Βιώματα τῶν Χαιρετισμῶν
Μνημόσυνο Ἀλεξάνδρου Ν. Ξανθούλη, ἱεροψάλτου
Μνημόσυνο Ἀλεξάνδρου Ν. Ξανθούλη, ἱεροψάλτου
Kάθε φορά πού θἄρθουν τίς μυρωμένες ἀνοιξιάτικες βραδυές τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς ἐκεῖνες οἱ λυρικότατες ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν, πάντα ἡ μνήμη, ἡ ψυχή, τὀ εἶναι ὁλόκληρο ξαναγυρίζει ἐκεῖ, στά πρῶτα βήματα, στά πρῶτα βιώματα, στίς ἀπαρχές τους δηλαδή, πού τροφοδότησαν τόν ψυχισμό σου: στά χρόνια τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅταν στό παλιό μας τό χωριό τ’ ἀπόβραδα τῆς Παρασκευῆς, τῆς Μεγάλης Σαρακοστής, ἀνεβαίναμε γιά τήν ἐκκλησία.
Ἀνεβαίναμε ὅλο μας τό σχολεῖο, μέ τό δάσκαλο συντροφιά, γιά ν᾿ ἀκούσουμε, νά χαροῦμε, νά βιώσουμε μέ ὅση χάρη ἀποπνέει ἡ παιδική ἁπλότητα, ἡ ἀνέμελη, ἀλλά καί τόσο οἰκεῖα σέ ὅλους μας, τήν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν.
Ἡ ὥρα ἦταν πάντα ἀπόβραδη. Μέ τούς ἴσκιους νά μηκύνονται αὐτές τίς ὧρες ὁποῦ οἱ βεβαιότητες ἐκμηδενίζονται, μέ τήν ἡσυχία νά προετοιμάζει τόν κύκλο τῶν ἑπομένων στοχασμῶν.
Ἀπό μακρυά ὁ ἥλιος ἀποκαθήλωνε τήν ἔσχατη φωτεινή του παραμυθία, τήν ὁποία δανείζονταν ἡ φτωχή κατηλανάφτισσα τοῦ ναοῦ καί τή μετουσίωνε, μέσω τῶν λαδοκάντηλων καί τοῦ φυσικοῦ πολυελαίου -πού ἔκαιγε πάντα μέ λάδι καθαρό- σέ "κατοικητήριον φωτός", ὥστε μέσα του νά χωνέψουν ὅλες οἱ ἐλπίδες, οἱ προσευχές, οἱ ἰκεσίες, ἀλλά καί οἱ εὐχές "τῶν ταπεινῶν τῇ καρδίᾳ" καί δίχως νά τούς ἔχει δώσει τήν παραμικρή προσοχή κανείς. Αὐτοί οἱ ἄγνωστοι - γνωστοί μόνο στή μνήμη καί τήν προσοχή τοῦ Θεοῦ -φιλακόλουθοι προσκυνητές καί πιστοί, ψαύουν μέ τό δικό τους μεγαλεῖο τήν ψυχή σου καί τήν ἀναβιβάζουν πάνω ἀπό τίς αἰσθήσεις, πάνω ἀπό τά καθημερινά, ὥστε νά μποροῦν ἐπίμονα νά κρούουν τή θύρα τοῦ Θεοῦ. Γιατί τ᾿ ἀξίζουν.
Ἡ μνήμη πάντα θ' ἀνακαλεῖ μιά χλωμή, κατανυγμένη καί μισοφωτισμένη ἐκκλησιά. Τά κουρασμένα πρόσωπα τῶν χωρικῶν δέ ἀποδέχονται καμμιάν βιασύνη ἤ ἀπομάκρυνση ἀπό τό καθιερωμένα παροδοσιακό, γιατί μονάχα ἔτσι μποροῦν νά καταλάβουν τή συνέχεια, πού τούς τοποθετεῖ στό ἴδιο μονοπάτι, τό ὁποῖο περπάτησαν οἱ πρόγονοί τους: οἱ Βυζαντινοί, οἱ μεταβυζαντινοί, οἱ ἀκραιφνεῖς νεοέλληνες...
Ὁ παπᾶς δέν καλιφωνεῖ, δέν μεγαλοφωνεῖ δέν ἀνοίγει δρόμους στό συναίσθημα, στήν αἰσθαντικότητα, ἡ ὁποία δέν ταιριάζει, δέν συμπορεύεται μέ τήν κατάνυξη, τή χαρμολύπη, τό χαροποιόν πένθος τῆς Ὀρθοδοξίας πού δέν εἶναι δυνατό να τό ἑρμηνεύσεις -αὐτό εἶναι πάντα ἀκατόρθωτο- ὡστόσο τό βιώνεις μόνο ἄν σκύψεις λίγο, ἄν ταπεινωθεῖς, ὅπως ὅταν σκύβεις πρός τή γῆ καί νοιώθεις, ὕστερ᾿ ἀπ’ τή βροχή τή μοσχοβολία τοῦ νοτισμένου χώματος.
Τά χρόνια πέρασαν. Ἔχεις κι ἐσύ βρεθεῖ στή θέση τοῦ ἀπλοῦ παπᾶ τοῦ χωριοῦ σου. Κάθε Παρασκευή τῆς Σαρακοστῆς λές τά ἴδια γράμματα, περίπου τήν ἴδια ὥρα, σέ διαφορετικό ὅμως κλῖμα. Γιατί τώρα ἔχεις στή διάθεσή σου πολλά φῶτα· φῶτα στήν ἐκκλησιά, στούς δρόμους, στά σπίτια. Μόνο πού ὁ Φωτισμός ἀπουσιάζει, καθώς ἁπλώνεται παντοῦ τό δίχτυ τῆς ἀγωνίας τῆς ἀγχωτικῆς προσπέλασης ὅλων ὄσων ἐπιθυμοῦμε: καί τήν ἐκκλησία δηλαδή νά προφθάσουμε, ἀλλά νά μή χάσουμε καί τό σήριαλ...
Ὡστόσο, αὐτό πού εὐτυχῶς κρατεῖς καί πασχίζεις νά μιμηθεῖς, ἔστω καί μ’ ἀδέξιες κινήσεις, εἶναι ἐκεῖνο τό εὐκατάνυκτο βίωμα πού σοῦ μετέδωσε ἐκεῖνος ὁ ταπεινός παπᾶς, βίωμα πού κοιτάζεις νά τό προσφέρεις, ὅπως μοιράζεις τό ἀντίδωρο, ἀγωνιῶντας κάθε φορά, ὄχι ἄν τά κατάφερες στόν τόνο τῆς ἀπαγγελίας καί τελικά χάρηκες μαζί μέ τό ψάλτη τό μινόρε ἤ τόν παραπονεμένο τόν τέταρτο ἦχο ("λέγετος"), πού τόν συνήθιζε κι ὁ μπάρμπ᾿ Ἀλέκος ὁ ψάλτης, ἀλλά, ἄν φεύγοντας κάποιες ψυχές ἀπό τήν ἐκκλησιά, θά μπορέσουν νά κομίσουν στό σπίτι τους τή χαρμολύπη ἐκείνη πού μᾶς πρόσφερε ὁ παπα-Βαγγέλης, ἐδῶ καί σαράντα τόσα χρόνια κι ἀκόμα τήν κρατᾶμε μέσα μας ὡσάν τήν εὐωδία τοῦ καλοῦ θυμιάματος...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Σκόπελος
No comments:
Post a Comment