Tuesday 9 July 2013

ΑΛΝΤΓΟΥΙΤΣ


Η Μαίρη Τσάπμαν έψαξε νευρικά στις τσέπες του καμηλό παλτού της να βρει το δερμάτινο, μικρό πορτοφόλι της. Έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών και το έτεινε στο ψηλόλιγνο κορίτσι. Η Μαίρη της έριξε μια ντροπαλή, φευγαλέα ματιά. Το κορίτσι προσπαθούσε να της δώσει ρέστα ενώ με το άλλο χέρι της πρόσφερε το μπουκέτο που είχε διαλέξει. Ήταν ένα μικρό μπουκέτο με κίτρινα και ροζ λουλούδια. Η Μαίρη δεν ήταν σίγουρη για το όνομά τους, ποτέ δεν είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κηπουρική. Για αυτήν, τα λουλούδια αποτελούσαν μόνο ενδείξεις. Ενδείξεις φιλίας, έρωτα, πένθους. Υπενθυμίσεις επετείων, γιορτών και πρεμιέρων. Ήταν μια όμορφη, μικρή και όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακή ανθοδέσμη. Την κράτησε στο ένα της χέρι καθώς έπαιρνε ένα νόμισμα των δύο λιρών από το κορίτσι. Το έχωσε βιαστικά στο πορτοφόλι της και ξανακοίταξε την νεαρή. Δεν ήταν Αγγλίδα. Ήταν ολοφάνερο από την προφορά της αλλά και από την όλη εμφάνισή της.  Άλλη μια μετανάστρια που έψαχνε για μια καλύτερη ζωή σε μια ξένη χώρα. Ήταν τόσο πολλοί πλέον. Έρχονταν από όλα τα μέρη του κόσμου κυνηγημένοι από την φτώχεια, από πολιτικές καταστάσεις που δεν είχαν διαλέξει και που δεν ευθύνονταν για αυτές. Έρχονταν συνέχεια ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον. Έμεναν σε σπίτια του βόρειου και του δυτικού Λονδίνου πληρώνοντας μηνιαίο ή εβδομαδιαίο νοίκι. Μοιράζονταν την κουζίνα και το μπάνιο συνήθως με τρεις ή και περισσότερους ενοίκους: φοιτητές, επαρχιώτες, άλλους μετανάστες.  Ανελάμβαναν όλες τις δουλειές που προσφέρονταν: γκαρσόνια, ψήστες, υπάλληλοι  σε πολυκαταστήματα. Αν δεν δημιουργούσαν προβλήματα και αν ήταν αρκετά τυχεροί, ίσως να έμεναν για όλη τους την ζωή στο ξένο κομμάτι αυτής της γης, θα παντρεύονταν, θα έκαναν παιδιά και ποτέ δεν θα ξεχνούσαν να στείλουν στους πιο άτυχους που έμειναν πίσω λίγα χρήματα.  Η Μαίρη ξανακοίταξε το κορίτσι, της χαμογέλασε ευγενικά, την ευχαρίστησε και έφυγε. Της ευχήθηκε σιωπηλά «καλή επιτυχία» στην ζωή που είχε διαλέξει.  

Ο σταθμός του Τσάρινγκ Κρός ήταν γεμάτος με ανθρώπους που περπατούσαν βιαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Μαίρη κράτησε χαλαρά το μπουκέτο στην αγκαλιά της, βγήκε από τον σταθμό και άρχισε να περπατά κατά μήκος του Στραντ. Ήταν μεσημέρι και η κίνηση ήταν μεγάλη. Στην απέναντι  πλευρά του δρόμου μερικοί τουρίστες πόζαραν σε φωτογραφικές κάμερες στην προσπάθειά τους να μαζέψουν αναμνήσεις. Η Μαίρη τους κοίταξε αφηρημένα και σκέφτηκε πως τελικά ίσως αυτό ήταν το πιο σημαντικό πράγμα στην ζωή: να μαζεύεις αναμνήσεις. Τα χρόνια περνούσαν τόσο γρήγορα, τίποτα δεν έμενε πίσω. Ο χρόνος είχε  ένα μαγικό τρόπο να σκοτώνει τα πάντα. Άλλωστε κι αυτή για αυτό είχε έρθει σήμερα εδώ. Για τις αναμνήσεις της. Ένα ημερήσιο ταξίδι στην πρωτεύουσα για να αντικρίσει τις αναμνήσεις της. Η Μαίρη δεν έμενε πλέον στο Λονδίνο. Το είχε εγκαταλείψει τριάντα χρόνια πιο πριν. Είχε διαλέξει την εξοχική ηρεμία του Λούτον. Είχε παντρευτεί  έναν ήσυχο άνθρωπο. Είχαν διαλέξει μαζί το μικρό, διώροφο σπιτάκι κοντά στο αεροδρόμιο του Λούτον. Ήταν ένα άνετο και συμπαθητικό σπίτι με έναν μικρό κήπο στο πίσω  μέρος. Για την Μαίρη και τον άντρα της αυτή ήταν η καλύτερη λύση. Το κόστος της ζωής ήταν πολύ μικρότερο στην επαρχία και η ποιότητα της ζωής ήταν πολύ καλύτερη. Δεν απέκτησαν  ποτέ παιδιά αλλά ζούσαν αρμονικά μαζί και τα χρόνια κυλούσαν ήρεμα και με μια μονότονη ευτυχία. Η Μαίρη είχε δύο σκυλιά, δυο πανέμορφα λαμπραντόρ και αργά το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει, καθόταν στον κήπο και απολάμβανε την συντροφιά των σκυλιών της. Η Μαίρη και ο άντρας της επισκέπτονταν το Λονδίνο σπάνια, μια- δυο φορές το χρόνο. Πήγαιναν μόνο για να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις ή για να αγοράσουν κάτι που μπορεί να μην έβρισκαν στο Λούτον.


Η Μαίρη συνέχισε να περπατά στην Στραντ και σκέφτηκε πως αυτό το ημερήσιο ταξίδι ήταν πιο πολύ ένα προσκύνημα στα παιδικά της χρόνια. Ένα προσκύνημα για να τιμήσει την μητέρα της που δεν ζούσε  πια. Ένα προσκύνημα σ’ έναν σταθμό του μετρό που δεν υπήρχε πλέον.

Καθόταν αναπαυτικά στο σαλόνι της στο διώροφο σπιτάκι της στο Λούτον και έβλεπε τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Δεν θυμόταν πλέον πιο κανάλι ήταν: το κανάλι τέσσερα ή το BBC, αλλά δεν είχε και τόση σημασία! Ήταν τότε που άκουσε για πρώτη φορά ότι ο σταθμός  Άλντγουιτς  της  γραμμής Πικαντίλι θα έκλεινε για πάντα.  Είχε κοκαλώσει στην θέση της, κοίταζε την οθόνη της τηλεόρασης χωρίς να ακούει πλέον τίποτα. Πολύ αργότερα συνειδητοποίησε ότι δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Όταν γύρισε ο άντρας  της την βρήκε καθισμένη εκεί με ένα  άδειο βλέμμα και με ένα ποτήρι γεμάτο ουίσκι στο χέρι της. Τότε, εκείνο το βράδυ, μέσα σ’ εκείνο το σαλόνι, με την οθόνη της τηλεόρασης να τρεμοφέγγει, άφησε τον εαυτό της να ταξιδέψει πενήντα ολόκληρα χρόνια πίσω, τότε  που ήταν ένα μικρό  παιδί και αφηγήθηκε στον άντρα της τα πάντα.

Πέρασαν μήνες από εκείνο το βράδυ και η Μαίρη δεν μπορούσε να ησυχάσει, δεν μπορούσε να ξαναβρεί την ήρεμη  μονοτονία της. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, τάιζε και έπαιζε με τα σκυλιά της, έκανε έρωτα με τον άντρα της, ψώνιζε τα  πράγματα που ψώνιζε μια ολόκληρη ζωή αλλά κάτι είχε αλλάξει. Κάτι την είχε σημαδέψει.

Και μια στιγμή, τελείως ξαφνικά, την ώρα που έστιβε ένα πορτοκάλι ή ίσως την ώρα που άλλαζε νερό στο μπολ των σκύλων, της ήρθε η ιδέα να επισκεφτεί το Λονδίνο, να πάει σ’ εκείνο το μέρος ξανά. Ο σταθμός είχε κλείσει μήνες τώρα, στις τρεις Οκτωβρίου του χίλια εννιακόσια εννενήντα τέσσερα. Ήταν μια ημερομηνία που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. Την είχε σημειώσει με μαρκαδοράκι στο ημερολόγιο της κουζίνας της. Αλλά το μέρος ήταν ακόμα εκεί, η  Στραντ ήταν ακόμα εκεί, η Σάρει Στριτ ήταν ακόμα εκεί. Αυτό δεν θα άλλαζε. Κι αυτό μπορούσε να πάει να το δει. Θα ήταν ένας φόρος  τιμής στις  παιδικές  της  αναμνήσεις.

Έτσι μια κρύα ημέρα του Μαρτίου βρέθηκε στον σταθμό του Τσάρινγκ Κρος να διαλέγει  ένα μπουκέτο λουλούδια και τώρα τα βήματά της την έφερναν όλο και πιο κοντά στο μέρος που κάποτε υπήρχε ο σταθμός  Άλντγουιτς.

Η Μαίρη δεν είχε ποτέ της ενδιαφερθεί για την ιστορία, τα γεγονότα είτε παγκόσμια είτε τοπικά περνούσαν χωρίς να αφήνουν πίσω τους το παραμικρό σημάδι για αυτήν. Η σκέψη της ήταν απλοϊκή και της ήταν δύσκολο να κάνει συνδυασμούς αιτίας και αποτελέσματος στο μυαλό της. Δεν μπόρεσε ποτέ της να καταλάβει  πώς ένας απλός κοινοβουλευτικός κανόνας είχε την δύναμη να ευθύνεται για εκατοντάδες θανάτους σε μια μακρινή, άγνωστη χώρα! Αλλά ένα πράγμα ήξερε καλά κι αυτό ήταν η ιστορία του σταθμού  Άλντγουιτς.

Στο σημείο που η Σάρει Στριτ  τέμνει την Στραντ, η Μαίρη έστριψε δεξιά. Βρισκόταν στο κέντρο της πιο μεγάλης  πρωτεύουσας της Ευρώπης, οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι κι όμως κανένας δεν την κοίταξε ούτε για μια στιγμή όταν άφησε το μπουκέτο με τα λουλούδια πάνω στις κρύες πλάκες του πεζοδρομίου εκείνο το μεσημέρι, μπροστά από το κτήριο που κάποτε υπήρξε ο σταθμός Άλντγουιτς.

Στάθηκε εκεί κοιτάζοντας το κενό γιατί δεν μπορούσε να δει τίποτα. Σ’ αυτό το επιβλητικά όμορφο, κοκκινότουβλο κτήριο κάποτε, πολλά χρόνια πριν την γέννηση της Μαίρης, πολλά χρόνια πριν την γέννηση της μητέρας της Μαίρης, στεγαζόταν το βασιλικό θέατρο της  Στραντ. Πόσες παραστάσεις θα είχαν δοθεί εκεί μέσα. Πόσοι ηθοποιοί θα είχαν δοκιμαστεί, πόσοι από αυτούς θα είχαν ζήσει θριάμβους και αγωνίες. Πόσες πρεμιέρες λαμπερές και επιτυχημένες. Ποιος βασιλιάς και ποια πριγκίπισσα θα είχαν απολαύσει καθισμένοι αναπαυτικά στο βασιλικό θεωρείο τις φράσεις του Σαίξπηρ και του Μολιέρου.

Η Μαίρη αναρωτήθηκε πόσος κόσμος περνούσε από εκεί κάθε μέρα: Λονδρέζοι, Άγγλοι, μετανάστες, τουρίστες, φοιτητές, πολιτικοί και ηθοποιοί, απλοί εργαζόμενοι που διέσχιζαν αυτόν τον δρόμο για να πάνε στις δουλειές τους. Πόσοι από αυτούς θα ήξεραν την ιστορία αυτού του κτηρίου; Το χίλια εννιακόσια επτά στο ίδιο κτήριο που κάποτε στέγαζε το βασιλικό θέατρο της Στραντ, άνοιξε για πρώτη φορά ο σταθμός που ονομάστηκε Στραντ. Βρισκόταν στην καρδιά του Γουέστ Εντ, δίπλα στο Κόβεν Γκάρντεν και εξυπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία τους θεατρόφιλους της εποχής. Λίγα χρόνια αργότερα ο σταθμός μετονομάστηκε σε  Άλντγουιτς.

Η Μαίρη δεν ενδιαφερόταν για την ιστορία αλλά ήξερε τα πάντα για αυτόν τον σταθμό. Είχε αρχίσει να κάνει ψύχρα και ενστικτωδώς σήκωσε το γιακά του παλτού της. Κοίταξε για τελευταία φορά τα λουλούδια που είχε αφήσει  μπροστά στο κοκκινότουβλο κτήριο. Ο αέρας θα τα έπαιρνε αργά ή γρήγορα εκτός αν τα πατούσαν πρώτα οι περαστικοί. Αλλά δεν είχε σημασία για την Μαίρη. Τα λουλούδια για αυτήν αποτελούσαν ένα σύμβολο και τίποτα πάρα πάνω.

Εξαντλημένη από το κρύο, το ταξίδι και το βάρος των αναμνήσεων της παιδικής της ηλικίας, η Μαίρη  μπήκε στην πρώτη παμπ  που συνάντησε στον δρόμο  της, παρήγγειλε μια μαύρη μπύρα Γκίνες και κάθισε σε ένα γωνιακό τραπέζι. Η παμπ ήταν μισογεμάτη. Ήταν ευχάριστο να ακούει τις ξένοιαστες φωνές των θαμώνων. Έβγαλε το παλτό της κι έγειρε πίσω στο κάθισμά της.

Και  τότε άνοιξε για πρώτη φορά μετά από πενήντα χρόνια την πόρτα των συναισθημάτων της. Ένιωσε το μικρό της χεράκι  να κρατάει με πείσμα και δύναμη το μεγαλύτερο χέρι της μητέρας της. Ένιωσε τα ποδαράκια της να τρέχουν με βία στους σκοτεινούς δρόμους της  Στραντ και της Σάρει Στριτ. Άκουσε καθαρά την φωνή της μητέρας της να την καλεί να τρέξει πιο γρήγορα.

«Έλα Μαίρη, λίγο ακόμα και μετά θα είμαστε ασφαλείς! Έλα, μικρή μου, μπορείς να τρέξεις λίγο πιο γρήγορα!»

Οι σειρήνες γύρω τους στρίγκλιζαν. Κόσμος, άγνωστος κόσμος έτρεχε πανικόβλητος  χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση για τον προορισμό του. Η μητέρα της Μαίρης έτρεχε σταθερά και αποφασιστικά προς  τον σταθμό του Άλντγουιτς. Έσπρωχνε τους περαστικούς με αγένεια, με την δύναμη που δίνει μόνο η προσπάθεια για επιβίωση. Ήταν το τρίτο βράδυ στην σειρά που στρίγκλιζαν οι σειρήνες. Ήταν το τρίτο βράδυ που οι Γερμανοί βομβάρδιζαν το Λονδίνο. Ήταν Σεπτέμβριος του χίλια εννιακόσια σαράντα. Η μητέρα της Μαίρης κρατούσε με το ένα χέρι σφιχτά το μικρό χεράκι της κόρης της, την τραβούσε με βία σχεδόν. Ήξερε πως η μοναδική σωτηρία ήταν να φτάσουν στον σταθμό και να χωθούν στις υπόγειες σήραγγες πριν την έναρξη του βομβαρδισμού. Έπρεπε να φτάσουν πριν τους  άλλους. Ο σταθμός του Άλντγουιτς  ήταν μεγάλος αλλά όσο μεγάλος κι αν ήταν δεν έπαυε να έχει όρια στην  χωρητικότητά του. Χιλιάδες κόσμου συνέρρεε  κάθε βράδυ. Έπρεπε να φτάσουν από τους  πρώτους, έπρεπε να βρουν μια οποιαδήποτε γωνιά για να περάσουν την νύχτα. Έπρεπε να χωρέσουν.

Η μητέρα της Μαίρης έτρεχε μέσα στα σκοτάδια, παραπάτησε δυο- τρεις φορές , λαχάνιασε αλλά συνέχισε να κατευθύνεται  προς την ασφάλεια του υπόγειου μετρό. Έπρεπε να σώσει το παιδί της. Έπρεπε να κάνει κουράγιο, ν’ αντέξει. Κάποτε η κόλαση θα έπαιρνε ένα τέλος. Ο άντρας της, ο πατέρας της Μαίρης, είχε μείνει σπίτι. Είχε αναπηρία εβδομήντα πέντε τοις εκατό, ήταν  διαβητικός και η όρασή του λιγόστευε ημέρα με την ημέρα. Δεν είχε πάει να πολεμήσει. Έμεινε στο σπίτι τους και δεν ακολούθησε την γυναίκα του και την κόρη του στην υπόγεια ασφάλεια. Ούτως ή άλλως δεν θα τον άφηναν να μπει στον σταθμό. Ήταν άντρας. Οι υπεύθυνοι του υπόγειου μετρό και των μεταφορών είχαν τυπώσει αφίσες και τις είχαν τοιχοκολλήσει  παντού. Το μήνυμα ήταν ξακάθαρο. «Να σταθείς  άντρας! Οι γυναίκες και τα παιδιά έχουν περισσότερη ανάγκη τις υπόγειες σήραγγες.»  Έτσι  λοιπόν, έμεινε στο σπίτι και  προσευχήθηκε για την ζωή του σε Αυτόν που τον είχε δημιουργήσει.

Η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς. Ο κόσμος ήταν δυσαρεστημένος. Διέρρεαν παντού φήμες ότι οι πολιτικοί είχαν μεριμνήσει για την δική τους ασφάλεια. Διέρρεαν φήμες ότι είχαν κατασκευαστεί υπόγεια λαγούμια ειδικά για την βασιλική οικογένεια. Ήξεραν όλοι ότι ο πόλεμος με τον Άξονα ήταν αναπόφευκτος από το χίλια εννιακόσια τριάντα  οκτώ. Μερικοί μάλιστα το ήξεραν ακόμα πιο πριν. Κι όμως η συμφορά των αεροπορικών επιδρομών τους είχε βρει  απροετοίμαστους. Είχαν γίνει προσπάθειες μειωμένης εμβέλειας να κατασκευαστούν υπόγεια καταφύγια, τα οποία όμως είχαν αποδειχτεί εντελώς αναποτελεσματικά. Στην μικρότερη επίθεση των γερμανικών αεροσκαφών κατέρρεαν. Δεν παρείχαν καμία ασφάλεια.

Και τότε ο κόσμος, ο απλός, καθημερινός όχλος με μια βουβή συνεννόηση ανακάλυψε το μετρό. Το μετρό του Λονδίνου ήταν η μόνη σωτηρία. Όλη η πόλη διέθετε υπόγειες στοές λόγω του μετρό. Αυτό το περίπλοκο σύστημα διακλαδώσεων και συνδέσεων σταθμών μέχρι τότε υπήρξε το πιο γρήγορο και άνετο μέσο για να κινηθούν στην πόλη τους, η οποία εξαπλωνόταν συνεχώς. Από εκείνη την χρονιά όμως, του χίλια εννιακόσια σαράντα, θα χρησίμευε και για  κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό. Θα  μεταμορφωνόταν σε μια κάψουλα ασφάλειας και σωτηρίας για χιλιάδες πολίτες.

Οι αρχές του υπογείου σιδηροδρόμου και η κυβέρνηση αρχικά δυσαρεστήθηκαν με την συρροή του πλήθους κάθε βράδυ στους υπόγειους σταθμούς. Πολλοί είχαν αντιρρήσεις στην νέα αυτή χρήση των υπόγειων στοών. Τα επιχειρήματά τους αφορούσαν κυρίως τις αρχές υγιεινής που δεν θα μπορούσαν να τηρηθούν κάτω από το έδαφος, με την υγρασία, την πείνα και τις ψείρες που θα μεταδίδονταν γρήγορα κι εύκολα στα βρώμικα κορμιά.

Αλλά κανείς και τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τους ανθρώπους από το να αναζητήσουν λίγες ώρες ασφάλειας. Η κυβέρνηση μην έχοντας να τους προσφέρει μια καλύτερη ή μια πιο ασφαλή λύση υπέκυψε. Μερικοί σταθμοί σταμάτησαν να λειτουργούν, τα  δρομολόγια που εκτελούνταν σε αυτούς  διεκόπησαν και οι σταθμοί δόθηκαν στο κοινό για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά ως  καταφύγια.  Ένας απ’ αυτούς τους σταθμούς ήταν και του Άλντγουιτς.

Κάθε απόγευμα οι άνθρωποι έπαιρναν  ό,τι  μπορούσε να τους φανεί  χρήσιμο για την νύχτα που θα ερχόταν: μια κουβέρτα, ένα μπουκάλι γάλα, ένα παλτό και  έτρεχαν να χωθούν στην ασφάλεια των υπόγειων σταθμών. Κοιμόντουσαν κάτω στις πλατφόρμες, στους διαδρόμους, ακόμα και πάνω στις σκάλες. Και ξυπνούσαν χαρούμενοι το επόμενο πρωί μόνο και μόνο επειδή η νύχτα είχε περάσει κι αυτοί  ζούσαν ακόμα.  

Η διοίκηση και οι αρχές των μεταφορών και του μετρό για να αντιμετωπίσουν αυτές τις καινούριες συνθήκες επινόησαν διάφορους  τρόπους  για να διευκολύνουν την παραμονή όλου αυτού του πλήθους στις υπόγειες στοές. Αστυνομικοί  περιπολούσαν και έπιαναν κουβέντα με τους ανθρώπους  ρωτώντας τους  για τα ενδεχόμενα  προβήματα και τις διάφορες ανάγκες τους. Σε ορισμένους σταθμούς κατασκευάστηκαν  πρόχειρες, ξύλινες σανίδες που χρησίμευαν ως καταλύματα. Σε κάποιους άλλους σταθμούς νοσοκόμες και  φορητός  ιατρικός  εξοπλισμός  περίμενε όσους είχαν ανάγκη. Κύριο μέλημά τους ήταν η αποφυγή μολύνσεων και λοιμωδών ασθενειών. Συνολικά ογδόντα  έξι  ιατρικά κέντρα δημιουργήθηκαν στους υπόγειους σταθμούς κατά την εξάχρονη διάρκεια του πολέμου.


Εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι, άγνωστοι μέχρι τότε μεταξύ τους, άνθρωποι διαφόρων επαγγελμάτων και τάξεων, άνθρωποι  με διαφορετικό παρελθόν και με διαφορετικά ενδιαφέροντα, γνωρίστηκαν ο ένας με τον άλλον. Κάθονταν  δίπλα δίπλα, στριμωγμένοι ο ένας με τον άλλον, έπιαναν κουβέντα μεταξύ τους. Μερικές γυναίκες τάιζαν ή νανούριζαν τα μωρά τους, άλλες έπλεκαν, οι ηλικιωμένοι διάβαζαν εφημερίδες και βιβλία ή τις ειδικές εκδόσεις με οδηγίες  του μετρό.  Οδηγίες για το πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται  κατά την διαμονή τους εκεί, για το πώς θα διατηρούσαν τον χώρο καθαρό, για το πότε ακριβώς έπρεπε να εγκαταλείψουν τον υπόγειο παράδεισο. Στους περισσότερους σταθμούς  τα δρομολόγια άρχιζαν ξανά το αδιάκοπο πηγαινέλα τους στις επτά η ώρα το πρωί. Στις έξι η ώρα το πρωί οι άνθρωποι αναγκάζονταν να δραπετεύσουν από την ασφάλεια. Συνεργεία καθαρισμού έπιαναν δουλειά. Η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί και το Λονδίνο έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την καινούρια ημέρα που άρχιζε.

Η μητέρα της Μαίρης είχε οδηγηθεί τυχαία και ενστικτωδώς στον σταθμό του Άλντγουιτς πριν δύο ημέρες. Ήταν ο πρώτος σταθμός που έτυχε να βρεθεί μπροστά της. Μπήκε μέσα κρατώντας στην αγακαλιά της το πεντάχρονο κοριτσάκι. Ήταν απροετοίμαστη για το θέαμα που αντίκρισε. Εκατοντάδες κόσμου είχαν καθίσει κάτω στα σκαλιά, στους διαδρόμους, παντού! Ο ένας έπαιρνε θάρρος απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι προσαρμόζονταν γρήγορα στις καινούριες συνθήκες. Η μητέρα της Μαίρης διάλεξε μια άδεια γωνιά, κάθισε όσο μπορούσε πιο προσεκτικά και ακούμπησε την κόρη της στην αγκαλιά της. Η Μαίρη δεν είχε καταλάβει και πολλά πράγματα, έγειρε το κεφαλάκι της στην αγκαλιά της μητέρας της και κοιμήθηκε. Η μητέρα της την ξύπνησε λίγες ώρες αργότερα όσο πιο τρυφερά μπορούσε:

«Έλα καλή μου, πρέπει να πάμε σπίτι. Ξημέρωσε, Μαίρη, έλα. Ο πατέρας σου θα μας περιμένει.»

Και όντως, ο πατέρας της Μαίρης τις περίμενε. Αλλά για πόσο ακόμα; Η υγεία του ήταν ένα ραγισμένο γυαλί και οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν ολοένα και πιο τρομακτικοί. Οι Γερμανοί είχαν σκοπό να λυγίσουν τον μεγαλύτερό τους εχθρό. Το Λονδίνο μετρούσε τους νεκρούς του κάθε ημέρα.

Και τότε στα τέλη Σεπτεμβρίου του χίλια εννιακόσια σαράντα, ο Τσόρτσιλ και η κυβέρνησή του αποφάσισαν να σταματήσει η λειτουργία του Άλντγουιτς ως σταθμού και να παραχωρηθεί στους πολίτες ως υπόγειο καταφύγιο. Η μητέρα της Μαίρης όταν το έμαθε, ένιωσε μια καινούρια αποφασιστικότητα να ξεπηδάει από μέσα της. Έπρεπε να σώσει την Μαίρη. Το παιδί της ήταν μόλις πέντε ετών, ήταν ένα πλάσμα γεννημένο από αγάπη και με αγάπη. Δεν είχε καμιά ευθύνη για το χάος που είχε διαλύσει την Ευρώπη. Κάποτε ο εφιάλτης θα σταματούσε. Κανένας πόλεμος δεν είναι αιώνιος. Για τον άντρα της δεν διατηρούσε πολλές ελπίδες. Ούτως ή άλλως η υγεία του δεν θα του επέτρεπε να χαρεί  γηρατειά. Η αδελφή της , η μοναδική συγγενής που είχε, ζούσε με την οικογένειά της στην επαρχία, όπου οι συνθήκες ήταν πολύ καλύτερες. Με λίγη καλή τύχη θα τα κατάφερναν να επιβιώσουν. Έτσι, ένα ήταν το μέλημά της: να σώσει την κόρη της, την Μαίρη.

Η μητέρα της Μαίρης  «εγκαταστάθηκε» μαζί με την κόρη της στον σταθμό του  Άλντγουιτς. Υπό αυτές  τις  συνθήκες και ανάμεσα στις λύσεις  που μπορούσε να διαλέξει, αυτή ήταν η καλύτερη. Εκατοντάδες κόσμου είχαν κάνει το ίδιο. Ξύλινοι πάγκοι εγκαταστάθηκαν, συστήματα εξαερισμού, τουαλέτες. Η Μαίρη και η μητέρα της απέκτησαν ένα καινούριο σπίτι. Σιγά σιγά η ζωή οργανώθηκε στην μικρή κοινότητα, η οποία λειτουργούσε ως ένα χωριό. Οι άνθρωποι συνήθισαν το σκοτάδι και την υγρασία, ένιωθαν ευγνώμονες γι’ αυτά. Οι ημέρες άρχισαν να κυλούν ήρεμα, μονότονα. Και οι μήνες περνούσαν, τα χρόνια περνούσαν.       

Κάθε Κυριακή, ακριβώς στις οκτώ και μισή το πρωί ένας παπάς έψελνε την λειτουργία στο υπόγειο λαγούμι  τους. Οι πιστοί μαζεύονταν και τον άκουγαν προσπαθώντας να βρουν τον Θεό που πίστευαν πως είχαν χάσει για πάντα. Στην πραγματικότητα, μερικοί απ’ αυτούς όντως δεν Τον ξαναβρήκαν ποτέ. Δεν μπόρεσαν να πιστέψουν ποτέ ξανά σ’ Αυτόν. Αλλά ανάμεσα σ’ αυτούς δεν ήταν η Μαίρη, η οποία ήταν τότε πολύ μικρή ακόμα για να διακινδυνεύσει την πίστη της. Αλλά ούτε και η μητέρα της, η οποία αντλούσε την δική της πίστη για χάρη της μοναχοκόρης της.

Η Μαίρη και  η μητέρα της βολεύτηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν σ’ έναν ξύλινο πάγκο. Ακριβώς  από πάνω τους μια άλλη μητέρα με την δική της κόρη κοιμόνταν. Το κοριτσάκι ήταν ένα- δυο χρόνια μεγαλύτερο από την Μαίρη και δεν άργησαν να γνωριστούν και να κάνουν παρέα. Τα δυο παιδιά κάθονταν δίπλα δίπλα στον σκληρό, ξύλινο πάγκο και έπαιζαν με τους πολύχρωμους βόλους που είχε φέρει μαζί του από έναν άλλο πιο ξένοιαστο κόσμο, το άλλο κοριτσάκι.

Η βιβλιοθήκη του Γουεστμίνστερ είχε μαζέψει από δωρεές πάνω από δύο χιλιάδες βιβλία και τα είχε διαθέσει στους παράξενους τρωγλοδύτες του Άλντγουιτς. Η μητέρα της Μαίρης δεν ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένη αλλά μπορούσε να κατανοήσει την δύναμη και την δημιουργικότητα των γνώσεων, έτσι ήταν από τους πρώτους που απέκτησε δύο τόμους. Ο ένας είχε τα σονέτα του Σαίξπηρ και ο άλλος ήταν του Πλούταρχου: οι παράλληλοι βίοι του Λύσανδρου και του Σύλλα. Η Μαίρη ήταν ακόμα μικρή  ίσως για  να κατανοήσει και τα δύο βιβλία. Αλλά η μητέρα της με μεγάλη υπομονή, όλα εκείνα τα ατέλειωτα βράδια, την κάθιζε στα γόνατά της και της διάβαζε με ήρεμη, μονότονη φωνή μια το ένα και μια το άλλο βιβλίο. Δεν ήταν σίγουρη αν η Μαίρη καταλάβαινε κάτι, δεν ήταν σίγουρη αν διάβαζε για να τα  ακούει η ίδια ή η κόρη της. Αλλά συνέχισε να διαβάζει κάθε βράδυ κι όταν τελείωσε τους πρώτους δύο τόμους, τους επέστρεψε πίσω και πήρε άλλους δύο. Κι αυτό συνέχιζε να το κάνει επί πολλά χρόνια. Η Μαίρη θα θυμόταν για όλη της την ζωή, την μητέρα της κάτω από τον απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο φωτισμό του υπόγειου του  Άλντγουιτς καθισμένη στον σκληρό, ξύλινο πάγκο, δίπλα στους υγρούς, νοτισμένους τοίχους, ανάμεσα στο πλήθος των άγνωστων- γνωστών, να της διαβάζει για το πώς ο Σαίξπηρ και ο Πλούταρχος κατέγραψαν τον έρωτα και το μίσος σε κάποιες άλλες μακρινές εποχές.

Ήταν ένα απόγευμα του Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια σαράντα, όταν η μητέρα της Μαίρης έμαθε για το κοντσέρτο. Της το είπε η κυρία που κοιμόταν στον από πάνω πάγκο μαζί με το κοριτσάκι που η Μαίρη έκανε παρέα. Το είχε μάθει κι αυτή από την ηλικιωμένη που κοιμόταν παραδίπλα. Αυτός ήταν ο συνηθισμένος τρόπος που κυκλοφορούσαν τα νέα στο  Άλντγουιτς. Θα δινόταν ένα κοντσέρτο το επόμενο Σάββατο. Αληθινοί  μουσικοί με αληθινά μουσικά όργανα και δυο επαγγελματίες τραγουδιστές θα κατέβαιναν κάτω και θα έδιναν ένα κοντσέρτο για τον κόσμο. Το νέο διαδόθηκε σε όλους. Η χαρά κι η ανυπομονησία για το ιδιαίτερο γεγονός ήταν μεγάλη. Η μητέρα της Μαίρης όπως και η γειτόνισσα του πάνω πάγκου, πήραν τις κόρες τους και στριμώχτηκαν μαζί με όλους τους άλλους. Προσπάθησαν να καθίσουν όσο πιο κοντά στην ορχήστρα ήταν δυνατόν, πράγμα  δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο, μιας και όλος ο κόσμος αυτό προσπαθούσε και είχε σκοπό. Οι μουσικοί ήρθαν, κρατούσαν ακορντεόν, κιθάρες και φυσαρμόνικες. Στήθηκαν στην άκρη της πλατφόρμας και βολεύτηκαν όσο καλύτερα  μπορούσαν.  Το «κοινό» στοιβάχτηκε στα λαγούμια των σιδηροδρομικών γραμμών. Και η μουσική ξεχύθηκε σ’ όλο τον χώρο. Όσοι  ήξεραν τα λόγια τραγουδούσαν  μαζί με τους τραγουδιστές και οι υπόλοιποι σφύριζαν, σιγοψιθύριζαν, προσπαθούσαν να κουνήσουν τα πόδια τους με τον ρυθμό. Η Μαίρη καθισμένη στην αγκαλιά της μητέρας της κοιτούσε με ορθάνοιχτα μάτια τους μουσικούς και τα παράξενα μουσικά όργανα που είχαν την δύναμη να σε ταξιδέψουν τόσο μακριά χωρίς να έχεις κουνηθεί από την θέση σου. Πολλά χρόνια αργότερα, πολύ μετά το τέλος του πολέμου, έψαξε και βρήκε αρκετούς από τους δίσκους εκείνης της εποχής. Είχε την υπομονή και το πείσμα του συλλέκτη. Κατάφερε να αποκτήσει είτε στις πρωτότυπες εκτελέσεις είτε σε νεότερες διασκευές τα περισσότερα από τα τραγούδια που είχε ακούσει εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια σαράντα.

Πολύ αργότερα επίσης, όταν η Μαίρη ήταν μια εικοσάχρονη όλο υγεία κοπέλα και όταν ο πόλεμος είχε λάβει τέλος, θα μάθαινε ψάχνοντας  στα αρχεία των εφημερίδων, ότι στο ίδιο μέρος  που αυτή και η μητέρα της κρύφτηκαν για να επιζήσουν, στα ίδια υγρά και υπόγεια καταφύγια του μετρό, οι αρχές του Βρετανικού Μουσείου είχαν κρύψει κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών τα λεγόμενα «Ελγίνεια Μάρμαρα»,  στην προσπάθειά τους να τα διαφυλάξουν από την καταστροφή. Ήταν τότε, στα μέσα της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια πενήντα, που επισκέφτηκε το Βρετανικό Μουσείο, για να δει  με τα ίδια της τα μάτια τι ήταν αυτό που θεωρήθηκε τόσο πολύτιμο, τι ήταν αυτό που έπρεπε να σωθεί. Οι ελλειπείς γνώσεις της δεν την εμπόδισαν να θαυμάσει τα αρχαία μάρμαρα  του Παρθενώνα και έδωσε στον εαυτό της την υπόσχεση να επισκεφτεί  κάποτε την Αθήνα. Αυτό όμως ήταν ένα όνειρο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει ποτέ.

Τη  βραδιά εκείνη του Νοεμβρίου του χίλια εννιακόσια σαράντα με το κοντσέρτο, την ακολούθησαν κι άλλες πολλές. Οι αρχές στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν όσο γινόταν το ηθικό του λαού και να εξανθρωπίσουν τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης, κανόνιζαν  προβολές κινηματογραφικών ταινιών, θεατρικές παραστάσεις, κοντσέρτα. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις έσπαγαν την μονοτονία και την δυστυχία του κόσμου. Η τέχνη ακόμα και σε εκείνες τις δύσκολες εποχές, ακόμα και κάτω από την γη, ακόμα και χωρίς τα κατάλληλα μουσικά όργανα και τα ακριβά κοστούμια, είχε την δύναμη να χαρίσει την μαγεία και να δώσει βούληση για ζωή σε αυτούς που το είχαν ανάγκη. Οι άνθρωποι λάτρευαν το τραγούδι: μπαλάντες που τους θύμιζαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους ή έναν νεανικό έρωτα που έσβησε για πάντα, δυνατή  τζαζ  μουσική που έκανε τον καθένα να θέλει να στροβιλιστεί, σατυρικά τραγούδια που είχαν για στόχο τον Χίτλερ σε διάφορες παραλλαγές. Διακωμωδώντας αυτό που σε φοβίζει, σου δίνει την δύναμη να το νικήσεις.

Σε μια άλλη προσπάθεια καλυτέρευσης των συνθηκών, οι αρχές του μετρό και η κυβέρνηση προσέλαβαν χιλιάδες γυναίκες, οι οποίες είχαν το καθήκον να περιφέρονται στις υπόγειες στοές και να δίνουν στους παράξενους ενοίκους τους, σάντουιτς, κρεατόπιτες και μεγάλες ποσότητες τσάι. Η μητέρα της Μαίρης περίμενε με χαρά αυτές τις τακτικές επισκέψεις. Η  χαρά να μοιράζεται το απογευματινό της τσάι  με άναν άλλον άνθρωπο, με λίγη κουβεντούλα για το ένα θέμα ή το άλλο, ήταν κάτι που της είχε λείψει. Ένα τόσο μικρό διάλειμμα στην καθημερινότητα που σου δίνει όμως τόσο μεγάλη ευχαρίστηση. Η μητέρα της Μαίρης καθόταν με χάρη στην άκρη του ξύλινου πάγκου, έπινε το τσάι της σιγά σιγά και συζητούσε με την γειτόνισσα του πάνω πάγκου. Ο πόλεμος που εξελισσόταν και οι απειλητικές βόμβες που σκότωναν, μεταμορφώνονταν τότε σ’ ένα μακρινό και αδιάφορο γεγονός. Οι δύο γυναίκες συζητούσαν ήρεμα για χίλια δυο πράγματα. Είχαν ανακαλύψει ότι είχαν αρκετά κοινά ενδιαφέροντα: και των δύο οι σύζυγοι κατάγονταν από το Κάρντιφ, και οι δύο γυναίκες πριν τον πόλεμο είχαν ζήσει στο δυτικό Λονδίνο, και οι δύο είχαν από μια μοναχοκόρη. Αλλά το καλύτερο και το πιο σημαντικό κοινό που είχαν ήταν η αγάπη για το πλέξιμο. Οι συζητήσεις γίνονταν ζωηρές και το κοινό χόμπι του πλεξίματος τις βοηθούσε να νιώσουν ξανά την οντότητα τους ως νοικοκυρές, ως σύζυγοι, ως γυναίκες, ως άνθρωποι.

Η Μαίρη σε όλη  την ενήλικη ζωή της γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Όπως όλοι οι Χριστιανοί άλλωστε. Αυτή και ο άντρας της κάθε Δεκέμβριο στόλιζαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο τοποθετούσαν στο σαλόνι του διώροφου σπιτιού τους στο Λούτον. Αντάλασσαν επισκέψεις και δώρα με συγγενείς και φίλους, έτρωγαν τα παραδοσιακά φαγητά, τραγουδούσαν τα κάλαντα. Έτυχε όμως, τα πρώτα Χριστούγεννα της ζωής της που θα τα θυμόταν για πάντα αργότερα, η Μαίρη να τα ζήσει στον σταθμό του Άλντγουιτς. Κλεισμένη και στριμωγμένη στην υπόγεια στοά μαζί με τόσους  πολλούς «φίλους»! Ο διάκοσμος ήταν λιτός αλλά οι λίγες πολύχρωμες κορδέλες, τα δυο-τρία κλαδιά γκυ, η καμπανούλα, η αγγλική σημαία και η λέξη «Νίκη» κατάφεραν να αλλάξουν εντελώς το καθημερινό τοπίο. Υπομονετικά οι άνθρωποι σχημάτισαν ουρά μπροστά στην πρόχειρη κουζινίτσα που είχαν διαθέσει οι αρχές. Για όλους υπήρχε τσάι, κακάο, κουλούρες, γλυκά. Οι γυναίκες σερβίριζαν μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα και δεν ξεχνούσαν να ευχηθούν στον καθένα προσωπικά «καλά Χριστούγεννα». Εκείνη την βραδιά η Μαίρη είχε την εντύπωση ότι το κουλούρι που έτρωγε ήταν πιο νόστιμο από ό,τι συνήθως. Η κούπα με το ζεστό τσάι που κρατούσε σφιχτά στα χέρια της τη ζέσταινε με μια γλυκιά θερμότητα. Και όταν όλοι τραγούδησαν την  «Άγια Νύχτα» ευχήθηκε σιωπηλά μέσα της για τον Χριστούλη που είχε γεννηθεί!

Τελικά ο πατέρας της Μαίρης δεν σκοτώθηκε από γερμανική ή άλλου είδους βόμβα. Επέζησε του πολέμου σε πείσμα των στατιστικών, των γιατρών και της ταλαιπωρημένης υγείας του. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, ήταν εκεί, στο Λονδίνο και περίμενε την γυναίκα και την κόρη του ξανά. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, έζησε άλλα έξι χρόνια. Πέθανε μόλις το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα και όχι από τον καταραμένο διαβήτη που τον είχε ταλαιπωρήσει μια ολόκληρη ζωή, αλλά από καρδιακή προσβολή. Πέθανε σχεδόν ήσυχα, θα μπορούσε να πει κανείς, την ώρα που ξυριζόταν. Η Μαίρη ήταν τότε ήδη μια μικρή δεσποινιδούλα δέκα έξι χρόνων. Η  λύπη και το πένθος  για τον θάνατο του πατέρα της ήταν συγκρατημένα. Περίμεναν τον θάνατό του τόσα πολλά χρόνια πιο πριν που είχαν πλέον συνηθίσει με την ιδέα.

Ο θάνατος της μητέρας της όμως ήταν ένα τελείως διαφορετικό πράγμα για την Μαίρη. Η μητέρα της Μαίρης ήταν πάντα υγιής, ήταν δυνατή, αισιόδοξη και γεμάτη ζωή. Τα χρόνια του πολέμου και του σταθμού  Άλντγουιτς  δεν είχαν καταφέρει να της κλέψουν την αγάπη για την ζωή. Υπήρξε μια πληθωρική γυναίκα και κατάφερε να ξαναφτιάξει το σπιτικό της και να ξαναβρεί τους ρυθμούς της μετά τον εφιάλτη. Ως το τέλος της ζωής της, η Μαίρη την θυμόταν, να πλέκει με ζέση ρούχα, να κεντάει τραπεζομάντιλα, να καλλιεργεί τον μικρό της κήπο, να μαγειρεύει νόστιμα φαγητά, να πηγαίνει στον κινηματογράφο. Η μητέρα της Μαίρης ήταν φτιαγμένη από την στόφα των ανθρώπων που γεννήθηκαν και ήρθαν σ’ αυτόν τον κόσμο για να απαιτήσουν την ζωή τους. Έτσι ο θάνατός της ήταν ένα σκληρό πλήγμα για την Μαίρη και τον θεώρησε προσβολή στην ίδια την ζωή. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του στήθους. Αντίθετα με τον πατέρα της, η μητέρα της Μαίρης δεν πέθανε ήσυχα ούτε γρήγορα. Πάλεψε χρόνια με την αρρώστια που τελικά κατάφερε να κάνει αυτό που δεν είχαν καταφέρει οι βόμβες: να την σκοτώσει. Πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του χίλια εννιακόσια εξήντα. Μιας  χαρούμενης  δεκαετίας, ενός  χαρούμενου, επουλωμένου Λονδίνου, μιας καινούριας  γενιάς  ανθρώπων που δεν ήθελε και που δεν μπορούσε να σκέφτεται το παρελθόν. Αμέσως μετά τον θάνατό της, η Μαίρη αποφάσισε να εγκαταλείψει το Λονδίνο. Μόνο κακές αναμνήσεις είχε πλέον από την τεράστια, πολύβουη πόλη. Ο μοναδικός άνθρωπος που αγαπούσε και που την έδενε μ’ αυτήν την πόλη είχε πια φύγει. Μετακόμισε στο κοντινό Λούτον, που της ήταν πολύ πιο υποφερτό να ζήσει.

Αντίθετα με την Μαίρη και την οικογένειά της, που κατάφεραν  να επιζήσουν του πολέμου- λόγω της αποφασιστικότητας της μητέρας της Μαίρης όσον αφορά την ίδια και την κόρη της και λόγω της καλής τύχης του πατέρα της- τριάντα μία  χιλιάδες  άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Λονδίνο μόνο εξαιτίας των αεροπορικών επιθέσεων, κατά την διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.

Παρ’όλη την ασφάλεια που παρήχαν οι υπόγειοι σταθμοί του μετρό, πολλοί απ’ αυτούς βομβαρδίστηκαν και δεν άντεξαν την μανία των βομβών. Εκατοντάδες άνθρωποι που είχαν καταφύγει στις υπόγειες στοές  σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος τους και  αφότου πέρασε η λαίλαπα του πολέμου, το υπόγειο μετρό θεωρήθηκε από όλους: τις αρχές, τον τύπο και τον απλό κόσμο, ως το πιο ασφαλές καταφύγιο. Μετά τον πόλεμο και αφότου όλα είχαν τελειώσει, οι εφημερίδες εξήραν τον ηρωισμό όλων των ανθρώπων που είχαν συμβάλλει στην διατήρηση και την λειτουργία του μετρό και της υπόγειας ασφάλειάς του.

Η Μαίρη Τσάπμαν κοίταξε το άδειο ποτήρι της μπύρας μπροστά της. Η παμπ είχε αρχίσει να γεμίζει. Δυνατή μουσική ακογόταν από τα μεγάφωνα. Φόρεσε το παλτό της και σήκωσε τον γιακά για να καλύψει τον λαιμό της. Έξω έκανε κρύο.

Βγαίνοντας από την παμπ και παίρνοντας τον δρόμο του γυρισμού, στάθηκε για λίγο έξω από το κοκκινότουβλο κτήριο της Σάρει Στριτ. Τα λουλούδια δεν βρίσκονταν πλέον εκεί. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της και αποχαιρέτησε τον σταθμό  Άλντγουιτς, που έκλεισε τις πόρτες του για πάντα στις τρεις Οκτωβρίου του χίλια εννιακόσια ενενήντα τέσσερα.

Εύη Ρούτουλα

No comments:

Post a Comment