Χαιρετισμός φιλίας καί τιμῆς στόν Στάθη καί στόν Παναγιώτη:
Ἤ, κάλεσμα σέ Κληματιανό
τραπέζι...
Τί νά πρωτοθυμηθεῖ κανένας ἀπό τόν τόπο πού ἔζησε τά
πλέον ἀνόθευτα καί φωτεινά του χρόνια! Χρόνια δύσκολα μέν καί ἐν πολλοῖς
ντυμένα μέ τόν εὐτελῆ χιτώνα τῆς ἔνδειας. Μιᾶς ἔνδειας ὅμως ἔντιμης καί ἀξιοπρεποῦς.
Πού δίδασκε, μάλιστα, καί συνάμα προέτρεπε: «Χτίζε ὄνομα κι ὄχι πλοῦτο». Ἀξίωμα
κορυφαῖο, πού κάποτε λησμονήθηκε. Καί λησμονήθηκε, γιατί σήμερα, ὅπου ὅλα ἔχουν
παραποιηθεῖ ἐπικίνδυνα -ἀπό τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μέχρι καί τά τρόφιμα- αὐτό
πού, δυστυχῶς, ἁπλώνεται γύρω μας, ὡς ἄλλη ἐπιδημία εἶναι ἡ ἀγωνία καί ἡ θλίψη,
συνδυασμένη πάντοτε μέ τήν ἀγχωτική ἔρευνα γιά εὕρεση λύσης καί διαφυγῆς ἀπό τά
ὅποια ἀδιέξοδα.
Τί νά πρωτοθυμηθεῖ, λοιπόν, κανείς ἀπό ἐκεῖνες τίς ὡραῖες,
τίς σεμνές καί ἀφτιασίδωτες δράσεις καί συμπεριφορές τῶν παλιότερων ἀπό μᾶς. Πού
ξεχωρίζουν σήμερα, ὅπως τό χρυσάφι μέσα στό χῶμα. Γιατί τά πάντα εἶχαν ψυχή,
θεμέλιο καί ζωντάνια. Ὅπως τά γλέντια, τά ὁποῖα δέ γίνονταν ὅποτε, ἀλλά σέ
μέρες σημαδιακές, φορτισμένες μέ συγκίνηση καί βαφτισμένες μέσα στόν κύκλο τῶν
γιορτῶν. Μπατίκια, γάμος, πανηγύρια, Ἀποκριές, Πρωτομαγιές, ἀλλά καί συνάξεις οἰκογενειῶν
ἤ καί παρέες φίλων καί συγγενῶν, ἦταν οἱ ἀφορμές νά γλεντίσουν, νά
διασκεδάσουν, νά χορέψουν οἱ Κληματιανοί. Γι᾿ αὐτό καί τούς κόλησαν τό
παρωνύμιο: Τά «Γυαλό’ξλα». Ἐπειδή, λέει, δάν ἄδειαζαν ἀπό τό χορό καί τό
γλέντι νά πᾶνε «στού ρ᾿ μαν» νά κόψουν ξύλα γιά τό χειμώνα καί μάζευαν τά
γυαλόξυλα ἀπό τίς παραλίες γιά κάψιμο.
Ὅμως τά πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Γιατί καί
τά ξύλα τους «κbάνιαζαν», ἀλλά καί στό
γλέντι πρῶτοι ἦταν καί ἀρκετά μεγάλοι μερακλῆδες. Γι᾿ αὐτά παλιότερα, δηλαδή,
πρίν ἀπό ἑβδομήντα ἤ καί παραπάνω χρόνια, στό Κλήμα μαζεύονταν σχεδόν κάθε
Κυριακή οἱ γλεντζέδες τῆς Πλατάνας, (ἄκουσα πώς ἀκόμα κι ἀπό τή Σκόπελο
μαζεύονταν) ἔρχονταν δέ καί τά ὄργανα ἀπό τή Γλώσσα καί γίνονταν τρικούβερτα
γλέντια.
Ἀλλά τά πλέον ἀθάνατα γλέντια γίνονταν στούς γάμους. Μέ
τό σούρουπο, λοιπόν, ἀφοῦ χαιρετοῦσαν τό νιόπαντρο ζευγάρι ὅλο, σχεδόν, τό χωριό,
μαζεύονταν οἱ καλεσμένοι στήν πλατεία κι ἄρχιζαν τό χορό, τόν ὁποῖο
συνόδευε τό ὀμορφομαγειρεμένο φαῒ, πού ἦταν
κρέας μέ τό ρύζι, καί τό ντόπιο εὐωδιαστό
κρασί.
Ὅμως καί στά μπατίκια γίνονταν γλέντια, κυρίως μεταξύ
τῶν στενῶν συγγενῶν, στίς Ἀποκριές καί σέ μερικές περιπτώσεις στίς ὀνομαστικές
γιορτές ἤ ὅταν ἐρχόταν κάποιος ἀπό τά ξένα. Αὐτά ὅμως γίνονταν στά σπίτια. Ἀναστέναζαν
τότε τά ἀνώγια ἀπό τό χορό, τά τραγούδια καί τά χορατά. Ἐπειδή ἡ εὐθυμία
δημιουργοῦσε μιάν οἰκεία ἀτμόσφαιρα -ἔντιμη καθ᾿ ὅλα καί διόλου αἰσχρή- πού τά
χορατά γίνονταν τό γαρνίρισμα ἐκεῖνο, πού θά χάριζε στή βραδυά κέφι καί
ζωντάνια. (Τά «πιρπάσκα» τά τραγούδια τά λέγανε οἱ ἄντρες συνήθως μονάχα στίς Ἀποκριές).
Φυσικά τρικούβερτο γλέντι γινόταν καί τήν Πρωτομαγιά
στήν Ἁρμενόπετρα καί παλιότερα τό Σάββατο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, πού σήμερα ἔχει
μεταφερθεῖ τήν Καθαρά Δευτέρα, ὅπως γίνεται στίς πόλεις. Φυσικά τά γλέντια αὐτά
ἦταν μεταξύ τῶν συγγενῶν ἤ καί λίγων φίλων. Ἀπαραίτητος τώρα ἦταν ὁ χορός, πού
συνόδευε τό τραπέζι, γιατί δέν νοοῦνταν γλέντι δίχως τραπέζωμα μέ καλό φαγητό, ἄφθονο
εὐωδιαστό κρασί, χορό καί κέφι. Κι ὁ χορός θά πρέπει νά γνωρίζουμε πώς δέν ἦταν
κάτι τό στημένο, τό θεατρικό, ὅπως γίνεται στά λεγόμενα «φεστιβάλ χοροῦ». Ὁ χορός
στά γλέντια ἐκεῖνα ἦταν ἀπόλυτα
συνυφασμένος μέ τό γλέντι, μέ τήν εὐφορία πού δημιουργοῦσε ἡ παρέα κι ἀπαραιτήτως
τό κρασί. Μερακλωμένος ὁ κάθε συνδαιτυμόνας, λοιπόν, κοίταζε μέσω τοῦ
ζεμπέκικου π.χ. νά ἐκφράσει τόν καημό του, τή συγκίνησή του, τίς χορευτικές του
ἰκανότητες, τήν ἀντριοσύνη του. Ποιός δέ θυμᾶται λ.χ. τόν Παντελή τόν Καψούρη μέ
πόση προσοχή, ἱερότητα καί δέος χόρευε τό ζεμπέκικο, ἀλλά καί τόν Παναή τόν
Καλλιανό, πού πάνω στό ζενίθ τοῦ κεφιοῦ του, καθώς χόρευε, σήκωνε μέ τά δόντια
του τό τραπέζι μέ τά ποτήρια, τά πιάτα κ.λ.π. Κι ὔστερα, ποιός δέ θυμᾶται μέ τί
μαεστρία σηκωνόταν κάποιος ἀπό τήν παρέα μέ τό μεζέ στό πηρούνι καί τό ποτήρι τό
κρασί, γιά νά κεράσει τό χορευτή. Κι αὐτά δίχως ἴχνος ἐπίδειξης, γιατί τά ζοῦσαν,
τά χαίρονταν, λαχταροῦσαν γιατί ξέρανε ἕνα πράγμα: πώς μ᾿ αὐτά ἀνοίγει ἡ ψυχή
καί χωράει μέσα της ὅλο τόν κόσμο.
Ὅμως μιά κι ἔγινε λόγος γιά τό χορό, θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε
καί κάτι ἀκόμα, πού ἴσως δέν ἔχει ἐπισημανθεῖ καί χρήζει κάποτε εἰδικῆς προσοχῆς.
Κι ἀναφέρομαι στόν «κάβο», στό χορό δηλ. πού γίνεται στό Γάμο, ὅταν χορεύουν τή
νύφη, οἱ γονεῖς της, ὁ κουμπάρος, τό χωριό ὁλάκερο.
Ὄχι, δέν θά άναφερθῶ στόν «κάβο» πού ἔβγαζε ὁ
κουπάρος, οἱ συγγενεῖς κ.λ.π., ἀλλά θά σταθῶ στήν ἱερή ἐκείνη ὥρα ὅταν ὁ
πατέρας κι ἡ μάνα τῆς νύφης χόρευαν τό παιδί τους. Ὄχι στά τωρινά τά χρόνια πού
ἀμβλύνθηκε τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων καί κάτι τέτοια θεωροῦνται παρωχημένα,
ξεπερασμένα κι ἀδιάφορα. Θά σταθῶ λοιπόν σ᾿ ἐκεῖνες τίς στιγμές, τίς
πασπαλισμένες χαρμολύπη, συγκίνηση καί ἱερό δέος, ὅταν ὁ πατέρας μέ τό σύθαμπο
στά μάτια, ἀπό τό βούρκωμα κρατάει τό μαντήλι καί χορεύει τό παιδί του μπροστά
σ᾿ ὅλο τό κάλεσμα, σ᾿ ὅλο τό χωριό πού τόν κοιτάζει μέ προσοχή.
Ἀλήθεια, σκέφτηκε ποτέ κανείς πόσος κόπος, δάκρυα, ὑπομονή,
κόπωση καί ὄνειρα εἶναι ταμιευμένα στήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας πού
μέ χίλιους κόπους ἀνάστησε, μέ τή συνεργασία καί βοήθεια τῆς συζύγου του ὁπωσδήποτε, τό κορίτσι τους αὐτό πού τώρα τό χορεύουν! Μέ
πόσες θυσίες, τό μεγάλωσαν, τοῦ ἐτοίμασαν τᾶ προικιά ὅλα, τό πρόσεξαν νά εἶναι
γερό καί νοικοκυρεμένο, ἀλλά καί νἄχει «καλό τυχερό»! Μακρύς ὁ δρόμος, δύσβατος
καί ποτισμένος ἀπό τό αἷμα τῆς καρδιᾶς τους. Γιατί ὅλοι εὔχονται «καλό τυχερό»,
ὅμως γιά νά βρεθεῖ τό ντόμπρο, τό ἔντιμο καί νοικοκυρεμένο παιδί ἀπαιτεῖται
χρόνος καί προσοχή μεγάλη. Ἐπειδή ὑπῆρχαν καί πατεράδες, πού κοίταζαν «νά
ξεφορτωθοῦν ἀπό πάνω τους» τήν ὅποια θυγατέρα, -αὐτό τό βάρος στήν οἰκογένεια- ὅμως
αὐτό δέν ἐνδιαφέρει στήν παροῦσα. Κάπου ἀλλοῦ πρέπει ν᾿ ἀναλυθεῖ. Γιατί ἐδῶ μιλᾶμε
γιά τούς συνειδητούς γονιούς πού κοίταζαν νά καλοπαντρέψουν τό κορίτσι τους, ὥστε
νά ζήσει νοικοκυρεμένη καί καλή ζωή. Ἴσως στερεμένη, ὅμως ὑπεύθυνη, μετρημένη
καί πάντα προσεχτική. Αὐτό, λοιπόν, ἦταν τό ὄνειρο τοῦ κάθε πατέρα, ὁ ὁποῖος ὅταν
συνόδευε τό κορίτσι του στήν ἐκκλησιά γιά τό γάμο, κι ὕστερα τὄβγαζε «κάβο», ἔνοιωθε
μέσα του ὅτι ἔπραξε τό κορυφαῖο καί μεγαλειῶδες καθῆκον: ἐκεῖνο τοῦ γονιοῦ πού
θυσιάζεται γιά νά συνεχιστεῖ ἡ ζωή, ἡ οἰκογένεια, ἀκόμα καί τό σόϊ.
Κι ὕστερα, ἀφοῦ ἔγινε λόγος γιά τό «βγάλσιμο τοῦ
κάβου» στόν κάθε συρτό, καλό εἶναι νά θυμηθοῦμε τά «τσλίμια» πού ἔκανε ὁ κάθε
χορευτής, τό πῶς δηλαδή, κρατοῦσε τό μαντήλι, πώς ἔσκυβε ἤ σήκωνε τό κεφάλι, πώς
ἔσερνε τά βήματα. Κι αὐτά ὅλα δίχως κανείς νά τόν διδάξει, νά τοῦ δώσει ἀρχές
καί βάσεις, γιατί -ὅπως εἰπώθηκε παραπάνω- ὁ χορός εἶναι προϊόν εὐθυμίας, κεφιοῦ, τιμῆς στόν
συγχορευτή καί, φυσικὰ βιωμάτων ἁγνῶν.
Τά χρόνια πέρασαν πιά. Καί τά παλιά τά Κληματιανά τά
γλέντια ἀτόνισαν, ὅπως πολλά. Κι ἀπόμειναν στή μνήμη ὅσων ἀκόμα θέλουμε νά
θυμόμαστε, θέλουμε νά ξαναζοῦμε μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἰσοπέδωση τῶν πάντων κάποιες ἀξίες,
ὅπως αὐτές. Ἀμφιβάλλει κανείς;
π. Κ.Ν. Καλλιανός
No comments:
Post a Comment