Σύμφωνα
με τον θρύλο το κομπολόι πρωτοεμφανίστηκε το 500 π.Χ. στην Ινδία όπου ένας Ινδουιστής μοναχός έπρεπε να πει 108 προσευχές. Για να μην χάσει το μέτρημα ένας δάσκαλός του σκέφτηκε
να περάσει 108 κουκούτσια σε ένα σχοινάκι για να τον διευκολύνει. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο ο μοναχός πιάνοντας ένα ένα κουκούτσι θα έλεγε και από μια προσευχή.
Οι Ινδουιστές το ονόμασαν «Μάλα» που σημαίνει προσευχή. Αργότερα το καθιέρωσαν
και οι Βουδιστές χρησιμοποιώντας και αυτοί 108 χάντρες, σύμφωνα με τον Βουδισμό
ο αριθμός 108 συμβολίζει τις ισάριθμες αμαρτωλές επιθυμίες που πρέπει να
ξεπεράσει κάθε πιστός για να μπορέσει να φτάσει στην νιρβάνα. Οι Μουσουλμάνοι
το ονόμασαν «ντοιγιουμλού ντεσμπίχ» και το χρησιμοποίησαν και αυτοί βάζοντας 33
χάντρες, όσες δηλαδή ήταν οι ιδιότητες του προφήτη τους.
Οι
Καθολικοί το ονόμασαν ροζάριο και η χρήση του συνδυάζει προσευχή και
περισσυλογή, ξεκινάει με το Πάτερ Ημών και ακολουθούν δέκα προσευχές του Χαίρε
Μαρία. Σύμφωνα με την παράδοση των Καθολικών η Παναγία το 1214 έδωσε στον Άγιο
Δομίνικο την μορφή του ροζαρίου. Το ροζάριο έπαιξε ρόλο και στην ναυμαχία της
Ναυπάκτου, την παραμονή της ναυμαχίας ο Πάπας Πίος ο Ε’ είπε στους μοναχούς να
προσευχηθούν στην Παναγία κάνοντας προσευχές με το ροζάριο για να νικήσουν οι
ενωμένες χριστιανικές δυνάμεις. Μετά την νίκη της ναυμαχίας, η Παναγία της
Ναυπάκτου ονομάστηκε Santa Maria del
Rozario, Παναγία του Ροζαρίου. Σε όλον τον καθολικό κόσμο η Παναγία του
Ροζαρίου εορτάζεται στις 7 Οκτωβρίου, ημερομηνία της νίκης της ναυμαχίας της
Ναυπάκτου και καθόλη την διάρκεια του Οκτωβρίου οι μοναχοί ψάλουν το Χαίρε
Μαρία κρατώντας το ροζάριο.
Στην
Ορθόδοξη εκκλησία έχουμε το κομποσχοίνι. Σύμφωνα με την παράδοση το 320 ο Όσιος
Παχώμιος ίδρυσε το πρώτο μοναστήρι στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου. Έψαχνε να βρει έναν τρόπο για να
βοηθήσει τους μοναχούς στην αυτοσυγκέντρωση και στην αρίθμηση των ευχών. Τότε ο
Αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφτηκε στον ύπνο του τον Όσιο Παχώμιο και του έδειξε το
κομποσχοίνι. Το κομποσχοίνι είναι γεμάτο συμβολισμούς: είναι μάλλινο για να
θυμίζει στους πστούς ότι είναι τα λογικά πρόβατα του Ιησού. Είναι μαύρο για να
συμβολίζει το πένθος των αμαρτιών γιατί κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Έχει πάνω
του σταυρό για να θυμίζει τον τρόπο μαρτυρίου του
Ιησού. Καταλήγει σε φούντα που σκοπός της είναι το σκούπισμα των δακρύων. Έχει
τριάντα τρεις κόμπους που συμβολίζουν τα χρόνια του Ιησού. Κάποια κομποσχοίνια
έχουν ενενήντα εννέα κόμπους που είναι το 33 επί 3, πολλαπλασιασμένο με τον
αριθμό των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας.
Γρήγορα
το σχοινί με τις χάντρες σταμάτησε να έχει μόνο θρησκευτική σημασία και άρχισε
να χρησιμοποιείται και από τους λαϊκούς. Οι λαϊκοί το ονόμασαν κομβολόγιον, επειδή ο προσευχόμενος
ακουμπώντας κάθε κόμβο λέει και μια προσευχή. Στην δημοτική κυριάρχησε η λέξη
κομπολόι. Σήμερα το κομπολόι είναι αρκετά διαδεδομένο στην Μέση Ανατολή, στην
Τουρκία, στην Ελλάδα και στην Βόρεια Αφρική ως αντικείμενο χαλάρωσης και
αυτοσυγκέντρωσης. Ειδικά στην Ελλάδα το κομπολόι και γενικά η γιρλάντα με τις χάντρες
συμβολίζει την καλοτυχία, το γούρι, την προστασία στα ταξίδια: τα παλιά χρόνια
οι αγωγιάτες κρεμούσαν γαλάζιες χάντρες στα μουλάρια τους, σήμερα όλοι λίγο
πολύ έχουμε κρεμασμένο ένα κομπολογάκι στο αυτοκίνητό μας.
Το
κομπολόι έγινε ευρέως διαδεδομένο στην Ελλάδα επί Τουρκοκρατίας, όπως αναφέρει
ο Κώστας Κατσιμπόκης στο βιβλίο του «Περί Κομβολογίου το Ανάγνωσμα». Η Ελλάδα απέβαλλε την αρχική θρηκευτική ιδιότητα του
μουσουλμανικού ντεσμπίχ και το μετέτρεψε σε αντικείμενο διασκέδασης. Το
ντεσμπίχ των Οθωμανών ήταν φτιαγμένο πυκνό, δεν περίσσευε ελεύθερο σχοινί για
να γλιστράνε οι χάντρες γιατί ο σκοπός του ήταν μόνο η προσευχή. Οι σκλαβωμένοι
Έλληνες, οι ραγιάδες υιοθέτησαν το ντεσμπίχ με πιο αραίες τις χάντρες για να μπορούν να παίζουν μαζί τους,
κατά μια άποψη για να σαρκάσουν τους δυνάστες τους, κατά μια άλλη για να απασχολούν τα χέρια τους και να μην δίνουν χειραψίες που
απαγορεύονταν από τους Τούρκους.
Στην
ελεύθερη Ελλάδα του Όθωνα το κομπολόι ήταν δείγμα κύρους και επιβεβλημένο
αξεσουάρ κάθε πλούσιου και σημαντικού παράγοντα. Το πρώτο αποτυπωμένο
ντοκουμέντο είναι μια φωτογραφία του 1840 στην Κάρυστο που δείχνει έναν τοπικό
προύχοντα να υποδέχεται τον βασιλιά Όθωνα κρατώντας στο χέρι του ένα κομπολόι.
Αργότερα
το κομπολόι γνώρισε απαξίωση, υπεύθυνοι για αυτό ήταν οι λεγόμενοι
«κουτσαβάκηδες», διάφοροι περιθωριακοί που πήραν το όνομά τους από τον Μήτρο
Κουτσαβάκη, έναν καυγατζή δεκανέα στα χρόνια του Όθωνα.
Σύμφωνα
με την δημοσιογράφο και συγγραφέα Μαρία Αγραφιώτη, το κομπολόι ξαναμπήκε στην ελληνική
κοινωνία μετά την μικρασιατική καταστροφή, και ήρθε πάλι από «πέρα», από την
άλλη Ελλάδα: μια οικογένεια προσφύγων του μεγάλου διωγμού του 1922, άρχισε να
κατασκευάζει χάντρες και κομπολόγια σε ένα μαγαζάκι στον Πειραιά. Σιγά σιγά το
κομπολόι ξαναγίνεται λαοφιλές και μπαίνει στο σπίτι του κάθε Έλληνα. Η ηθοποιός
Μαίρη Χρονοπούλου θα βάλει το τελευταίο λιθαράκι στην εκσυγχρόνιση του
κομπολογιού: μέσα από τις ταινίες της θα το κάνει δημοφιλές στον γυναικείο
πληθυσμό.
Εύη
Ρούτουλα
No comments:
Post a Comment