Χρέος Ἱερό
Στὸν Γιατρὸ Παναγιώτη Γρ. Σταμούλη, ἑόρτιος
χαιρετισμός
«Τώρα
ὅλοι αὐτοὶ εἶναι συχωρεμένοι, διάβηκαν σὰ νὰ μὴν εἴτανε, ἔσβησε ὁ ἴσκιος τους
πάνω ἀπὸ τὴ γής. Μόνο ὁ Παρασκευὰς ἀπόμεινε, νὰ ζεῖ καὶ νὰ τ᾿ ἀναθιβάλει μὲς στὸ
νοῦ του ἕνα πρὸς ἕνα, τούτη τὴ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου. Κι ὅσο ζεῖ αὐτὸς θἄρχουνται
νὰ τόνε βρίσκουν ὅλες οἱ ἀγαπημένες θύμησες ἀπὸ τὰ ξέμακρα τῶν καιρῶν καὶ τῶν
τόπων, ὅπως γυρίζει στὸ κούφιο κυβέρτι τὸ σμάρι τῶν μελισσιῶν καὶ τὸ γυρίζει
βουὴ καὶ σάλαγο. Κάποια
μέρα θἄρθει βέβαια καὶ ἡ δική του ἡ ὥρα νὰ φύγει, καὶ τότες πλιὰ θὰ πεθάνουν
μαζί του ὅλ᾿ αὐτά. Πρόσωπα, θυμητικά, χρώματα καὶ φωνές». (Στρατής Μυριβήλης, Τὰ
Παγανά)
Ἀνοίγει καὶ πάλι τὶς πάντιμες θύρες του τὸ Ἅγιο καὶ
στοργικὸ Δωδεκαήμερο, μὲ τὶς γιορτάδες του, ὅπως λέει κι ὁ ποιητὴς ν᾿ ἀραδιάζονται
ἡ μιὰ πίσω ἀπό τὴν ἄλλη καὶ νὰ γεμίζουν τὴν ψυχὴ εὐφροσύνη τρυφερότητα, ἀλλὰ καὶ νοσταλγία.
Νοσταλγία, πασπαλισμένη μὲ μνῆμες
πολλές. Γιατὶ αὐτὲς οἱ μέρες ἄλλο τίποτε δὲν κουβαλοῦν, παρὰ μονάχα θύμησες
παλιές. Θύμησες ποὺ τὶς στοιχιώνουν Πρόσωπα ἱερά, ὅμως ὅλα τους φευγᾶτα.
Πρόσωπα ποὺ ἀναπαύονται σιμὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Πρόσωπα ποὺ δὲ ζήλεψαν ποτέ
τους τίποτε, μονάχα τὴν ἔγνοια τῆς ἐντιμότητας καὶ τῆς νοικοκυρωσύνης εἶχαν.
Αὐτὰ τὰ πρόσωπα συλλογίζομαι κι ἐγώ, μέρες ποὺ εἶναι
καὶ τὶς σημαδεύει ἡ ζωηρὴ ἡ Μνήμη, καθὼς σὲ πρῶτο πλᾶνο βρίσκεται ἡ παιδικὴ ἡλικία,
τότε δηλαδὴ ποὺ τὸ παιδὶ ἀρέσκεται στὸ ν᾿ ἀφουγκράζεται, νὰ μαθαίνει, ἀλλὰ καὶ
νὰ ἐκστασιάζεται, καθὼς μέσα στὴ σκιὰ τῶν θρύλλων ποὺ τοῦ διηγοῦνται, πασχίζει νὰ διακρίνει τὸ κάθε γεγονός. Γιατὶ ἦταν
ὅμορφα ἐκεῖνα ποὺ ἀκούγαμε ἀπό τοὺς παλιότερους, ὅμορφα ὅπως τὰ παραμύθια, ἐπειδή,
ὅπως τὸ λέει κι ἡ λέξη: τὸ παραμύθι εἶναι παραίνεση, ἀλλὰ καὶ παρηγοριά. Καὶ τὰ
κρύα, στοτεινὰ βράδυα, τὰ χειμωνιάτικα τὰ βράδυα, μόναχα ἔτσι μποροῦσαν νὰ
διαβοῦν γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ κουκούβιζαν σιμὰ τὴν παραστιά κοιτώντας τὶς φλόγες νὰ
κλαδώνουν πάνω στὰ λέπια τοῦ πεύκου ἤ τὴ γκριζόμαυρη ὄψη τοῦ σχοίνου καὶ τῆς
κουμαριᾶς. Κι ὕστερα παρατηροῦσαν τὶς περίεργες λέξεις ποῦ βγάζανε αὐτὰ τὰ ξύλα
καθὼς καίγονταν ἀφήνοντας παράξενους ἤχους ἤ κάποιο τσιριγμό. «Ἀρή, ποιός
λέει»; Πρόφτανε νὰ πεῖ ἡ Μάνα, καθὼς ἄκουγε αὐτὴ τὴ μυστικὴ συνομιλία τῆςφωτιᾶς
καὶ τοῦ ξύλου... Κι ἐμεῖς τ᾿ ἀκούγαμε αὐτὰ καὶ προσπαθούσαμε νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε...
Πάντως ἐκείνη ἡ γλώσσα τῶν ξύλων καὶ τῆς φωτιᾶς ἦταν καθαρὰ καὶ ξεκάθαρα μιὰ
γλώσσα μυστηριακή, ποὺ ἄνοιγε νέους δρόμους στὴν παιδική μας ψυχὴ. Δρόμους ποὺ
κάποτε ἔπρεπε νὰ περπατήσουμε γιὰ νὰ δοῦμε ποῦ τελικὰ ὁδηγοῦν. Καὶ γιὰ νὰ πῶ τὴν
ἀλήθεια, πολλὲς φορὲς πάσχισα νὰ ἑρμηνεύσω μὲ τὴ λογική, τὴν ἐπιστημονικὴ
βακτηρία καὶ τὴ σιωπὴ πολλὰ δρομολόγια ποὺ ἑτοιμαζόμουν νὰ κάμω, καθὼς ἑτοιμαζόμουν
νὰ ἐξηγήσω ἐκείνα ποὺ ἔζησα. Ὅμως ξαναγύριζα ἐκεῖ, στὴν πρώτη δηλαδή, ἐμπειρία
ποὺ εἶχα ἀρχίσει προβάλλοντας τὴ δικαιολογία: «Μιὰν ἄλλη φορά...». Ποὺ μέχρι
σήμερα δὲν ἦρθε, ἀλλὰ μήτε ποῦ θἄρθει, γιατί, καθὼς γέρασα πιὰ ἔνα καταλάβα. Πῶς
ἄν ἐπιχειρήσω νὰ ψάξω, νὰ μελετήσω προσεχτικά, ν᾿ ἀμφισβητήσω στὴ συνέχεια ὅλα ἐκεῖνα
ποὺ ἄκουγα, τότε ἔπερεπε νὰ καταργήσω καὶ τὴν εὐλογημένη καί φροντισμένη μὲ
τόση ἐπιμέλεια, θαλπωρή καὶ ἀγάπη -ἄδολη ἀγάπη-αὐλὴ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὅπου
κανένας ἐπιστρέφει καὶ ξαποσταίνει ὅποτε τὸ ἔχει ἀνάγκη.
Καιρὸς ὅμως νὰ ξαναγυρίσω στὸ θέμα μου, ποὺ εἶναι ὅλοι
ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μοῦ καλλιέργησαν, μὲ τὴν καλωσύνη καὶ τὴν ὀλιγογραμματοσύνη
τους, τὴν ψυχή. Μάλιστα τόσο νοικοκυρεμένα ποὺ χαίρομαι νὰ ἐπιστρέφω καὶ νὰ τοὺς
ἀναπολῶ. Μὲ πρώτη τὴ μανού Σοφία ἀπ᾿ ὅπου ἄκουσα τὰ πιὸ κορυφαῖα καὶ χρησιμότατα
λόγια καὶ συμβουλές, διανθισμένα πάντα μὲ μικρὲς διηγήσεις ἀπὸ τὴ ζωή της. Γιατὶ
ἄν καὶ γεννημένη τὸν πρῶτο χρόνο τοῦ 20ου αἰ. κουβαλοῦσεμαζί της ἕνα κόσμο
φερμένο ἀπὸ τὰ θαμπὰ τὰ χρόνια τοῦ 19ου αἰ. ἤ καὶ παλιότερου.
Ἀπὸ κεῖ λοιπόν ἔμαθα γιὰ τὴν αὐστηρότητα μὲ τὴν ὁποία,
μικροὶ καὶ μεγάλοι τηροῦσαν τὶς Σαρακοστές, ἀλλὰ καὶ γεύονταν μὲ πραγματικὴ χαρὰ
τὶς γιορτάδες. Ὅπως γιὰ τὸν πατέρα της, τὸν ἀρχιμάστορα τοῦ χωριοῦ, τὸν
μαστρο-Γιώργη Τσουκαλᾶ, πὼς διάβαινε τὶς μέρες τῆς νηστείας μὲ λιτὸ γεῦμα ἀπὸ ἐλιὲς,
ψωμὶ καὶ φρέσκη ρήγανη, γιὰ εὐωδιά, μαζὶ μὲ ἕνα «κολοκύθι» -ἴσα μὲ μισὸ κιλό-
καλὸ ντόπιο κρασί, μαῦρο.
Ἀπὸ κείνη ἔμαθα καὶ γιὰ τοὺς καλλικάτζαρους, γιατὶ τὶς
νύχτες τοῦ Δωδεκαήμερου ποτὲ δὲν ἔβγαινε ἔξω, γιατὶ τοὺς φοβόταν ἐπειδὴ ἦταν
καλλικατζαρογεννημένη. Γεννημένη δηλαδὴ μέσα στὸ Δωδεκαήμερο ποὺ αὐτὰ τὰ ξωτικὰ
σεργιανᾶνε καὶ τὰ κάνουν ὅλα ἄνω κάτω. Κι αὐτὸ μοῦ τὸ ἐπιβεβαίωσε κι ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία
ἡ Προγινιστίνα, ποὺ μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία τοῦ μεγάλου καλλικάτζαρου ποὺ εἶδε
μπροστά της, ὅταν ἦταν κοπέλα, μιὰ νύχτα τοῦ Δωδεκάμερου καὶ φρίχτηκε, κόπηκε ἡ
μιλιά της κι ὕστερα τὴν πῆγε η μάνα της σὲ μιὰ ἀρχαία γιάτρισσα στὸ Κάτω Χωριό
ποὺ ἤξερε ἀπὸ τέτοιες λαχτάρες, πότισε τὸ κορίτσι «φριξόνερο» καὶ ἔγιανε.
Κι ὔστερα ἦταν οἱ ἄλλες ἱστορίες ποὺ λέγανε οἱ παλιοί.
Γιὰ τὸ Βαρσαμᾶ ποὺ πήγαινε νύχτα στὴν Πλατάνα καὶ κειδὰ, στὸ Πουρί , μόλις
κατεβεῖς τὸ καλτερίμι κι εἶσαι ἕτοιμος νὰ διαβεῖς τὸ λαιμὸ μέχρι ν᾿ ἀνεβεῖς τὸ ἄλλο
καλτερίμι ποὺ σὲ πάει στὸ Μαχαλᾶ, ἐκεῖ λοιπόν, ποὺ ἤτανε ξέφωτο καὶ κάνανε
κονάκι οἱ καλλικάτζαροι, πείσανε τὸ Βαρσαμᾶ καὶ τοῦ σβύσαμε τὸ φανάρι. Ἄντε
τώρα... Σκοτάδι, ἄσβος... Ποῦ νὰ πᾶς μπροστὰ ἤ πίσω κι ὕστερα νἄναι καὶ χιονιᾶς
ὁ καιρός, ν᾿ ἀργεῖ τὸ ξημέρωμα, νὰ χορεύουν οἱ καλλικάτζαροι...
Ἱστορίες, ποὺ σήμερα ἔπαψαν νὰ λέγονται, ὅπως ἔπαψαν τὰ
παιδιὰ νὰ γεύονται τὰ μοῦρτα μέσα στὸ Δωδεκαήμερο ποὺ εἶναι τόσο γλυκά, γιατὶ τἄχουν
«κατουρήσει» οἱ καλλικάτζαροι, ἐνῶ λίγο πιὸ πρὶν εἶναι τόσο στιφά.
Αὐτὰ ἄκουγα τότε. Κι
ὄχι μονάχα ἐγὼ ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς δικούς τους. Κι ὕστερα
τὰ λέγαμε μεταξύ μας, ὅταν μαζευόμασταν τὰ ἀπογεύματα κειδὰ στὰ «Κάγγελα» ἤ στὶς
«Κουκοῦλες», ἀπὸ πάνω στὸ οἰκόπεδο, ποὺ ἦταν δίπλα στῆς θειᾶς Πανταζίνας τὸ
σπίτι. Καὶ λέγαμε γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν «Ἀραπουσπλιά», ποὺ ἦταν παρακάτω ἀπὸ
τὸν «Ἐλιώνα», γιὰ τὰ φαντάσματα ποὺ βγαίνανε τὴ νύχτα, γιὰ τὶς Νεράϊδες κ.ἄ.
πολλά.
Ὅμως μέσα στὸ ὅλο κλίμα καὶ σκηνικὸ τῶν ἡμερῶν αὐτῶν θὰ μείνουν ἀνόθευτες στὴν
ψυχὴ κι οἱ συναντήσεις. Συναντήσεις μὲ κάποιους συγχωριανούς, ποὺ ἔχουν
ταξιδέψει πιὰ γιὰ τὸν ἀληθινὸ τὸν κόσμο, ὅπως τὸν λέγανε. Γιατὶ αὐτὲς οἱ
συναντήσεις σφράγισαν πολὺ καλὰ τὴ σκέψη καὶ προσδιόρισαν τὴ συμπεριφορά μας,
καθὼς δίδασκαν. Δίδασκαν, ὄχι γιατὶ τό ἀπαιτοῦσαν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ γιατὶ ἐμεῖς
ψάχναμε τότε πρότυπα. Κι ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ποὺ ταμιεύσαμε ἦταν κι αὐτά. Ὅπως τοῦ
μπάρμπα Βαγγέλη τοῦ Καραστάθη ποὺ κάποιες παραμονὲς τοῦ Χριστοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου, ὅταν πηγαίναμε «νὰ τὰ ποῦμε», νὰ καλαντίσουμε ὅπως λένε σήμερα, ἦταν
σιωπηλός, σκεφτικός καὶ γαλήνιος σὲ μισοσκότεινη κάμαρη, σιμὰ στὴ φωτιά τῆς
παραστιᾶς ποὺ φώτιζε μάλιστα τὸ γύρω χῶρο, γιατὶ ἦταν ἀπόβραδο ἀκόμα καὶ δὲν εἶχαν
ἀνάψει τὴ λάμπα. Αὐτὴ τὴ σιωπηλὴ μορφὴ θυμᾶμαι... Νὰ κοιτάζει τὴ φωτιὰ καὶ νὰ
θυμᾶται, ἴσως, παλιὰ Χριστούγεννα, τὴ ζωή του ὁλάκερη... Νὰ θυμᾶται καὶ νὰ μᾶς
κοιτάζει μὲ εὐγένεια καὶ σιωπή... Καὶ νὰ μᾶς διδάσκει τὴν ἀγάπη στὴν ἡσυχία κι ἀσφαλῶς
στὴν ἴδια τὴν ἑστία. Πρόσφορα πολύτιμα τῆς οἰκίας καὶ τοῦ κόσμου της.
Μετὰ ἦταν τὸ ἄλλο μάθημα. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ ἕνα ἀγαθὸ
καὶ καλοσυνᾶτο ἄνθρωπο, τὸν μπάρμπα-Κωνσταντῆ τὸν Τρακόσα ποὺ καθόταν τότε σιμὰ
στὴν ἐκκλησιά κι ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους ποὺ μᾶς δεχόταν στὸ σπίτι του νὰ τοῦ ποῦμε
τὴν «Καληνησπέρα» (Κάλαντα τῶν Χριστουγέννων) καὶ τὴν Ἀρχιμηνιά (Κάλαντα τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου).
Χρόνια πηγαίναμε... Καὶ κάθε φορὰ μᾶς ἔλεγε νὰ
προοδέψουμε, νὰ εἴμαστε καλὰ παιδιά, νὰ κοιτᾶμε νὰ γίνουμε χρήσιμοι ἄνθρωποι. Τὰ
ἔλεγε αὐτὰ κι ὅλο μᾶς ἔταζε νὰ μᾶς φτιάξει ἔνα ὡραίο ξύλινο καΐκι, ἁρματωμένο
καὶ ὅμορφο. Τὸ καΐκι δὲν ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς. Ἴσως σκαρώθηκε γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τὴ
θειὰ τὴ Μαγδαλινίτσα, τὴ γυναίκα του, ὥστε νὰ ταξιδέψουν μ᾿ αὐτὸ στὴν αἰωνιότητα.
Σὲ μᾶς ἀπόμεινε ἡ καλοσύνη, ἡ συμβουλευτική του καὶ ἡ πάντα ἀνοιχτὴ πόρτα τοῦ
σπιτιοῦ του ποῦ μᾶς δεχόταν μὲ χαρὰ τὶς χρονιάρες ἐκεῖνες μέρες.
Κι ὕστερα ἦταν ὁ μπάρμπα-Χρυσόστομος κι ἡ θειὰ Εὐανθία
κοντὰ στὴν ἐκκλησιά μὲ τὴν εὑρύχωρη αὐλή, τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ἀψεγάδιαστο
χαμόγελο τῆς νοικοκυρᾶς. Στολισμένο τὸ σπίτι, μὲ φωτιὰ νὰ καίει κι ἐκεῖ καὶ τὶς
κάρτες τὶς γιορταστικὲς στὸ τραπέζι μὲ τὰ πορτοκάλια στὴ φρουτιέρα. Κι ἀπέναντι
ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ νὰ χωνεύει μέσα σὲ καπνισμένα σύννεφα τὸ καμπαναριὸ τῆς
ἐκκλησιᾶς μὲ φόντο τὸ πάνω χωριό.
Λίγο παρακάτω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἦταν τὰ σπίτια τοῦ μπάρμπα Παναὴ τοῦ Τσακμάκη, ὅπου
ἡ θειὰ ἡ Οὐρανία μᾶς περίμενε πάντα μὲ χαρὰ καὶ χίλιες εὐχές.
Αὐτὸ ποὺ ἀπομένει ἀπὸ κείνη τὴ γειτονιὰ στὸ νοῦ ἦταν ἡ
νοικοκυροσύνη καὶ ἡ καθαριότητα. Τὰ σπίτια ἦταν πολὺ μικρά. Μιὰ κάμαρη κάτω, μιὰ
πάνω. Κι ὅμως σοῦ χάριζαν τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν εὐρύχωρα καὶ ἀναπαυτικά. Ἡ
παραστιὰ ποὺ ἔκαιγε μὲ λαπρὴ φωτιά, ἡ χαμηλωμένη λάμπα, τὰ λιτὰ στρωσίδια, ἡ εὐωδιὰ
τοῦ ξύλου καὶ τῆς ναφθαλίνης, τὸ χαμόγελο κι οἱ εὐχὲς τῆς θειᾶς Οὐρανίας μένουν
ἀναλλοίωτα στὴν ψυχή, κοσμήματα λὲς πολύτιμα στὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς. Κι εὐτυχῶς
δηλαδή...
Ὅμως καὶ στὸ Ἀπάνω τὸ Χωριὸ εἴχαμε ἀνάλογες συμπεριφορὲς
καλωσύνης καὶ διδαχῆς εἰλικρινοῦς καὶ ἁγνῆς ἀνθρωπιᾶς.
Ὅπως ἦταν ἡ θειὰ τὸ Σεραϊνὼ ποὺ ὅταν πηγαίναμε νὰ τὰ
ποῦμε θὰ μας φίλευε ἀπὸ κεῖνα τὰ μεγάλα, τὰ ζουμερὰ τὰ πορτοκάλια, ποὺ δὲν τὰ
ξέραμε τότε στὸ χωριό, τὰ γνωστὰ ὡς «μέρλιν». Καὶ μᾶς τὰ ἔδινε μὲ ὅλη της τὴν
καρδιά, ὅπως τὸ καλοκαίρι μᾶς φίλευε τρυφερὰ ἀγγουράκια στὸ μποστάνι της, στοῦ
«Κώστα».
Ὁ κατάλογος δὲν ἔχει τελειωμό. Γιατὶ ξέρω ὅτι ἔχω
λησμονήσει πολλούς, μὲ πρῶτο τὸν μπάρμπα-Ἀλέκο τὸν Ξανθούλη μὲ τὸ κατανυκτικό
του ψάλσιμο, ποὺ συγκινοῦσε καὶ μεταρσίωνε. Γιατὶ δὲν ὑπῆρχαν (κι εὐτυχῶς
δηλαδή) τὰ σύγχρονα μηναχήματα τοῦ ἤχου ποὺ μεταποιοῦν τὴ φωνὴ σὲ
«κονσερβοποιημένο» προϊόν, ἀλλὰ μιὰ φυσικότητα καὶ χάρη ποὺ δίδασκαν αὐθόρμητα
τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἀρχοντιά. Στοιχεῖα ξένα σήμερα στὴν ἐποχὴ τοῦ «κίτς» καὶ τῆς
αὐτοδιαφήμισης. Γιατὶ τότε, ποὺ σὲ κανένα σπίτι δὲν ἔβλεπες στολισμένο
χριστουγεννιάτικο δέντρο καὶ φωτάκια, μαθαίναμε νὰ στολίζουμε τὴν ψυχή μας μὲ ὅλα
ἐτοῦτα τὰ ψήγματα χρυσοῦ, ποὺ ἀφειδώλευτα μᾶς χάριζαν ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοί, συνετοὶ
νοικοκυραῖοι, ποὺ τὰ σπίτια τους δὲν εὐωδιάζαν βαρύτιμα ἀρώματα καὶ ἀποσμητικὰ
χώρου, ἀλλὰ καμμένο ξύλο, μῆλο, κυδώνι καὶ ξεφλουδισμένο πορτοκάλι. Ἄντε καὶ λίγη ναφθαλίνη.
Αὐτὰ κουβαλῶ στὴν ψυχή μου καὶ τὰ χαίρομαι, καθὼς τὶς
χρονιάρες τοῦτες μέρες τὰ ξαναφέρνω μπροστά μου. Σὰν τὶς φωτογραφίες ποὺ τὶς
κοιτᾶς καὶ δὲν τὶς χορταίνεις. Ἐκεῖνες ὅμως ἀπομένουν ἀκίνητες, κρυσταλλωμένες,
σιωπηλές. Ὡστόσο στὸ βάθος τοῦ χρόνου ποὺ ἔχουν ἀποταμιεύσει ὑπάρχει ἠ ἄλλη
γλώσσα, ἐκείνη τῆς στοργῆς, τῆς συγκίνησης, τῆς ἀναπόλησης, τῆς νοσταλγίας. Αὐτὴ
τὴ γλώσσα αὐτὲς τὶς μέρες ἀφουγκράζεσαι καὶ εὐγνωμονεῖς τὸν καθένα ἀπὸ τοὺςπαραπάνω
κὰι ὄχι μόνο. Μέχρι νὰ κλείσει κι ὁ δικός σου ὁ κύκλος καὶ νὰ ἀναχωρήσεις κι ἐσὺ
ὅπου κι ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν. Μὲ μιὰ λεπτομέρεια μονάχα: Δὲν θἄσαι μονάχος στὸ
ταξίδι, θὰ σὲ συντροφεύουν ὅλοι αὐτοί. Νάσαι σίγουρος.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
τοῦ Ἁγίου Νικολάου 2014
No comments:
Post a Comment