Sunday 16 October 2022

Το χαμένο πέδιλο

 
Μια ακόμη αληθινή ιστορία για την Μικρασιατική Καταστροφή

Έτυχε να απαντήσω εγώ στο τηλέφωνο. Κάποιος δημοσιογράφος που προσέφερε τις υπηρεσίες του σε Σύλλογο Μικρασιατών, ζητούσε να πάρει συνέντευξη από τη μητέρα μου, σχετικά με τις αναμνήσεις της από την Καταστροφή.
 
Της μίλησα αμέσως, αλλά, όπως φανταζόμουν, δεν έδειξε ενδιαφέρον. Την απάντησή της, άλλωστε,  την είχα ξανακούσει: «Δεν έχω κάτι να πω… Μόνο τη φωτιά θυμάμαι και τίποτε άλλο. Ήμουν μικρή στο χαλασμό. Έχουν μιλήσει και έχουν γράψει για αυτά σημαντικοί άνθρωποι. Δεν έχει νόημα». Ο συγκεκριμένος όμως δημοσιογράφος δεν πτοήθηκε. Με παρακάλεσε να της μιλήσει ο ίδιος και προς μεγάλη μου έκπληξη η μητέρα μου πείστηκε να συναντηθούν.
 
Την ημέρα της συνάντησης βρήκε τις δυο φωτογραφίες / κειμήλια που είχε από την Σμύρνη. Στη μια εικονιζόταν η μητέρα της σε «μπούστο» -μεγάλο μέτωπο, ίσια μύτη, μάτια στεφανωμένα από πυκνά φρύδια, μαύρα μαλλιά τραβηγμένα σε κότσο και μακρύς λαιμός, πραγματικά «αγαλματένιος»-  και στην άλλη η γιαγιά της με την ίδια και τον αδελφό της στα μαύρα. Οι φωτογραφίες είχαν σωθεί μέσα στον μπόγο της γιαγιάς της, μαζί με όσα είχε στοιβάξει την ώρα που πανικόβλητη εγκατέλειπε με τα παιδιά το σπίτι.
 
Μέχρι να φθάσει ο δημοσιογράφος φαινόταν να αγωνιά. Έλεγε και ξανάλεγε πως θα χάσει άδικα ο άνθρωπος την ώρα του, αλλά ηρέμησε όταν τον είδε, ένα νέο παιδί που θα μπορούσε να ήταν εγγονός της, φιλικό αλλά και με μεγάλο σεβασμό προς την γερόντισσα. «Θα πείτε ό,τι θυμάστε από την Καταστροφή και μετά θα πιούμε καφεδάκι. Εντάξει;» Την είχε κερδίσει.
 
Άρχισε να μιλάει διστακτικά:
 
«Γεννήθηκα στη Σμύρνη, πολύ κοντά στη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής με το τεράστιο καμπαναριό. Στο δυο μου χρόνια -ο αδελφός μου ήταν πέντε- πέθανε η μάνα μας. Όμορφη και γλυκιά όσο καμία. Στα 28 της. Τη θυμάμαι σαν όνειρο, ίσως και να μη την θυμάμαι δηλαδή καθόλου και να έχω στην ψυχή μου την μορφή της όπως την έβλεπα στη φωτογραφία και όπως μου μιλούσαν γι’ αυτή η γιαγιά και οι θείες μου. Ποιος ξέρει…»
 
Η μητέρα μου σταμάτησε να μιλάει. Κοίταζε σιωπηλή τη φωτογραφία και κανείς δεν τολμούσε να διακόψει τις σκέψεις της. Η σιωπή ήταν βαριά και εύγλωττη. Ώσπου άρχισε και πάλι να μιλάει…
 
«Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης. Έχω ακούσει τόσα για το μαγαζί του, το «Εργοστάσιον Υποδημάτων», που νιώθω πως το θυμάμαι. Ίσως και να το θυμάμαι. Κάθε ημέρα σχεδόν, όταν πηγαίναμε βόλτα, μάς περνούσε από εκεί η γιαγιά μου για να τον δούμε, έστω και για λίγο. Δούλευαν στο μαγαζί πολλοί «καλφάδες» και «κόφτες» και «σχεδιαστές» και «μηχανικοί» και «παραγιοί». Τα παπούτσια τα έφτιαχναν μετά από παραγγελία και ήταν κάθε ζευγάρι ξεχωριστό για τον καθένα. Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος μάστορας.
 
»Την παραμονή της Παναγίας, τρία χρόνια σχεδόν μετά το θάνατο της μάνας μου, ήρθε ο πατέρας μου κρατώντας τα πιο όμορφα άσπρα πεδιλάκια που είχα δει ποτέ μου. Δεν τολμούσα να πιστέψω πως ήταν δικά μου. Τα άφησε κάτω και μου έγνεψε να πάω να τα πάρω. Δίσταζα. «Εγώ τα έφτιαξα, για σένα» μου είπε… Έπεσα στην αγκαλιά του ξεφωνίζοντας. Το βράδυ κοιμήθηκα κρατώντας τα στην αγκαλιά μου. Το πρωί πήγα στην εκκλησία με το καινούργιο μου άσπρο φόρεμα -το είχε ράψει κρυφά η γιαγιά για να μου κάνει έκπληξη- τον άσπρο φιόγκο στα μαλλιά και τα ολοκαίνουργια πέδιλα. Το πένθος είχε για μένα τελειώσει.
 
»Και μετά, λίγες μόνο ημέρες μετά -δεν είμαι και τόσο σίγουρη- ξεκίνησε το μεγάλο κακό. Εγώ θυμάμαι μόνο τις φωτιές, στο είπα. Και τον κόσμο. Πολύς κόσμος, χιλιάδες άνθρωποι στριμωγμένοι στην παραλία, φωνές, ουρλιαχτά παντού, τα αυτιά μου είχαν γεμίσει από ουρλιαχτά, δεν μπορούσα να δω τι γινόταν, πέντε χρονών παιδί, μόνον άκουγα και ένιωθα την απελπισία και τις σπρωξιές, το χέρι μου κόντευε να ξεκολλήσει από το τράβηγμα που μου έκανε η γιαγιά μου για να μη με χάσει -στο άλλο της χέρι κρατούσε τον μπόγο- και κολλητά επάνω μας η θεία, κρατώντας τον αδελφό μου γερά…
 
»Κάποια στιγμή, μέσα σ’ αυτό το κακό, μου έφυγε το ένα μου πέδιλο! Προσπάθησα να σταθώ για να το πιάσω, αλλά το κύμα τού κόσμου που μας πήγαινε όπου ήθελε, μάς είχε κιόλας απομακρύνει. Άρχισα να φωνάζω στη γιαγιά μου, να τσιρίζω, να τραβιέμαι και εκείνη όλο και πιο σφιχτά με τράβαγε απελπισμένη από το χέρι.
 
»Με ένα παπούτσι και κλαίγοντας έκανα το τραγικό ταξίδι τής επιστροφής στην άγνωστη πατρίδα… Δεν σταμάτησα να κλαίω κρυφά για το χαμένο μου πέδιλο στο Πολύγωνο και αργότερα, εδώ, στο Βύρωνα, κάθε φορά που ονειρευόμουν το σπίτι μας, τους συγγενείς και τους φίλους που δεν θα ξανάβλεπα, κάθε φορά που ο κόσμος και η ζωή με πλήγωνε».
 
Έσκυψε τότε η μητέρα μου το κεφάλι και άρχισε να κλαίει σιγανά, για την απώλεια που σφράγισε τη ζωή της: το χαμένο της πέδιλο, δηλαδή τη χαμένη της χαρά και την πίκρα της προσφυγιάς.
 
Ντέμη Σταυροπούλου

No comments:

Post a Comment