Monday 13 July 2015

Τιμώντας τὸν ὅσιο Παΐσιο


Μὲ εὐλάβεια καὶ εὐγωμοσύνη

Χθες ἡ Ἐκκλησία μας τίμησε, γιὰ πρώτη φορὰ ἀφοῦ προσφάτως ἁγιοποιήθηκε, τὴν πάνσεπτο μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρός μας, τοῦ γνωστοῦ καὶ πανσέβαστου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Κι εἶναι ἡ συγκίνηση αὐτοῦ ποὺ χαράσσει τὶς γραμμὲς αὐτὲς μεγάλη καὶ συνάμα εὐεργετική. Γιατὶ μέσα στὴν ἄτεγκτη πραγματικότητα τῶν ἡμερῶν ποὺ διερχόμαστε ἡ ταπεινή, ἰεροπρεπὴς καὶ εἰρηνικὴ Μορφὴ τοῦ Γέροντος Παϊσίου γίνεται αὔτόματα δρόσος πολύτιμη. Ὄχι δρόσος ἀτμοσφαιρική, ἀλλὰ δρόσος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε ὑλικὸ,   πεπερασμένο στοιχεῖο. Ἐδῶ ἠ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ συγκροτεῖ ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας, ἀνυψώνει τὶς ψυχές, ποὺ μέσα στὴν ἀπόγνωση καὶ τὸ ἔρεβος πορεύονται καὶ τὶς ἀναφέρει, ὅπως ὁ λειτουργὸς τὰ Τίμια Δῶρα, στὸν Θεῖο Γνόφο, γιὰ νὰ καταστοῦν «ἠλοιωμένοι, ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην» λαμβάνοντες, «τὴν χάριν τοῦ Παρακλήτου», ἀφοῦ δοχεῖα Πανίερα τοῦ Ἀγίου Πνεύματος κατεστάθησαν.


Αὐτὸς ἦταν κι ὁ Ὅσιος Παΐσιος. Δοχεῖον ἀναμφισβήτητο καὶ εὐπρεπέστατο τοῦ Ἀγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅποιος τὸν ζύγωνε, συνομιλοῦσε μαζύ του, τὸν συμβουλευόταν, διαπίστωνε ὅτι βίωνε μιὰ προπτωτικὴ κατάσταση, μιὰ παραδείσια ἐμπειρία, καθὼς εἰρήνευε, ἀποδυόταν πολλὰ καὶ ἄχρηστα προσωπεῖα τῆς καθημερινότητας καὶ κυρίως βεβαιώνοντας τὸν ἑαυτό του ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ ἀλλαγὴ πορείας, ἀφοῦ προέκυψε τῆς «μετανοίας ὁ καιρός», τῆς ἐπιστροφής του δηλαδή. Ποῦ; Μά, στὸ Δημιουργό του (πρβλ. «Ποῦ πορευθῶ κ.λ.π.», Ψαλμ.138, 7).

Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ παραθέσω περισσότερες δικές μου σκέψεις, πού,  ἴσως, νὰ ἐνέχουν τὸν πειρασμὸ μιᾶς αὐτοπροβολῆς ἤ καὶ ἀλαζονείας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τιμώντας τὴν πρώτη ἑόρτιο Μνήμη τοῦ Ὁσίου Γέροντος Παϊσίου θὰ παραθέσω ἕνα, ἐν πολλοῖς ἄγνωστο, ποίημα τοῦ μοναδικοῦ καὶ κατὰ πάντα γνήσιου Ἑλληνορθόδοξου ποιητῆ, τοῦ Π.Β. Πάσχου. Προτρέποντας τὸν ἀναγνώστη μου νὰ ζήσει τὶς χλωρές, ἁγιασμένες, θεοφύλακτες καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα θεο-συναντήσεις στὸν Παράδεισο ποὺ ἀπωλέσαμε, στὸν Παράδεισο ποὺ ξανὰ προσδοκᾶμε νὰ ἐπιστρέψουμε. Ἡ ἐμπειρική, ἁγιοπνευματικὰ ὁπλισμένη μὲ ἀλήθεια, ἐμπειρία θεοδίδακτο, ἀλλὰ  καὶ μοναδικὴ εἰλικρίνεια, γλώσσα τοῦ Π.Β. Πάσχου μᾶς πιστοποιεῖ, χρόνους πολλοὺς πρὶν τὴν ἁγιοποίησή Του -τὸ ποίημα εἶναι δημοσιευμένο τὸ 1983- γι᾿ αὐτὸ ποὺ πανηγυρίσαμε χθές: τὴ Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρός ἠμῶν Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.

Τὴν τροφὴν αὐτῶν

Στὸν Γέροντα Παΐσιο

Μέρα γεμάτη γλυκασμὸ ἁγιορείτικο
Κι ἁδρὴ ἀφὴ σὲ κομποσκοίνι μάλλινο.
Ὅλ᾿ ἡ πλαγιὰ ἡσύχαζε κάτω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο.
Μποροῦσες νὰ διακρίνεις μὲ κλειστὰ τὰ μάτια
ἀκὀμη κ’ ἕνα φύλλο τῆς λεφτοκαρυᾶς ἄν ἔπεφτε,
ἤ τοῦ φιδιοῦ τὸ πέρασμα ἐπάνω στὴ φρυγμένη
πέτρα ἤ ἀνάμεσα στὰ κίτρινα χορτάρια.
Ὁ Γέροντας μᾶς εἶδε πρὶν νὰ φτάσουμε
Κ᾿ εἶπε τὰ ὀνόματά μας δίχως νὰ μᾶς ξέρει.
Καθήσαμε στὸν ἥσκιο ἑνὸς δέντρου
Καὶ θαμπωμένοι τὸν κοιτούσαμε.
Μιλοῦσε ἥρεμα κι ἁπλά. Ἡ ἁγιότητα
Γλύκαινε κάθε λόγο του πρὶν ἔρθει
Καὶ κατοικήσει μέσα μας. Καὶ ὅταν
ἄρχισαν νἀ ’ρχονται στὰ πόδια καὶ στὰ χέρια του
ζητώντας του τροφὴ ἕνας ἀητός, μιὰ γάτα κι ἕνα φίδι,
τοὺς εἶπε ἥσυχα: «πηγαίνετε Ἀβεσσαλὼμ καὶ Μάρθα,
κι ἐσὺ Ἀρμαγεδδών·  ἔχουμε τώρα φίλους.
Σὲ λίγο, σὰν τελειώσουμε θὰ σᾶς φωνάξω».
Ὅταν ὁ ὑποτακτικὸς μᾶς ἔφερε τὸ κέρασμα
Κ᾿ εἶπε πὼς θἄναι ὥρα Ἑσπερινοῦ σὲ λίγο,
ὁ Γέροντας πῆγε νὰ ψάλλει: «πάντα
πρὸς σὲ προσδοκῶσι δοῦναι
τὴν τροφὴν αὐτῶν. Δόντος σου αὐτοῖς συλλέξουσι».
Κι ἀμέσως ἔφτασαν
ὁ Ἀβεσσαλώμ, ἡ Μάρθα κι ὁ Ἀρμαγεδδὼν
νὰ ἐκζητήσουν ἀπ᾿ τὸ ἅγιο χέρι τὴν τροφή τους,
ἐνὼ ἐμεῖς ἑτοιμαζόμασταν νὰ ψάλλουμε
τ᾿ Ἀνοιξαντάρια καὶ τὸ Κύριε ἐκέκραξα...

(Ἀπὸ τὴν ποητικὴ συλλογή, ΠΙΚΡΟ ΨΑΛΤΗΡΙ, Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1983, σελ. 68-69)

παπα - Κων. Ν. Καλλιανός
Σκόπελος, 13  Ἰουλίου 2015

No comments:

Post a Comment