Monday 12 August 2013

Τοῦ Δεκαπενταύγουστου οἱ παντοτινὲς οἱ μνῆμες

Στὸν φίλο καὶ συμπατριώτη Γιατρὸ κ. Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη,
διηνεκὲς εὐχετήριο γιὰ τὰ ὀνομαστήριά του καὶ ὄχι μόνο

Καὶ πάλι, καθὼς σιμώνει ὁ Δεκαπενταύγουστος, αὐτὴ ἡ κορυφαία τῆς Παναγιᾶς μας ἡ Γιορτή, ἀνοίγεις μὲ περισσὴ φροντίδα τὴν ψυχή σου κι ἀρχίζεις ν᾿ ἀναπολεῖς. Νὰ ἐπισκέπτεσαι δηλαδὴ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, σὲ ἄλλα τοπία, θερινὰ ἐξάπαντος, στολισμένα μὲ βασιλικὰ καὶ γαρυφαλιές. Εὐωδιασμένα ἀπό τὸ ξερὸ τ᾿ Αὐγούστου τὸ χορτάρι, τὸ ψημμένο δαμάσκηνο καὶ τοῦ πεύκου τὴν ἀνάσα. Καμμιὰ φορά, ἄν ὁ καιρὸς ἦταν στὸ νοτιά, τότε ἀνέβαινε καὶ λιγοστὴ ἁλισάχνη, νὰ φροντίσει νὰ δώσει στὸ τοπίο, ἀλλὰ καὶ στὸν εὐρύτερο χῶρο, ἑόρτιο χαρακτήρα καὶ πανηγυρικό.  


Μέρες προεόρτιες τῆς Παναγιᾶς στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα, στὸ χωριὸ ποὺ ἀπόμεινε στὴν καρδιὰ τῶν ὅσων τὸ ἐπισκέφτηκαν, πρὶν τοὺς σεισμοὺς τοῦ 1965, ὡς τὸ «Μικρὸ Παρίσι τῆς Σκοπέλου».  

Μαζὶ μὲ τὴ νηστεία καὶ οἱ εὐχὲς: «Καλὴ Σαρακοστίτσα, τς᾿ Παναϊᾶς μὶ γειά». Καὶ σιμὰ σ᾿ αὐτὰ ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν. Τοῦ δαμάσκηνου καὶ τοῦ ἀμύγδαλου. Μοσχοβολοῦσε τότε τὸ χωριὸ ἀπ᾿ τὸ λιαστὸ τὸ δαμάσκηνο, ποὺ τρώνονταν ἔξω στοὺς φούρνους, ἀλλὰ καὶ ἀπό τὸ ψήσιμο τοῦ ἴδιου τοῦ καρποῦ ὅταν στέγνωνε κι ἦταν ἕτοιμος γιὰ ἐπεξεργασία καὶ φούρνισμα.

Ἀλλὰ καὶ τ᾿ ἀμύγδαλα τὰ ξεφλουδισμένα ἄφηναν κι ἐκεῖνα μιὰν ἁπαλὴ μυρωδιά, καθὼς στρώνονταν στὶς αὐλὲς καὶ στὰ χαγιάτια τοῦ χωριοῦ. Κι ἦταν τόσο τρυφερὴ ἐκείνη εἰκόνα ποὺ δὲ φεύγει ἀπό τὸ μυαλό, μὲ τοὺς ὀμίλους τῶν γυναικῶν τ᾿ ἀπόβραδα ἔξω στὶς ροῦγες νὰ ξεφλουδίζουν τ᾿ ἀμύγδαλα ἀκούγοντας παράλληλα ἀπό τὸ ραδιόφωνο τὴν Παράκληση, ἀφοῦ τὸ χωριὸ τότε ἦταν δίχως ἱερέα. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ δουλειὰ οἱ ἀπλὲς ἐκεῖνες γυναῖκες δὲ λησμονοῦσαν νὰ κάνουν καὶ τὸ σταυρό τους, ἀφήνοντας μυστικὰ κάποιες εὐχές μὲ γνήστιο στεναγμὸ καὶ κάποτε μὲ δάκρυα. «Παναϊά μ᾿...», ἄκουγες καὶ καταλάβαινες πολλά.

Κι ὄταν ἔφθανε τοῦ Σωτῆρος, Γιορτὴ δηλ. τῆς Μεταμόρφωσης, τότε γεύονταν μαζὶ μὲ τὸ σταφύλι τὸ εὐλογημένο, καὶ ψάρι γιὰ τὸ καλό-συνήθως ζαργάνες βραστὲς τηγανητές καὶ κολοκύθι βρασμένο μὲ λίγο μάραθο γιὰ τὴ «μουσκουβουλιά».

Οἱ μέρες οἱ ὑπόλοιπες τῆς νηστείας περνοῦσαν μὲ φρέσκο ψωμὶ καὶ ντομάτα, ἐλιὲς καὶ κολοκύθια, φρεσκοκομμένο ἀγγούρι ποὺ ἔσταζε δροσιά, ἀλλὰ καὶ φροῦτα τῆς ἐποχῆς, ὅπως σῦκα, δαμάσκηνα καὶ ἀραιὰ καὶ ποῦ λίγο καρούζι. Αὐτὰ. Μέχρι νὰ φθάσει ἡ μεγάλη Γιορτὴ τῆς Παναγιᾶς. Ποὺ τὴν τιμοῦσαν μὲ τρόπο συγκινητικὸ καὶ παραδειγματικό.

Ξεκινοῦσαν λοιπὸν λιγοστοὶ ἀποβραδὺ καὶ περισσότεροι τὸ πρωΐ οἱ φιλέορτοι γιὰ τὸ γειτονικὸ τὸ χωριό, τὴ Γλώσσα, ποὺ πανηγύριζε. Κι ἔβλεπες σειρὰ ὁλόκληρη τὰ ζῶα, μουλάρια καὶ γαϊδουράκια, στολισμένα μὲ «πτίδια» κιλίμια ὐφαντά, νὰ πηγαίνουν τοὺς Κληματιανοὺς στὴν Πλατάνα γιὰ τὸ πανηγύρι... Κι ἄκουγες χαρμόσυνες τὶς καμπάνες νὰ ἀνταγωνίζονται τὸ πρωϊνὸ θερινὸ μελτέμι, ποὺ ἔσειε μὲ χάρη τὰ δέντρα καὶ τὰ χρωματιστὰ μαντήλια τῶν γυναικῶν.

Ἡ τράπεζα ἦταν πάντα ἑορταστικὴ μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι. Ἰδιαίτερα ἐκεῖ ποὺ εἶχαν κάποιον ποὺ γιόρταζε. Καὶ τὸ καλὸ τὸ φαΐ, πάντα σφράγιζε τὴν δεκαπενθήμερη νηστεία καὶ τόνιζε μὲ ἐπισημότητα τὴν τιμὴ στὸ Πάσχα τοῦ Καλοκαιριοῦ, τὴν Γιορτὴ τῆς Παναγιᾶς.

«Χρόνια πουλλά, κι τ᾿ χρόν᾿ μὶ γειὰ», εὔχονταν καὶ εὐφραίνονταν ποὺ τιμοῦσαν τὴ Γιορτὴ καὶ τὴ Μάνα τους, τήν Παναγιά... Μέχρι ποὺ πολλὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ξεχάστηκαν, ὅπως κι ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ζοῦσαν καὶ τὰ τηροῦσαν μὲ ἰερό δέος.

π. Κων. Ν. Καλλιανός

11-8-2013

No comments:

Post a Comment