Monday 4 April 2022

Ἐπίμμετρο

 
, ποκαλύπτοντας μι ελογημένη συνέχεια: Τς ποιητικς δημιουργίας

 
Ο Π.Β. Πάσχος στην πατρίδα του Λευκοπηγή!

Μεσ’ π τ σπηλι το στήθους
σ νοιώθω ναρριχώμενη
ποιητικ μορφ κα ψάχνεις
να λευκ χαρτ ν’ πλώσεις
τν παρξή σου, λιόλουστη[1]
 
Μ ερ συγκίνηση, κατάνυξη κα χι χωρς τ άπαραίτητο παλευλαβς συναισθηματικ  φορτο,  συνάχθηκαν ατ τ «εοσμα νθη» π τν θαλερ πάντα κπο το ποιητ Π.Β.Π. Εναι μι νθοδέσμη περίεργη, λλ πολ σεμνή, λιτή, στολισμένη μ περίσεια φιλοκαλίας κα μπιστοσύνης σ’ κενον πο τ παραδίδει. Τ παραδίδει φρεσκοκομμένα μ τς διαμαντιένες νεροσταλίδες ν τ στολίζουν κόμα. Κ’ λήθεια,  ποις δν τ ποθέτει, τι πάνω τους εναι σταγμένα κα τ γκάρδια δάκρυα ψυχς προσευχομένης. κείνης το ποιητ. πως τότε, πο μικρ παιδι μς στέλνανε ο μανάδες μας πρω - πρω στν κκλησία, γι ν προσκομίσουμε τ θα μας νθη, πο κόβανε πό τις γλάστρες κα τ κηπάκια ο δικοί μας κα ν τ πμε στς «στολίστρες» ν καλλωπίσουν μ σεμνότητα κα νόθευτη πίστη τν πιτάφιο. τσι,  Μ. Παρασκευή,  ρθους βαθέως ατ χαρμολυπικ λιτανεία γίνονταν μι πάντιμη σφραγίδα,  πο κτυπώνεται νεξίτηλα στν ψυχή κα μένει, σν μυστικ δέησις, σν μι διότυπη προσευχή, φο λα τ φύλλα τν λουλουδιν  κείνων κρατοσαν ταπειν κα βαθει μέσα μας κέσιους λόγους, τν δικν μας νθρώπων. Δεήσεις, πο ναδύονταν π τ βαθύτατα γγατα τς ψυχς, πο ταν τόσο «πεφορτισμένη» π τς γνοιες το βίου κα σταλάζε σ’ατ τ εοσμα νθη πρόσφορ τς πίστεως κα προσευχς τους,  τς πλέον ερώτερες  δεήσεις τους.
 
Κάτι τέτοια, λοιπόν, μαζεύει - χρόνους πολλος κα κα μέσα στο «βίου τν θάλασσαν» -πολλάκις, ντως, κλωνιζόμενος- μ τν διακινδύνευση τς στυγνς καθημερινότητας ν τν προσεγγίζει, λλ κα ν τν πειλε, Ποιητς Π.Β.Π.  Κι κενος σ ατν «το βίου τν θαλασσαν» ταξιδεύοντας παναλαμβάνει τ γιογραφικ λόγιο «Κύρε, σσον μς άπολύμεθα» (Μτθ. 8, 25) τείνοντας χερα βοηθείας κα πιστευόμεος πάντα τ Χάρη κα Παρουσία Του. Κι ατν τν μπιστοσύνη, λοιπόν, τ μετουσιώνει σ στίχους. Σ στίχους πο μοιάζουν μ τροπάρια κα συνοδεύουν πλήρως ατ πο δ κα χρόνια διδάχτηκε σιμ στος γίους ποιητς κα μνογράφους, Τ δοχεα το γίου Πνεύματος, Τ ποα κάθε μέρα -γιορτ καθημερινή- μς ραίνουν μ θεα ρήματα, θεόπνευστα και κυρίως, «πρς καταρτισμόν μας» (φ. 4, 12). κείνους πο μεταποιοσαν στν ποιητική του δημιουργία σ εκατάνυκτο προσευχή:  «πρς τν Κύριον κα Δέσποτα τς ζως μας» κα χι μόνο, γιατ μή ξεχνμε πς πάρχουν κι ο φίλοι το Νυμφίου, ο γιοι
 
«πορ κα ξσταμαι, τ ποισω θλιος, ταν τλος φθσ, τ τς ζως μου λοιπν, πο μοι δρμος καιρος; πο τ ξιματα; πο πλοτος, πο τρυφ; πο δξα πρσκαιρος; πο τς φσεως, τ καιντατον νθος; λλ δερο, πρ το τλους ψυχ μου, τ Θεοτκ προσπσωμεν»
 
(Θεοτοκίον το σπερινο τς 11ης ‘Οκτωβρίου)
 
Παραδειγματικ μνημόνευσα ατ τ κατανυκτικ Θεοτοκίο -γιατ σφαλς πλοτος τς ρθοδόξου μνογραφίας εναι νεξάντλητος- γι ν δέσω τ παραπάνω μ κάποιους στίχους, παρόμοιους, το Π.Β.Π. Κα τοτο γίνεται χι γι ν φανε πήρεια πο δέχτηκε ποιητς π τν υμνογράφο, λλ ν διατρανωθε γιοπνευματικ ραντισμένη βιωματικ τους συγγένεια. 
 
Μεσ᾿ π πληγές
Σν καλογέρι, πρώτη νύχτα στερα
π᾿ τ κουρά μου, δν μ παίρνει πνος.
Χάνω τ λόγια στ παρθενικό μου κομποσκοίνι
κα δν μπορ τς μαρτίες ν μετρήσω.
νάξιος το ορανο μ κα τς γς, πώς ν ψώσω
τ μάτια μου κα ν᾿ ντικρύσω τ Σταυρό σου;
Τ δάκρυα τς πόρνης κα τ μύρα πο ν τά ’βρω,
τς τύψεις πο κλωθογυρνε σάν τ φίδια
στ βάθη μου ν σβήσω κα τ θεα πόδια Σου.
σταυρωμένε, ν φιλήσω. Μ μο ρνιέσαι
Τ σπλαχνικ ματιά Σου -στω κα μέσα
π’ τς πληγς κα τος καινούριους πόνους.
Φώτισε λίγο τν μαρτωλή μου νύχτα
Καί, μ τς ποιες στραπές Σου, γκάλιασέ με.
 
Π.Β.Π. εναι λήθεια τι χει γράψει πολλ δοκίμια περ ποιήσεως κα προσευχς. π τν περίφημο κόμα «ρωτα ρθοδοξίας» σαμε σήμερα, πολλ εναι τ κείμενα κενα πο συγγενεύουν απόλυτα με ποιήματά του, λς κα εναι περίληψη το κάθε δοκιμίου πο μφανίζεται. (βλ. « προσευχ στ Νεοελληνικ ποίηση», «Θεομητορικ προσόμοιο», «Κατάνυξη» κ.ἄ.).
 
Πεποικιλμένη
 
π τ χώρα τν νεκρν κα τν μαρτωλν,
νέρχεται μωμη Παρθένος σήμερα στ Χώρα
τν ζωντανν. Δν ντεξε λλο μακρυ ν μένει
π τ θεον κάλλος κα τν ραιότητα το Τέκνου Της.
ξω π᾿ τος δαίμονες, λοι, γ κα οράνια χαίρονται
Βλέποντας τν Μετανάταση τς Θεοτόκου, τν παράδοξη,
πως κα τότε, στν άπρόσμενή Της γέννηση. Κι ντ ξόδια
σματα, ο γγελοι λαφροπετον μ κύμβαλα όρτια
κρατώντας στ φτερά τους τ Μητέρα το Θεο.
Κ’ ο λυπημένοι πόστολοι, κούγοντας τος μνους
τν ρχαγγέλων συναθροίζονται κι κενοι π’ τ πέρατα
το κόσμου μ φτερ χι το λόγου μόνο, ψάλλοντας:
«Τν πάνσεπτόν Σου Κοιμησιν, Μτερ, μακαρίζομεν...»
Πεποικιλμένη λη οκουμένη μ τν νδοξη
μνήμη τς Θεοτόκου, φραίνεται κι ρπάζει
κ’ κείνη π’ τ χείλη τν γγέλων εσυμπάθητον
μνο; «Τς στραπς τ φέγγος κα τν σωμάτων»
τν καθαρώτατη φων δν χουμε, Παρθένε.
μως μ᾿ λη τ λάσπη κα τ νύχτα μας, σ’ σένα
προστρέχουμε κα στν χαρίτων Σου τ φς τ χραντο:
μ λησμονες κε πο νεβαίνεις τν φιλόψυχο
Γιό Σου ν κετεύεις κα τ δική μας γερση,
πρν φτάσουμε στο δρόμου ατο τν τελευταία
στροφή, κ’ εναι ργ πι γι μετάνοια κα δάκρυα...
μ λησμονες κε πο νεβαίνεις τν φιλόψυχο
Γιό Σου ν κετεύεις  κα τ δική μας γερση,
πρν φτάσουμε στο δρόμου ατο τν τελευταία
στροφή, κ’ εναι ργ πι γι μετάνοια κα δάκρυα...
 
Θ μποροσε μάλιστα, στ μέλλον ν γραφε μι μελέτη, που θ δίδεται μ παραδείγματα ατ συγγένεια. Μ λίγα λόγια, θ γίνει πράξη λόγος το Καθηγητο κ. Γεωργίου Μπαμπινιώτη, πο πολ σωστ ναφέρει «Μ  λλα λόγια, τ τροπάριο δν εναι ξένο πρς τν ποίηση, φο τ διο εναι ποίηση. Κα τ συναξάρι δν εναι ξένο πρς τν πεζογραφία, φο τ διο εναι φήγηση. Κα λα μαζί ναφέρονται σ βιώματα, περιπέτειες κα προβληματισμος το νο, σ γώνες κα γωνίες τς ψυχς το νθρώπου»[2].
 
Αγαπητέ Συνάδελφε, γιγάντιε και ουδαμώς «κεγχριαίε» Παντελή Πάσχο, ως Πρύτανις του Πανεπιστημίου μας σας συγχαίρω για ό,τι έχετε δώσει στην επιστήμη της Θεολογίας, ιδιαίτερα στην αγιολογία και την υμνολογία. Ως απλός πιστός σας ευχαριστώ, γιατί έχετε προσφέρει πολλά στο να στηρίξετε την πίστη μας και να διδάξετε στο «χριστεπώνυμο» -αλλά όχι και «χριστοσυνείδητο»- πλήρωμα τον δρόμο της λύτρωσης. Τέλος ως αναγνώστης των βιβλίων σας και ως μαθητευόμενος της ορθόδοξης πνευματικότητας δηλώνω -με τα λόγια του Αθανασίου του Σιμωνοπετρίτη-, ότι πραγματικά τα κείμενά σας μας παραστέκουν «για να επιτύχουμε στις εξετάσεις του Ουρανού»! Συγχαρητήρια σε σας, συγχαρητήρια στους συναδέλφους που είχαν την πρωτοβουλία και την ευθύνη του τιμητικού τόμου, συγχαρητήρια στον Ακρίτα που μας χαρίζει εκδόσεις τέτοιας ποιότητας.
 
Μετά, λοιπόν, π τς παραπάνω διαπιστώσεις το κορυφαίου Καθηγητο κα γλωσσολόγου, τί λλο μπορε ν προσθέσει νας σήμαντος κα λάχιστος παπς, πο τ μόνο πο ρέσκεται εναι ν μαζεύει τος φθιτους στίχους το πολυαγαπητο το Π.Β.Π., πως μάζευε μικρός τ’ μύγδαλα κα τίς λις στ χωράφι, γι ν κάμουν τ σοδιά στ σπίτι. Γιατ πως πολ σωστ διαπίστωσε κι κ. Καθηγητής σοφς Γέροντας π. θανασιος Σιμωνομπετρίτης, κα μνογράφος τς Μ.τ.Χ κκλησίας, επε τν πι σωστ κα εύθύγραμμο μ τν προσφορ το Π.Β.Π. λόγο: τι δηλαδή, τ γραφτά του μς παραστέκουν κα μς προετοιμάζουν «γι ν πιτύχουμε στς ξετάσεις το Ορανο». Κι λήθεια λέει, καθόσον «χείλη ερέως ο ψεύδονται»[3].
 
π. Κ.Ν. Καλλιανός


[1] Π. Β. Πάσχος, «Ἐν θλίψει ἐπλατυνάς με…», Παρρησία, Ἀθήνα 2017, σελ. 11
[2] Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Π.Β. Πάσχος, Ὁ γιγάντειος «κεγχριαῖος» εἰς http://www.myriobiblos.gr/greekliterature/pasxos_kexri.html
[3] Τό κείμενο αὐτό εἶναι ἕνα ἁπλό ἐπιλογικό σχεδίασμα στήν ποιητική συλλογή τοῦ Π. Β. Π. «Ἕνας ποιητής προσευχόμενος».

No comments:

Post a Comment