Μελτεμάκια
Η Αυγή, η μάνα των ανέμων
Ζέφυρου και Βοριά κρατούσε τα δύο παιδιά
της απ' ένα χέρι το καθένα, το τρίτο της, τον Νότο που χαϊδευτικά το φώναζε
Νοτιά, το άφησε να χοροπηδά μπροστά της.
Ο αδελφός της, ο Ήλιος, την είχε ορμηνεύσει πριν πάει με τα
άρματά του στο Στερέωμα, να τα κρατά φρόνιμα ώστε αυτός να έχει το μυαλό του
ήσυχο. Η Αυγή υπάκουη, του έκανε το χατήρι, γιατί όχι; Τι είχε να χάσει; Ο Ήλιος
ήταν καλός αδελφός, αγαπούσε και αυτήν και τα παιδιά της και είχε βάλει
αντέτι-μουχαμέτι να αφήσει την βάρκα μας να λικνίζεται στο λιμάνι, τους
Καλοκαιρινούς να χαρούν για μερικές μέρες ακόμα την ζεστασιά του, να γεύονται
την γλύκα με την αλμύρα της θάλασσας και τον μπαμπά της Λίτσας να χαίρεται το
ψάρεμα. Να αφήσει την κυρία Αθηνά που κατέβαινε απο τα Τσερκέζικα και του ήταν
πιστή από τις αρχές της εποχής, με την ράχη της ακουμπισμένη στις
ξεφλουδισμένες απο την φθορά του χρόνου σανίδες του μικροσκοπικού, ας πούμε,
κτιρίου που χρησίμευε για καμπίνα στους θερινούς κατοίκους του Γερμανικού, να
χαίρεται τα χάδια του, για λίγο καιρό ακόμα.
Το Γερμανικό, που αρχίζει την
μιά πλευρά του πέταλου του λιμανιού, ήταν (είναι;) η κατοικία των υπαλλήλων της
Γερμανικής Πρεσβείας, από τον Πρέσβη, μέχρι τους γραμματείς και τους υπόλοιπους
που κατεύθαναν από την Άγκυρα για να εργάζονται μεν, να παραθερίζουν δε.
Θαυμάσια σπίτια, μεγάλα, όπως στα παραμύθια του παλιού καιρού, με βεράντες και
λευκά, καλλιτεχνικά σχεδιασμένα δαντελωτά
τελειώματα, μέσα σε κήπους, πάρκα και μπαξέδες με όλου του κόσμου τα
παρτέρια, ζίνες και ορτάντζες, μαργαρίτες και ζουμπούλια, ντάλιες, γαρύφαλλα,
γλαδιόλες που προσπαθούσαν να φτάσουν τα σύννεφα, ταπεινές βιολέτες και
κάλλιες- που ήταν της μόδας κάποτε να κρατούν οι νύφες-, μυρωδάτα και σπάνια
διατσέντα, χρυσοκίτρινες μιμόζες και τριανταφυλλιές yedi veren,*
για να θυμηθώ μερικά από τα άνθη. Είχε λογής-λογής πουλιά, γλυκόλαλα και
κουκουβάγιες, σαύρες και σκιουράκια, κολοφωτιές που έφεγγαν σαν έφτανε το
σούρουπο και η νύχτα, βατράχια και τζιτζίκια, πηγές, μονοπάτια και αλέες, «έτσι
θα είναι ο Παράδεισος» σκεφτόμουν.
Είχε δέντρα, μανόλιες όμορφες
σαν το τραγούδι του Ζεκί Μουρέν και φλαμουριές, τσάμια **, καρυδιές,
καστανιές, οπωροφόρα δέντρα και συκιές
από τις καλύτερες.
Μέσα στον μπαξέ του
Γερμανικού λοιπόν, σύριζα στον ανοιχτόχρωμο γκρίζο πετρότοιχο, ακριβώς απέναντι
από το σπιτάκι/καμπίνα που ήταν στερεωμένο σε πασσάλους μέσα στην θάλασσα, ήταν
(είναι;) μια γερο-συκιά, τα σύκα της, σχεδόν άσπρα απ' έξω και κατακόκκινα
μέσα, μεγάλα που με το ζόρι χωρούσαν σε ένα φλυτζανάκι του τσαγιού, γλυκά σαν
μέλι. Οι ρίζες της περνούσαν κάτω από το πεζοδρόμιο, προσπερνούσαν τον
αυτοκινητόδρομο και το πεζοδρόμιο που λιαζόμασταν και έφταναν στην θάλασσα, στα
ρηχά, ανταμώνοντας τσακίλια *** και πέτρες της ακτής, μικρές και μεγάλες,
πλατιές, άσπρες, κανελιές, κεχριμπαρένιες και καφετιές, που αφού φιλούσαν το
χαδιάρικο κύμα, βούλιαζαν τα ακροδάχτυλα τους και χάνονταν μέσα στον βυθό.
Το κάναμε στέκι, ήταν η δίχως
αμμουδιά «πλαζ» μας, αφού αφήναμε τα σκαλάκια αντίκρυ στην Αγία Παρασκευή και
το Σαράι Παρκ που ήταν μέσα στο λιμάνι και είχε σκουπίδια, για να φτάσουμε εδώ.
Ρηχά ήταν μπροστά, πιάσε εδώ,
πιάσε εκεί, στις εσοχές και στις εξοχές του τσιμέντου της παραλίας, στα δοκάρια
και στα πλαϊνά της καμπίνας, με χίλια ζόρια, με δυσκολία κατεβαίναμε στα
δροσερά Βοσπορίτικα νερά, για να βουτήξουμε, να κολυμπήσουμε να πάμε πιό
ανοιχτά και στον γυρισμό να σκαρφαλώσουμε αυτή τη φορά τις εσοχές και τις
εξοχές για να βρεθούμε εκεί που ξεκινήσαμε.
Στους πασσάλους/δοκάρια η
Κατινίτσα της θείας Μίνας, και η θεία μου, έβρισκαν μύδια που ήταν κολλημένα
πάνω τους και τα μάζευαν -τι ιεροτελεστία και αυτή, να τα ξεκολλήσεις από την
μάνα τους, να τα ξύσεις, να τα καθαρίσεις από τα φύκια και χορτάρια της
θάλασσας- για σαλμά, με κουκουνάρια
(αυτά τα μαζεύαμε στα υψηλά, στις κουκουναριές του χωριού) και με σταπίδες,
λίγη κανελλίτσα και σάλτσα από φρέσκιες ντομάτες.
Οι πετσέτες του μπάνιου
απλωμένες καταγής και μπανικά (το μαγιό δεν το ξέραμε), σκουφάκια στο κεφάλι
πολύχρωμα, μαμάδες με μωρά στις πουσέτες **** , γυναικόπαιδα που λέμε (οι
μπαμπάδες ήταν στην δουλειά), εκεί η Σμαρούλα και πιό πολύ ο Άκης, «θα σας
χαλάσω τα μαλλιά σας», έλεγε, είχαν την μανία να καταβρέχουν την μιζ-αν-πλι της
μαμάς μου, αποτελούσαν σκηνικό Ρωμιοσύνης και ζωντάνιας, ήταν το «Εμείς» μας.
Έτσι οι παρέες, χαρούμενες
και κεφάτες, παλικαράκια του Ζωγραφείου, κοπελιές με τρανζιστοράκια, περνούσαν
τα πρωινά τις καθημερινές τα καλοκαίρια, τις Κυριακές που το στέκι μας γέμιζε
από λαζάκια και κουράκια και πλήθος που δεν μας ταίριαζε, τρέχαμε στο ALTINKUM και
στην Κίλα***** -όσοι είχαμε αυτοκίνητο- μετά την Κυριακάτικη Λειτουργία.
Ερχόταν κάποτε ο Σεπτέμβρης,
οι Καλοκαιρινοί, άρχισαν το κατέβασμα με τα γκιότσια τους, το χωριό μας θα
άδειαζε σιγά-σιγά.
Αχ αυτός ο μήνας, της
γυαλιστερής ποδιάς με τα άσπρα γιακαδάκια, της σχολικής φόρμας και τσάντας, ο
μήνας του Γκιοκσουγιού ****** με το Γενέσιο της Θεοτόκου, του Βασιλικού για τον
Σταυρό, του Αη Νικήτα και της Αγίας Ευφημίας, των γενεθλίων της Λίτσας και των
Σεπτεμβριανών. Ο μήνας που ο Ήλιος, ορμήνευε την αδελφή του Αυγή, να κρατά
φρόνιμα τα κουτσούβελα της -ειδικά το Βοριαδάκι της που οταν φούσκωνε τα
μάγουλα του και γινόταν Βοριάς, άντε τρέξε να τον σταματήσεις-, για να ταξιδεύει
αυτός αμέριμνα και το χαμόγελό του να πλέκει λιαχτίδες, που γλύκαιναν τα
Θεραπειά μας και να μην αφήνουν τους Καλοκαιρινούς να φεύγουν.
Ο Ζέφυρος είχε αρχίσει να
κουράζεται από την φρονιμάδα, και βάλθηκε να σιγομουρμουρίζει. Ο Νοτιάς με τα
μελτεμάκια του θα περίμενε για λίγο ακόμα.
Νίκη Beales
Σεπτέμβρης 2022
Milton Keynes, Αγγλία
* ανθίζει επτά φορές τον
χρόνο
** πεύκα
*** χαλίκια
**** καροτσάκια
***** μακρινές παραλίες με
αμμουδιές
****** προάστιο στην Ασιατική
πλευρά του Βοσπόρου
No comments:
Post a Comment