Tuesday 23 December 2014

Από τι ζουν οι άνθρωποι


Ο Λέων Τολστόι μας είναι πολύ γνωστός μέσα από τα έργα του «Ανάσταση», «Άννα Καρένινα» και «Πόλεμος και Ειρήνη».  Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, από νεαρή ηλικία απογοητεύτηκε από την ζωή, από το κατεστημένο της  καθημερινής, ρώσικης πραγαματικότητας, από τον ψεύτικο καθωσπρεπισμό της κοινωνίας, από τις τυπολατρίες και την αριστοκρατική τάξη. Εν αντιθέσει έβρισκε ευχαρίστηση και παρηγοριά στην απλότητα της χωριάτικης ζωής και στις απλές, χριστιανικές αρετές, τις οποίες ενστερνιζόταν και ο ίδιος ζώντας σχεδόν ασκητικά.


Ένα από τα όχι και τόσο γνωστά του διηγήματα είναι και το «Από τι ζουν οι άνθρωποι», είναι ένα μικρό διήγημα 80 σελίδων. Μια απλή και παράξενη ιστορία που θέλησα να μοιραστώ μαζί σας λόγω των Χριστουγέννων. Γιατί πιστεύω ειλικρινά πως είναι άκρως επίκαιρη, αφού μας διδάσκει το πραγματικό και ατέρμονο νόημα της γέννησης του Σωτήρα: την αγάπη.

Η Ματριόνα και ο Συμεών είναι ένα φτωχό ζευγάρι στην παγωμένη Ρωσία, τα κουτσοκαταφέρνουν δύσκολα αφού ο Συμεών είναι ένας καλοκάγαθος παπουτσής που λόγω της καλωσύνης του εργάζεται με πίστωση. Ένα κρύο βράδυ, ο Συμεών βγαίνει στους δρόμους μήπως και μπορέσει να μαζέψει τα δανεικά των πελατών του. Αντί όμως για χρήματα θα βρει μπροστά του έναν γυμνό, ρακένδυτο άντρα. Ο Συμεών χωρίς να γνωρίζει ποιος είναι και τι του συμβαίνει, τον λυπάται και αποφασίζει να τον φιλοξενήσει στο σπίτι του. Η σκέψη του Συμεών είναι απλοϊκή και όμορφη: δεν τον ενδιαφέρει ποιος είναι ή για ποιον λόγο είναι γυμνός και καταφρονεμένος, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να σώσει αυτόν τον άνθρωπο από το κρύο. Έτσι αντί για το πολυπόθητο βαλάντιο, επστρέφει στο σπίτι του με άλλη μια υποχρέωση, με άλλο ένα στόμα που πρέπει να ταΐσει.

Ο Συμεών και η Ματριόνα μαθαίνουν ότι το όνομα του φιλοξενούμενου είναι Μιχαήλ, είναι ένας λιγομίλητος και ήσυχος ανθρωπάκος, αμέσως γίνεται βοηθός του Συμεών και τους βοηθάει στις δουλειές τους. Μια μέρα έρχεται ένας βαθύπλουτος άρχοντας και παραγγέλνει ένα ζευγάρι μπότες αλλά ο Μιχαήλ αντί για τις δερμάτινες μπότες του φτιάχνει παντοφλάκια (εκείνη την εποχή ήταν έθιμο στην Ρωσία να φοράνε στους νεκρούς παντόφλες). Μια άλλη μέρα έρχεται μια κυρία και παραγγέλνει παπούτσια για τα ορφανά παιδιά μιας γειτόνισσάς της, των οποίων έχει αναλάβει την φροντίδα και την ανατροφή.

Τελικά ο Μιχαήλ αφηγείται την ιστορία του στο ζευγάρι. Ο Μιχαήλ είναι άγγελος και ο Θεός του έδωσε την εντολή να πάρει την ψυχή μιας γυναίκας. Αυτός όμως λυπήθηκε την γυναίκα που είχε δύο μικρά, ανήλικα παιδιά και δεν θέλησε να πάρει την ζωή της. Ο Θεός τον ξαναστέλνει πίσω στην γη θέτοντάς του το έρωτημα: από τι ζει ο άνθρωπος. Αν καταφέρει να απαντήσει σε αυτό θα μπορέσει να ξαναγυρίσει πίσω στα ουράνια. Η κυρία που παρήγγειλε παπούτσια για τα ορφανά παιδιά είναι η γειτόνισσα της γυναίκας που έπρεπε να φύγει. Τελικά τα παιδιά δεν έμειναν απροστάτευτα. Ο φόβος του Μιχαήλ ήταν αβάσιμος, ο Θεός και η φύση μεριμνούν πάντα. Οι άνθρωποι δεν κρατιούνται στην ζωή επειδή φροντίζουν τον εαυτό τους, οι άνθρωποι κρατιούνται στην ζωή επειδή αγαπούν και επειδή προσφέρουν απλόχερα την αγάπη τους. Όποιος αγαπά έχει και  λόγο να ζήσει. Όποιος αγαπά εξαγνίζεται. Ο Συμεών και  η Ματριόνα αγαπούν έναν ξένο, τον βάζουν στο σπίτι τους και του δίνουν το ελάχιστο από αυτό που έχουν. Ο Μιχαήλ αγαπά και λυπάται, δεν θέλει να φεύγουν οι άνθρωποι πριν την ώρα τους, πριν τελειώσουν την πορεία τους στην γη. Ως άγγελος προβλέπει τον θάνατο του πλούσιου άρχοντα και του φτιάχνει παντόφλες (ταπεινότητα) αντί για μπότες (κυριαρχία). Μέσα από την εμφάνιση της γειτόνισσας του αποκαλύπτεται το έργο του πάνσοφου Θεού: ναι μεν έπρεπε να φύγει η γυναίκα αλλά τα παιδιά της λάβανε αγάπη από μια ξένη γυναίκα, όπως αυτός ο ίδιος έλαβε αγάπη από δυο ξένους. Τελικά η μόνη, απλή απάντηση στο ερώτημα: από τι ζουν οι άνθρωποι, είναι η αγάπη. Η αγάπη είναι αυτή που μας κάνει να ελπίζουμε, να προσδοκούμε, να δίνουμε απλόχερα. Αυτό είναι και το νόημα των Χριστουγέννων. Αυτό είναι το νόημα του Θεανθρώπου που γεννήθηκε, πολύ απλά μόνο η αγάπη.      

Εύη Ρούτουλα

No comments:

Post a Comment