Επίμετρο - Ποιήματα για τον ήρωα
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
Κ’ εσπιθοβόλεις κεραυνούς κ’ έφεγγες σαν αστέρι,
Όταν φτωχός, αγνώριστος, μικρός, χωρίς πατρίδα
Τη ματωμένη επλεύρωνες, Κανάρη ναυαρχίδα
Αν όταν αναπήδησες με την ορμή του στύλου
Μέσα στην μαύρη τη σπηλιά του Καραλή του σκύλου,
Κανένας μάντις σώλεγε ότι θα νάλθη ώρα
Να ιδής, Κανάρη, ελεύθερη τη δύστυχη τη χώρα,
Πώρρευ’ ετοιμοθάνατη, - ότ’ ήθελες φωτίσει
Μ’ αυτό τ’ αστροπελέκι σου Ανατολή και Δύση,
Ότι θα γένης ζωντανή του Γένους σου σημαία,
Ότι θα πας μακρά μακρά να φέρης βασιλέα,
Και χίλια δαφνοστέφανα ο κόσμος θα τα βάλη.
Κανάρη, στ’ απροσκύνητο καθάριο σου κεφάλι,
Ότι πριν πέσης κατά γης θα σου δοθή κ’ η χάρη
Να ιδής να λάμψη ανέλπιστο, παρήγορο δοξάρι
Όπου εβασίλευε παληό, κατάπυκνο σκοτάδι,
Ότ’ ένα Γένος σύψυχο του λάκκου σου τον άδη
Θα εδρόσιζε με κλάμματα, οπού θα ν’ αναβράνε
Μέσ’ απ’ τα φυλλοκάρδια του κι αθάνατα θα νάναι.
Ότι θα σκύψη ξέσκεπος εμπρός στα λείψανά σου
Να σε φιλήση εγκαρδιακά, Κανάρη, ο βασιλιάς σου,-
Αν ένας μάντις τάλεγε, ποιος ήθε’ τον πιστέψη;
Μόνος εσύ, που γνώριζες ότ’ είχανε φυτέψει
Βαθειά, βαθειά στα σπλάχνα σου τα χέρια του Θεού σου
Βοτάνι παντοδύναμο , τροφή του κεραυνού σου,
Την πίστη την ακλόνητη στους έθνους του την τύχη...
Αυτή, Κανάρη, πώβαψε τον σιδερένιον πήχυ
Κι έδωσε στο καράβι σου χίλια φτερά να τρέχη
Σήμερα ποιος την έχει;...
Αχ! Δεν το πίστευα ποτέ!... Πέρυσι σ’ είδ’ ακόμα
Συγνεφιασμένον, κάτασπρον στο φτωχικό σου στρώμα,
Σαν κοιμισμένη θάλασσα σε ταπεινό ακρογιάλι
Όπ’ ονειρεύεται κρυφά καμμιάν ανεμοζάλη
Για να μουγκρίση φοβερά.., και σήμερα κουφάρι!...
Έγυρα τότε εφίλησα τ’ ανδρεία σου, Κανάρη,
Τα λιοκαμμένα δάχτυλα κ’ ένιωσα κάθε ρώγα,
Πώβραζε μέσα κ’ έλαμπε με την παληά σου φλόγα.
Έτρεμα εμπρός σου, εδάκρυζα, μώδωκες την ευχή σου,
Μου τίμησες το μέτωπο μ’ ένα θερμό φιλί σου
Και μούπες, λιονταρόκαρδε, - «μην κλαις, δε θα πεθάνω,
Πριν ξανανειώσω μια φορά και πριν να ξεθυμάνω».
Κι απέθανες! Κ’ εσβύστηκες!... Τα ριζιμιά, οι βράχοι
Δεν σκιάζονται γεράματα και στου βουνού τη ράχη
Ολόρθο μένει, ακλόνητο, χιλιόχρονο πρινάρι
Και μάχεται με τα στοιχειά... Και συ και σύ, Κανάρη,
Πούλθες στη γη θεόχτιστος κι οπ’ όταν εθωρούσε
Το χιόνι στο κεφάλι σου κανείς π’ αστροβολούσε,
Επίστευεν ότ’ έβλεπε τον Όλυμπο εμπροστά του
Με την αθανασία του, με την παλληκαριά του,
Εσύ σωριάζεσαι με μιας;... Μέσα στα χώματά σου
θα καταπιάση ηφαίστειο ή θα σβυστή η φωτιά σου;...
Κατάρ’ ακατανόητη, άσπλαχνη, μαύρη μοίρα
Νάν’ οι νεκροί μας άφθαρτοι, νάν’ η ζωή μας στείρα.
Διθύραμβος στον Κανάρη
Άρπη, ερινύα, θύελλα, νυχτιά χωρίς φεγγάρι,
Σφαγή, φωτιά κι ερήμωση, κόλαση δαντική
Ένας λαός στο δόκανο του Τούρκου μακελάρη.
Αντρών και γυναικών κορμιά σφαγμένα απ’ τη λεπίδα
Των Τούρκων, σαν να ζήταγαν, θα ΄λεγες, γοερά
Τον άδικό τους θάνατο να εκδικηθεί η πατρίδα.
- Με μπαϊράκια ξέφρενα στου ανέμου τη ριπή -
Ν’ απεύθυνε ξεδιάντροπα μιαν ύβρη ποταπή.
Τα μαύρα πέπλα πέφτανε από τους ουρανούς,
Μα στο πλατύ κατάστρωμα της ώριας καπιτάνας
Φωτός λαμπιόνια κρεμαστά ανοίγανε κρουνούς.
Στο γλεντοκόπι αφήνονταν ο μέγας Καραλής,
Στους ήχους τους αργόσυρτους μιας λάγνας μουσικής
Πώς και μια ήττα μπόραγε, ξεχνούσε, να σιμώσει.
Σερμπέτια απολαμβάνανε λογιών - λογιών φτιαγμένα
Μέσα σε τάσια επίχρυσα φερμένα από μακριά
Κι από τεχνίτες έμπειρους της Κίνας δουλεμένα.
Καθώς των έρημων ακτών την ηρεμία χαλούσε
Τις σκιές των οσιομάρτυρων της πλάνας λευτεριάς
Απ’ του θανάτου το βαθύ τον ύπνο τους ξεπνούσε.
Που ο φωτισμός του ντελινιού σε κύκλο ιχνογραφούσε
Το άντρο της θάλασσας βαθύ μονάχα μ’ έμπειρες καμπές
Κι ο ανεμόδαρτος ψαράς δύσκολα ξεπερνούσε.
Δύο πλοία περιφρόνησαν του άντρου τη φοβέρα:
Τα οδήγαγε η εκδίκηση, αυτή που κάνει πέρα
Το φόβο και με θάρρεμα γεμίζει την καρδιά.
Θα πάει ευθεία να χωθεί στο εχθρικό ντελίνι:
Αυτοί που σφάξαν άσπλαχνα γυναίκες και παιδιά,
Αυτοί που κάψανε τη Χιό, κανείς τους να μη μείνει.
Απ’ τον αητό των θαλασσών που παίρνει τ’ όνομά της,
Αυτόν που μεσο - ούρανα πλανιέται κι απ’ εκεί
Αγγίζοντας τη θάλασσα ραμφίζει τα νερά της.
Ο αρχηγός της βλέποντας στο βάθος το λιμάνι,
Τρέμει στους ήχους που η ηχώ φέρνει ξανά κοντά του
Και στο τραγούδι της χαράς καθώς στ’ αυτιά του φτάνει
Μ’ ένα τραγούδι απαντά απώλειας και θανάτου:
Των ουρανών
Να σεκοντάρει την ελπίδα της καρδιάς μας
Και για τους άγριους νικητές
Αυτή η νύχτα, ω Χίος,
Είθε να είναι η τελευταία.
Κατεσταλμένες ως είναι,
Για να τους ασφαλίζουν,
Είθε να πάψουν
Ν’ απομακρύνουν απ’ αυτούς
Το θάνατο που πλησιάζει.
Η ηρεμία και η σιωπή
Να φέρουν
Την παράκλητη ώρα της εκδίκησης
Που την απαιτούν
Δέκα αιώνες σκλαβιάς!
Τις αλυσίδες μας λένε:
Δεν είσθε πια οι Έλληνες
Του Μαραθώνα.
Από τους ήρωες της Σπάρτης και της Αθήνας
Σας μένει μόνο
Το μάταιο όνομα,
Αλλά πια δεν είναι το αίμα εκείνων
Μέσα στις φλέβες σας.
Που υποφέρουμε τις ύβρεις τους,
Την εξευτελιστική
Περιφρόνησή τους.
Οι λαοί όμως
Θα δουν τις πληγές μας
Και θ’ αναγνωρίσουν τις θυσίες μας!
Που η Άγια Λευτεριά
Μάταια σας αναζητεί
Ανάμεσα στους στρατιώτες της,
Και σεις
Που η σκλαβιά ή ο φόβος
Σας αλυσοδένει ακόμη μακριά απ’ τις μάχες,
Θ’ αφήνετε για πάντα,
Μέσα στα εφήμερα καπρίτσια τους,
Υβριστικούς κυρίαρχους
Να μολύνουν με τις ορέξεις τους
Τα κορίτσια και τις μανάδες σας,
Και να βλέπετε επί πολύ ακόμη
Τα κεφάλια των αδελφών σας
Να στολίζουν τα παλάτια των σουλτάνων
Χωρίς να εκδικείσθε το θάνατό τους;
Η ελευθερία σε καλεί!
Από τη σκόνη των αιώνων
Η Ελλάδα θα βγει
Πιο λαμπερή και πιο ωραία!
Και η δόξα θ’ ανανεώσει
Τις ενθυμίσεις
Τριών χιλιάδων χρόνων.
Όχι πια φοβισμένες κινήσεις,
Το αίμα των τυράννων
Να περάσει
Πάνω απ’ τις συμφορές σας.
Δεν έχεις όπλο;
Σήκωσε τα χέρια σου
Και χτύπα με τις αλυσίδες σου!»
Σώπασε κι αφουγκράστηκε το φλοίσβο του κυμάτου
Κι όπως κι οι άλλοι μπέηδες σιγήσαν της Τουρκιάς
Απλώθηκε για μια στιγμή μια ηρεμία θανάτου.
Όλη τη γη, τη θάλασσα, το χιώτικο λιμάνι
Και να σε λίγο απ’ τις σκιές οι λάμψεις της φωτιάς
Μες’ στο πυκνό της ματωμένης κόλασης ντουμάνι.
Κι όσα καμένα λείψανα μείναν απ’ το κουφάρι,
Ενώ οι κραυγές που στέλνανε η δόξα, η νίκη και η οργή
Στους ουρανούς ανέβαζαν τ’ όνομα του Κανάρη!
«Ο Ματρόζος»*
Με κάτασπρα μακριά μαλλιά, με πύρινη ματιά,
Σαν πλάτανος θεόρατος γυρμένος από τα χιόνια,
Περνούσε πάντα στο νησί τα μαύρα γηρατειά.
Είναι από κείνη τη γενιά κι ο γέρο - καπετάνιος
Που ακόμα και στον ύπνο του την έτρεμε ο Σουλτάνος.
Από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,
Είναι από κείνους που έβαλαν στην κεφαλή σου στέμμα
Και άγνωστοι σβηστήκανε στο δοξαστό νησί.
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
Μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα.
Χωρίς γι’ αυτούς τους ήρωες μία λέξη αυτή να πει,
Με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι,
Άλλοι στα δίχτυα εγύριζαν και άλλοι στο κουπί.
Κι οι στολοκάφτες των Σπετσών, τ’ ατρόμητα λιοντάρια,
Με τις βαρκούλες έπιαναν στο περιγιάλι ψάρια.
Μα καπετάνους σαν ιδεί μες στα βασιλικά,
Εκείνους πού ’χε ναύτες του με μάτια βουρκωμένα
Στα περασμένα εγύριζε και στα πυρπολικά,
Και ξαπλωμένος δίπλα μου, μού ’λεγε εκεί στην άμμο
Πόσα καράβια εκάψανε στην Τένεδο, στη Σάμο.
Στο τέλος πάντα μού ’λεγε μ’ έν’ αναστεναγμό,
«Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
Μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
Πριν πεθαμένο μ’ εύρετε μια μέρα από την πείνα...
Πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
Κι αν θυμηθή πως τη ζωή του έσωσα μια μέρα
Απ’ έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
Να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
Σ’ εκείνον πού ’χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη».
Κι ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί
Ως που στην Ύδρα έφθασε, εγύριζε στην πλώρη
Το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να δει.
Και σκύβοντας τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
Πώς φεύγει τώρ’ απ’ το νησί και πώς ερχόταν πρώτα.
Στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
Ντυμένος στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω
Ο Κωνσταντής;». «Ποιος Κωνσταντής;». Αυτός... ο Ψαριανός».
«Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
Να ζητιανέψης πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!».
Και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
Και με σπιθόβολη ματιά μες απ’ τα στήθια βγάνει
Με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού:
«Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
Οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!».
Στο παραθύρι πρόβαλε να δει ποιος τον ζητεί
Και το νησιώτη βλέποντας λαχτάρησε η καρδιά του
Και να ’ρθει επάνω διέταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
Κάτι που μοιάζει με όνειρο μαζί και παραμύθι.
Που μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωλιά,
Στον καπετάνο εφάνηκαν με την φωτιά την ίδια,
Όταν τα εφώτιζε ο δαυλός τα χρόνια τα παλιά.
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
Ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
«γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!...».
«Ποιός το ’λπιζε να δει ποτές», ο γέροντας στενάζει,
«τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!...».
Και σκύβοντας την κεφαλή στα διάπλατά του στήθη,
Τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.
Ο Ψαριανός τον ερωτά με πόνο θλιβερό,
«πενήντα χρόνια, μια ζωή, περάσανε, θυμήσου
Απ’ της καλής μου εποχής, εκείνης τον καιρό.
Μήπως στην Σάμο ήσουνα την εποχή εκείνη;
Στην Κω, στην Αλεξάνδρεια, στη Χίο, στη Μυτιλήνη;»
Επέρασαν απ’ την στιγμή εκείνη, σαν φτερό.
Σαν να σε βλέπω Κωνσταντή, δε θα ξεχάσω αιώνια...
Ακόμα στο μπουρλότο σου καβάλα σε θωρώ...
Χρόνος δεν ήταν πού ’καψες στη Χιό τη ναυαρχίδα
Κι ήταν η πρώτη μου φορά εκείνη που σε είδα...
Σ’ έβαλε εμπρός μ’ αράπικου αλόγου γληγοράδα
Μ’ οχτώ βατσέλα πίσω της εμοιάζαν περιστέρια
Κι εσύ γεράκι γύρω τους... επάνω στο μπουρλότο,
Που την κορβέτα τίναξες πρωτύτερα στ’ αστέρια,
Σαν δαίμονας μες στον καπνό γλυστρούσες και στον κρότο.
Μ’ εξώρκιζαν να φύγουμε, τους είχε πιάσει τρόμος,
Γιατί η αρμάδα ζύγωνε επάνω στο τιμόνι.
Θάρρος στους ναύτες σου έδινες... δεν βάσταξε η καρδιά μου,
Σε μια στιγμή χανόσουνα, σε μια στιγμή και μόνη
Και «Όρτσα! Μάϊνα τα πανιά!» φωνάζω στα παιδιά μου.
Ο Τούρκος κοντοζύγωνε η μαύρη μου καμπάρα
Αστροπελέκια και φωτιές και κεραυνούς πετούσε,
Μα σαν δελφίνι γρήγορα κι εκείνος εγλιστρούσε.
Οι ναύτες μου φωνάζανε: «Τι κάνεις καπετάνιο;»
Κι εγώ τους λέω: «Τον Ψαριανό να σώσω κι ας πεθάνω...».
Κάνω το τιμόνι δεξιά... το φλογερό το χνώτο
Του Τούρκου θα σε βούλιαζε - θυμάσαι; Σου φωνάζω,
«Πρώτος απ’ όλους ν’ ανεβείς», μα δεν μ’ ακούς κι αφήνεις
Άλλοι ν’ ανέβουν... Έσκυψα κι απ’ τα μαλλιά σ’ αδράζω,
Και σ’ έσωσα κι εφύγαμε... Μα δάκρυα βλέπω χύνεις!...»
Και μες στα στήθη τα πλατιά σφικτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δυο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
Στ’ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
Δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
Όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.
*Ο Λέκκας (Αλέξανδρος) Ματρόζος είναι ιστορικό πρόσωπο. Σπετσιώτης στην καταγωγή, ήρωας και αυτός ναυτικός, με μεγάλη προσφορά στον Αγώνα και σωτήρας του Κανάρη στη ναυμαχία της Τενέδου. Απαθανατίσθηκε σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Γεωργίου Στρατήγη (Σπέτσες 1860-Πειραιάς 1938), που είχε καταγωγή από την Καστάνιτσα των ηρωικών Τσακώνων.
Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
No comments:
Post a Comment