺ ἦταν τόσο «πεφορτισμένη» ἀπὸ τὶς ἔγνοιες τοῦ βίου καὶ σταλάζε σ’αὐτὰ τὰ εὔοσμα ἄνθη πρόσφορὰ τῆς πίστεως καὶ προσευχῆς τους, τὶς πλέον Ἰερώτερες δεήσεις τους.
Κάτι τέτοια, λοιπόν, μαζεύει - χρόνους πολλοὺς καὶ καὶ μέσα στοῦ «βίου τὴν θάλασσαν» -πολλάκις, ὄντως, κλωνιζόμενος- μὲ τὴν διακινδύνευση τῆς στυγνῆς καθημερινότητας νὰ τὸν προσεγγίζει, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ, ὁ Ποιητὴς Π.Β.Π. Κι ἐκεῖνος σὲ αὐτὴν «τοῦ βίου τὴν θαλασσαν» ταξιδεύοντας ἐπαναλαμβάνει τὸ Ἁγιογραφικὸ λόγιο «Κύρε, σῶσον ἡμᾶς άπολύμεθα» (Μτθ. 8, 25) τείνοντας χεῖρα βοηθείας καὶ ἐπιστευόμεος πάντα τὴ Χάρη καὶ Παρουσία Του. Κι αὐτὴν τὴν ἐμπιστοσύνη, λοιπόν, τὴ μετουσιώνει σὲ στίχους. Σὲ στίχους ποὺ μοιάζουν μὲ τροπάρια καὶ συνοδεύουν πλήρως αὐτὰ ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια διδάχτηκε σιμὰ στοὺς ἁγίους ποιητὲς καὶ ὑμνογράφους, Τὰ δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Τὰ ὁποῖα κάθε μέρα -γιορτὴ καθημερινή- μᾶς ραίνουν μὲ θεῖα ρήματα, θεόπνευστα και
κυρίως, «πρὸς καταρτισμόν μας» (Ἐφ. 4, 12). Ἐκείνους ποὺ μεταποιοῦσαν στὴν ποιητική του δημιουργία σὲ εὐκατάνυκτο προσευχή: «πρὸς τὸν Κύριον καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μας» καὶ ὄχι μόνο, γιατὶ μή ξεχνᾶμε πὼς ὑπάρχουν κι οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ Ἅγιοι
«Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι, τὶ ποιήσω ὁ ἄθλιος, ὅταν τέλος φθάσῃ, τὸ τῆς ζωῆς μου λοιπόν, ποῦ μοι ὁ δρόμος ὁ ἄκαιρος; ποῦ τὰ ἀξιώματα; ποῦ ὁ πλοῦτος, ποῦ τρυφή; ποῦ ἡ δόξα ἡ πρόσκαιρος; ποῦ τῆς φύσεως, τὸ καινότατον ἄνθος; Ἀλλὰ δεῦρο, πρὸ τοῦ τέλους ὧ ψυχή μου, τῇ Θεοτόκῳ προσπέσωμεν»
(Θεοτοκίον τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς 11ης ‘Οκτωβρίου)
Παραδειγματικὰ μνημόνευσα αὐτὸ τὸ κατανυκτικὸ Θεοτοκίο -γιατὶ ἀσφαλῶς ὁ πλοῦτος τῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας εἶναι ἀνεξάντλητος- γιὰ νὰ δέσω τὸ παραπάνω μὲ κάποιους στίχους, παρόμοιους,
τοῦ Π.Β.Π. Καὶ τοῦτο γίνεται ὄχι γιὰ νὰ φανεῖ ἡ ἐπήρεια ποὺ δέχτηκε ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὸν υμνογράφο, ἀλλὰ νὰ διατρανωθεῖ ἡ ἁγιοπνευματικὰ ραντισμένη βιωματικὴ τους συγγένεια.
Μεσ᾿
ἀπὸ
πληγές
Σὰν
καλογέρι, πρώτη νύχτα ὕστερα
ἀπ᾿
τὴ
κουρά μου, δὲν
μὲ
παίρνει ὁ
ὕπνος.
Χάνω
τὰ
λόγια στὸ
παρθενικό μου κομποσκοίνι
καὶ
δὲν
μπορῶ
τὶς
ἁμαρτίες
νὰ
μετρήσω.
Ἀνάξιος
τοῦ
οὐρανοῦ
μὰ
καὶ
τῆς
γῆς,
πώς νὰ
ὑψώσω
τὰ
μάτια μου καὶ
ν᾿
ἀντικρύσω
τὸ
Σταυρό σου;
Τὰ
δάκρυα τῆς
πόρνης καὶ
τὰ
μύρα ποῦ
νὰ
τά ’βρω,
τὶς
τύψεις ποὺ
κλωθογυρᾶνε
σάν
τὰ
φίδια
στὰ
βάθη μου νὰ
σβήσω
καὶ
τὰ
θεῖα
πόδια Σου.
Ἐσταυρωμένε,
νὰ
φιλήσω. Μὴ
μοῦ
ἀρνιέσαι
Τὴ
σπλαχνικὴ
ματιά Σου -ἔστω
καὶ
μέσα
ἀπ’
τὶς
πληγὲς
καὶ
τοὺς
καινούριους πόνους.
Φώτισε
λίγο τὴν
ἁμαρτωλή
μου νύχτα
Καί,
μὲ
τὶς
ὅποιες
ἀστραπές
Σου, ἀγκάλιασέ
με.
Ὁ Π.Β.Π. εἶναι
ἀλήθεια
ὅτι
ἔχει
γράψει πολλὰ
δοκίμια περὶ
ποιήσεως καὶ
προσευχῆς.
Ἀπὸ
τὸν
περίφημο ἀκόμα
«Ἔρωτα Ὀρθοδοξίας»
ἴσαμε
σήμερα, πολλὰ
εἶναι
τὰ
κείμενα ἐκεῖνα
ποὺ
συγγενεύουν απόλυτα με ποιήματά του, λὲς καὶ
εἶναι
ἡ
περίληψη τοῦ
κάθε δοκιμίου ποὺ
ἐμφανίζεται.
(βλ. «Ἡ
προσευχὴ στὴ
Νεοελληνικὴ ποίηση», «Θεομητορικὸ
προσόμοιο», «Κατάνυξη» κ.ἄ.).
Πεποικιλμένη
Ἀπὸ
τὴ
χώρα τῶν
νεκρῶν
καὶ
τῶν
ἁμαρτωλῶν,
ἀνέρχεται
ἡ
ἅμωμη
Παρθένος σήμερα στὴ
Χώρα
τῶν
ζωντανῶν.
Δὲν
ἄντεξε
ἄλλο
μακρυὰ
νὰ
μένει
ἀπὸ
τὸ
θεῖον
κάλλος καὶ
τὴν
ὡραιότητα
τοῦ
Τέκνου Της.
Ἔξω
ἀπ᾿
τοὺς
δαίμονες, ὅλοι,
γῆ
καὶ
οὐράνια
χαίρονται
Βλέποντας
τὴν
Μετανάταση τῆς
Θεοτόκου, τὴν
παράδοξη,
ὅπως
καὶ
τότε, στὴν
άπρόσμενή Της γέννηση. Κι ἀντὶ
ἐξόδια
ἅσματα,
οἱ
Ἄγγελοι
λαφροπετοῦν
μὲ
κύμβαλα ἑόρτια
κρατώντας
στὰ
φτερά τους τὴ
Μητέρα τοῦ
Θεοῦ.
Κ’
οἱ
λυπημένοι Ἀπόστολοι,
ἀκούγοντας
τοὺς
ὕμνους
τῶν
Ἀρχαγγέλων
συναθροίζονται κι ἐκεῖνοι
ἀπ’
τὰ
πέρατα
τοῦ
κόσμου μὲ
φτερὰ
ὄχι
τοῦ
λόγου μόνο, ψάλλοντας:
«Τὴν πάνσεπτόν Σου Κοιμησιν,
ὦ Μῆτερ, μακαρίζομεν...»
Πεποικιλμένη
ὅλη
ἡ
οἰκουμένη
μὲ
τὴν
ἔνδοξη
μνήμη
τῆς
Θεοτόκου, ἐφραίνεται
κι ἁρπάζει
κ’
ἐκείνη
ἀπ’
τὰ
χείλη τῶν
Ἀγγέλων
εὐσυμπάθητον
ὕμνο;
«Τῆς ἀστραπῆς
τὸ φέγγος καὶ τῶν
Ἀσωμάτων»
τὴν
καθαρώτατη φωνὴ
δὲν
ἔχουμε,
Παρθένε.
Ὅμως
μ᾿
ὅλη
τὴ
λάσπη καὶ
τὴ
νύχτα μας, σ’ Ἐσένα
προστρέχουμε
καὶ
στὸν
χαρίτων Σου τὸ
φῶς
τὸ
ἄχραντο:
μὴ
λησμονεῖς
ἐκεῖ
ποὺ
ἀνεβαίνεις
τὸν
φιλόψυχο
Γιό
Σου νὰ
ἰκετεύεις
καὶ
τὴ
δική μας ἔγερση,
πρὶν
φτάσουμε στοῦ
δρόμου αὐτοῦ
τὴν
τελευταία
στροφή,
κ’ εἶναι
ἀργὰ
πιὰ
γιὰ
μετάνοια καὶ
δάκρυα...
μὴ
λησμονεῖς
ἐκεῖ
ποὺ
ἀνεβαίνεις
τὸν
φιλόψυχο
Γιό
Σου νὰ
ἰκετεύεις καὶ τὴ
δική μας ἔγερση,
πρὶν
φτάσουμε στοῦ
δρόμου αὐτοῦ
τὴν
τελευταία
στροφή,
κ’ εἶναι
ἀργὰ
πιὰ
γιὰ
μετάνοια καὶ
δάκρυα...
Θὰ μποροῦσε μάλιστα, στὸ μέλλον νὰ γραφεῖ μιὰ μελέτη, ὅπου θὰ δίδεται μὲ παραδείγματα αὐτὴ ἡ συγγένεια. Μὲ λίγα λόγια, θὰ γίνει πράξη ὁ λόγος τοῦ Καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη,
ποὺ πολὺ σωστὰ ἀναφέρει «Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ τροπάριο δὲν εἶναι
ξένο πρὸς τὴν
ποίηση, ἀφοῦ
τὸ ἴδιο
εἶναι ποίηση. Καὶ τὸ
συναξάρι δὲν εἶναι
ξένο πρὸς τὴν
πεζογραφία, ἀφοῦ
τὸ ἴδιο
εἶναι ἀφήγηση.
Καὶ ὅλα
μαζί ἀναφέρονται σὲ βιώματα, περιπέτειες καὶ προβληματισμοὺς τοῦ
νοῦ, σὲ
ἀγώνες καὶ ἀγωνίες
τῆς ψυχῆς τοῦ
ἀνθρώπου».
Αγαπητέ
Συνάδελφε, γιγάντιε και ουδαμώς «κεγχριαίε» Παντελή Πάσχο, ως Πρύτανις του
Πανεπιστημίου μας σας συγχαίρω για ό,τι έχετε δώσει στην επιστήμη της
Θεολογίας, ιδιαίτερα στην αγιολογία και την υμνολογία. Ως απλός πιστός σας
ευχαριστώ, γιατί έχετε προσφέρει πολλά στο να στηρίξετε την πίστη μας και να
διδάξετε στο «χριστεπώνυμο» -αλλά όχι και «χριστοσυνείδητο»- πλήρωμα τον δρόμο
της λύτρωσης. Τέλος ως αναγνώστης των βιβλίων σας και ως μαθητευόμενος της
ορθόδοξης πνευματικότητας δηλώνω -με τα λόγια του Αθανασίου του Σιμωνοπετρίτη-,
ότι πραγματικά τα κείμενά σας μας παραστέκουν «για να επιτύχουμε στις εξετάσεις
του Ουρανού»! Συγχαρητήρια σε σας, συγχαρητήρια στους συναδέλφους που είχαν την
πρωτοβουλία και την ευθύνη του τιμητικού τόμου, συγχαρητήρια στον Ακρίτα που
μας χαρίζει εκδόσεις τέτοιας ποιότητας.
Μετά, λοιπόν, ἀπὸ τὶς
παραπάνω διαπιστώσεις τοῦ
κορυφαίου Καθηγητοῦ καὶ
γλωσσολόγου, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ προσθέσει
ἕνας ἀσήμαντος
καὶ ἐλάχιστος
παπᾶς, ποὺ τὸ μόνο ποὺ ἀρέσκεται
εἶναι νὰ μαζεύει
τοὺς ἄφθιτους
στίχους τοῦ πολυαγαπητοῦ τοῦ Π.Β.Π., ὅπως
μάζευε μικρός τ’ ἀμύγδαλα καὶ τίς ἐλιὲς στὸ χωράφι,
γιὰ νὰ κάμουν τὴ σοδιά στὸ σπίτι.
Γιατὶ ὅπως πολὺ σωστὰ
διαπίστωσε κι ὁ κ. Καθηγητής ὁ σοφὸς
Γέροντας π. Ἀθανασιος ὁ
Σιμωνομπετρίτης, ὁ καὶ Ὑμνογράφος
τῆς Μ.τ.Χ Ἐκκλησίας,
εἶπε τὸν πιὸ σωστὸ καὶ
εύθύγραμμο μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ Π.Β.Π.
λόγο: ὅτι δηλαδή, τὰ γραφτά
του μᾶς παραστέκουν καὶ μᾶς
προετοιμάζουν «γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε
στὶς ἐξετάσεις
τοῦ Οὐρανοῦ». Κι ἀλήθεια
λέει, καθόσον «χείλη ἱερέως οὐ
ψεύδονται».
π. Κ.Ν. Καλλιανός
Π. Β. Πάσχος,
«Ἐν θλίψει ἐπλατυνάς με…»,
Παρρησία, Ἀθήνα 2017, σελ. 11
Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Π.Β.
Πάσχος,
Ὁ γιγάντειος «κεγχριαῖος» εἰς
http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/pasxos_kexri.html
Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἕνα ἁπλό ἐπιλογικό σχεδίασμα στήν ποιητική συλλογή τοῦ Π. Β. Π.
«Ἕνας ποιητής προσευχόμενος».
No comments:
Post a Comment