Τ΄αντικρινά
«Ένα δικό μας παιδί, ένα δικό
μας παιδί να φέρεις Στέλιο», έλεγε ο Σεφά μπέης, στον μπαμπά μου και εννοούσε
ένα Ρωμιόπαιδο. Αυτός ο μπέης, ήταν προϊστάμενος εκεί που δούλευε ο μπαμπάς
μου, στ' αντικρινά. Έτσι λέγαμε την απέναντι Ασιατική όχθη που είχε γραφεία και
εγκαταστάσεις η Μομπιλ Οηλ, ή Σοκόνι Βακούμ ή Στανταρτ, δεν ξέρω πόσες
ονομασίες άλλαξε, αλλά για μας, «αντίκρυ ή τ' αντικρινά» που ήταν στην Ανατολή, ήταν ο εργοδότης.
Αυτός ο προϊστάμενος / διευθυντής
που ήταν από την Κρήτη, προτιμούσε να
έχει «δικούς» μας να εργάζονται κοντά του. Μαζί με όλα τά άλλα, συνέπεια,
ευγένεια κτλ, ήθελε να ακούει την γλώσσα που έμαθε όταν ήταν μικρός στο σχολειό
του. Η γυναίκα του, η Σεφάδαινα, ερχόταν στο σπίτι μας, μιλούσε Ελληνικά λίγο αλλιώτικα
από τα δικά μας - έλεγε οϊ αντί όχι -, τα μισοκαταλάβαινα. Μια μέρα την
περιμέναμε να έρθει για να την βοηθήσει η θεία μου σε ένα φόρεμα που έραβε και
να της καρφιτσώσει τα μανίκια και να κάνει πρόβα. Πάντα έφερνε γλυκίσματα «αφτα
χσχεράκια μου» διαλαλούσε, «και σοκουλάτα
για την κορασίδα». Η κορασίδα ήμουν εγώ.
Χτύπησε το κουδούνι, με την
αναμονή της «σοκουλάτας», έτρεξα βιαστικά, στην βιάση μου παρέσυρα ένα
μελανοδοχείο με σινικό μελάνι -κάτι σχεδίαζε η θεία μου- που ήταν πάνω στο
τραπέζι της τραπεζαρίας και φυσικά μουντζουρώθηκε το καλό τραπεζομάντηλο και τα
πάντα γύρω του. Τρομαγμένη μεν, φουριόζα δε, κατέβηκα την σκάλα, σοκολάτα ήταν
αυτή και άνοιξα την πόρτα. Μπροστά ανέβηκε η μαντάμ Σεφάδαινα, πίσω της, μουδιασμένη τώρα πιά, εγώ για το τι
θα με περίμενε, πέρασε στην σάλλα, από εκεί στην τραπεζαρία, είδε το
σκηνικό «Αχ, θα φας ραβδί» με είπε.
Ραβδί; Τι ραβδί; Εγώ σοκολάτα περίμενα....
Στα αντικρινά, εκεί που
στήριζε το ένα του πόδι το πολύχρωμο τόξο του ουρανού μετά την βροχή, μαζί με
τον μπαμπά μου δούλευαν και ο θείος ο Κώτσος, πιό παλιά ο θείος ο Τάκης, ο
κύριος Βασιλάκης της κυρίας/θείας Μαρίκας (που έμενε με την οικογένεια του στην
περιοχή της εταιρείας), ποιός ξέρει πόσοι άλλοι και ο Haluk, της
κυρίας Ευφημίας, -σχεδόν- δικό μας παιδί είπε στον διευθυντή του ο μπαμπάς μου.
Την ολιγόλεπτη
θαλασσο-διαδρομή aller-retour,* από το Servi Burnu της
Ασίας, στα Θεραπειά της Ευρώπης,
εκτελούσαν τα μοτοράκια της εταιρίας, το Ρut-put και
ένα άλλο που δεν ξέρω πως το έλεγαν.
Τα μικρά πλεούμενα που έκαναν
μερικά seferia**
την ημέρα, από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο, θαρρείς γλιστρούσαν πάνω στην θάλασσα
όταν ήταν λεία σαν λάδι και ανεβοκατέβαιναν στον αφρό της όταν είχε κύματα, για
να πηγαινοφέρνουν απ' το τσαρσί*** -κοντά στην βαπορόσκαλα- στο Σελβι Μπουρνού
στην δουλειά τους, τους δικούς μου φυσικά και τους άλλους εργαζόμενους με τα
σεφερτάσια**** τους (δεν θα υπήρχε καντίνα, όπως φαίνεται).
Το Σελβί ή Σερβί Μπουρνού,
ήταν κοντά στο Μπέηκοζι, και η Εκκλησία της Ενορίας ήταν της Αγίας Παρασκευής
σαν την δικιά μας, και του Μπουγιούκντερέ. Φαίνεται πως η Αγία Παρασκευή
αγαπούσε τον τόπο, πως αλλιώς θα είχε τρεις Ναούς προς τιμήν της στην ίδια
περιοχή του Άνω Βοσπόρου; Εκτός αν μιά από αυτές τις Εκκλησιές ήταν προς τιμήν
της άλλης συνονόματης Της Αγίας, που καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης,
Ισως. Πάντως όλες γιορτάζαν την ίδια μέρα...
Είχε συννεφιά και αέρα εκείνη
την μέρα. Με το παλτουδάκι μου κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό για να μην κρυώνω,
πάνω από την μαύρη γυαλιστερή ποδιά και το κεντημένο άσπρο γιακαδάκι, με το
περτσεδάκι ίσαμε τα μάτια και τα φιογκάκια στα σφιχτοπλεγμένα πλεξουδάκια μου -και
αυτά προφύλαγαν απ’ τον αέρα τα αυτιά μου- , η μαμά μου με παρέδωσε στην
γειτονοπούλα της γιαγιάς μου που ήταν στην τελευταία τάξη. Με παρέδωσε και αυτή
με την σειρά της στην κυρία Ευγενία (που είχε τα μαλλιά της κουλούρα χαμηλά
πίσω στο λαιμό), στο σχολείο. Το σχολείο μας, που βρισκόταν (στέκεται εκεί ακόμα και ας μη λειτουργεί
πλέον) απέναντι από το σπίτι της κυρίας Ευαγγελίας, αυτό με τις δυό σκάλες με
κάγκελα, αριστερά και δεξιά της εξώπορτας, -για να ανεβαίνεις από την μιά και
να κατεβαίνεις από την άλλη, φαίνεται-
στα ψηλά μέρη του χωριού και έβλεπε κάτω τον κόλπο, σαν πιάτο. Από το
παράθυρο της πρώτης τάξης, αγνάντευα και εγώ όχι μόνο το λιμάνι, αλλά και τα
μεγάλα βαπόρια, «Ρούσικα» μάλλον τα πιό πολλά, που πηγαινο-έρχονταν στην Οδησσό
και στην Κριμαία, όπως έλεγαν οι μεγάλοι, τα βαποράκια της γραμμής που πήγαιναν
στο Σαρίγερι και στα Καβάκια, τους γλάρους και φυσικά τα αντικρινά που αν είχε καθαρό καιρό και με καλό μάτι,
μπορούσε κανείς να διακρίνει τα οtobus και τα dolmus*****
να κυκλοφορούν.
Κάναμε λοιπόν προσευχή και
ανάγνωση, μετά κατεβήκαμε στην εσωτερική αυλή για το διάλειμμα, δεν βγήκαμε έξω
αφού φυσούσε, ανεβήκαμε και πάλι, μπήκαμε στην τάξη, περιμέναμε όρθιοι να έρθει
η διδασκάλισσα μας σαν τα «Καλά Παιδάκια» του Αναγνωστικού και όταν ήρθε,
κάτσαμε στα θρανία μας.
Πριν καλοκαθίσουμε, η αίθουσα
σκοτείνιασε, ο γκρίζος ουρανός μούντενε, η κυρία Ευγενία σηκώθηκε από την έδρα
της, έσιαξε την κουλούρα με μια φουρκέτα που έπεφτε και άναψε το φως. Τα
θαλασσοπούλια στο λιμάνι και πιό πέρα άρχισαν να κράζουν και να τσιρίζουν, η
θάλασσα που έβλεπα από το παράθυρο μαύρισε,
φουρτούνιασε και τα αφρισμένα κύματα έκαναν τις βάρκες στο λιμάνι να
ανεβοκατεβαίνουν σαν καρυδότσεφλα. Η καρδούλα μου φούσκωσε, Ααχ, το «Πουτ-Πουτ,
ο μπαμπάς μου», και άρχισα να κλαίω.
Νίκη Beales
Φθινόπωρο 2022
Milton Keynes, Αγγλία
* Με επιστροφή
** Διαδρομές
*** Αγορά
**** Φορητά σκεύη για το
φαγητό
***** Λεωφορεία και ταξί για
πολλά άτομα
No comments:
Post a Comment