Τι κοράσια, τι κεράσια...
Χρειάστηκε πρόσφατα να βρω
ένα μεγάλο τραπεζομάντηλο.
Και όταν λέω μεγάλο, εννοώ
μεγάλο. Από αυτά που οι μαμάδες, οι
γιαγιάδες και οι θείες ετοίμαζαν
κεντώντας τις προίκες των κοριτσιών -ψάρια στο γιαλό...-, για δώδεκα άτομα με
τις πετσέτες τους, πάνω σε λινό. Υπήρχαν βέβαια και τα τσουβάλια της ζάχαρης,
που αν είχες και κανέναν γνωστό/συγγενή μπακάλη, γινόταν ανάρπαστα (κληρονόμησα
και εγώ από την θεία μου ένα εργόχειρο,
κεντημένο με σκούρα μπλέ μουλινέ ντε-μι-σε- κλωστή, ρίζα και ανεβατό,
που κοσμεί το τραπέζι μου και το κοιτάζω τώρα που γράφω) χρειαζόταν βέβαια
μπόλικο τσαμασιρ σουγιού (χλωρίνη) για να φύγουν τα μαύρα γράμματα TEKEL IDARESI
(μονοπώλιο).
Και να τα ανεβατά με
βαμβακάκι, και οι σταυροβελονιές για τους μίσχους των λουλουδιών, τα αζούρ στις
άκρες, ροκοκό για τους σπόρους και η δύσκολη <πουάν παλεστρίν>, βελονιά
που χρειάζεται υπομονή και επιμονή. Και αν ο γάμος θα γινόταν στα γρήγορα, υπήρχε
βέβαια και η γρήγορη βελονιά αλυσίδα. Φυσικά και οι κεντίστρες.
Άνοιξα που λέτε, το μεγάλο
ντουλάπι στο καθιστικό. Βαρύ και ασήκωτο από μόνο του, δεν τ΄ανοίγω και συχνά,
έτριξε η πόρτα - χρειάζεται λάδωμα ο
μεντεσές και που να είναι εκείνο το μαραφέτι που λάδωνε η μαμά μου την ραπτομηχανή
της γιαγιάς; Η ραπτομηχανή του χεριού υπάρχει, αχρείαστη να είναι...-.
Το πρώτο ράφι είναι γεμάτο
από πιάτα και πιατάκια -τα καλά- που σπάνια μεταχειρίζονται, το μεσαίο,
μεγαλύτερα πιάτα και πιατέλες που ακόμα πιό σπάνια μεταχειρίζονται και στο κάτω
ράφι είναι τα "καλά" τραπεζομάντηλα, της προίκας που λέγαμε...
Η μια σκέψη φέρνει την
άλλη και αφέθηκα να βρίσκομαι και πάλι σε ένα απόγευμα, στην τραπεζαρία του
σπιτιού μας στα Θεραπειά που ήταν μαζεμένες όλες οι εξαδέλφες της μαμάς μου, η
αδελφή της, η μαμά της - και γιαγιά μου- η μια θεία και η άλλη, που να τις
θυμούμαι τώρα...
Είχε βγεί το
"καλό" τραπεζομάντηλο, εκείνο το λεπτοκεντημένο σε ανοιχτόχρωμη γαλάζια οργάντζα με τα
πετσετάκια του, εξίσου λεπτοκεντημένα, μη μου άπτου, με βελονιά ρίζα και
ροκοκό. Πράσινοι οι μίσχοι και τα φύλλα, τριανταφυλλένια λουλουδάκια κερασιάς
και που και που, εδώ και εκεί, σπαρμένα
κατακκόκινα κεράσια με τα τρυφερά τσουνάκια τους.
Τα πετσετάκια ήταν
περισσότερο της επιδείξεως αφού η υφή της οργάντζας δεν φημίζεται για την
απορροφητικότητά της.
Μαζί με το έργο των χειρών
της μαμάς/θείας/γιαγιάς μου (;), είχε βγεί και το καλό σερβίτσιο, από φίνα
πορσελάνη, του τσαγιού. Τα φλυτζάνια με τα πιατάκια τους, την ζαχαριέρα με την
μασίτσα για την καφέ ζάχαρη, τα ασημένια χουλιαράκια, τα πιρουνάκια για την
πάστα, το σουρωτήρι (δεν είχαμε tea bags)
και φυσικά το μικρό γυάλινο πιατάκι με τις ψιλοκομμένες φέτες λεμονιού. Το σερβίτσιο ήταν στολισμένο με ρόδινα άνθη
κερασιάς και δυο-τρία κερασάκια που έσπαναν την μονοτονία. Είχα μάθει να
ξεχωρίζω την αυθεντικότητα της πορσελάνης, βάζοντας τα δάκτυλά μου στον πάτο
και στρέφοντας το όποιο σκεύος προς τον ήλιο και αν έβλεπα τα δάκτυλά μου, ε,
τότε, ήταν καλή η ποιότητα. Αδιάψευστο το κόλπο.
Αυτό το καλό από οργάντζα
τραπεζομάντηλο, ήταν του τσαγιού και όχι του γεύματος ή του βραδινού.
Πίνοντας το τσάι της η
θεία Ευριδίκη, αδελφή της θείας Θωμαής -που ήταν γυναίκα του θείου Γιάννη,
δηλαδή αδελφού του παππού μου από την πλευρά της μαμάς μου- με το μικρό
δακτυλάκι σηκωμένο, άρχισε να μας λέει γελώντας πως δυό τρεις μέρες πριν, πήγε
τρεχάτος στο μαγαζί -μπακάλικο-, ο Γιώργος, μικρότερος αδελφός της Στέλλας,
ανήσυχος προσπαθώντας να βρει κεράσια. "Κεράσια τώρα χειμωνιάτικα; Τι τα
θέλεις;" τον ρώτησε η θεία Ευρίδικη. "Όχι εγώ, τα θέλει ο Δεσπότης.
Με είπε να βρω και να μαζέψω τα κοράσια και να τα πάω στην Εκκλησία".
O Kαππαδόκης
Δεσπότης μας, Ο Aziz Ιάκωβος, μιλούσε στην καθαρεύουσα...
Τι κοράσια, τι κεράσια...
Νίκη Beales
Οκτώβριος 2024
Buckingham, Αγγλία
No comments:
Post a Comment